Δευτέρα 10 Ιουλίου 2017

ΒΕΝΕΤΙΑ: ΑΠΟ ΤΑ ΤΕΝΑΓΗ ΤΟΥ ΜΕΣΑΙΩΝΑ ΣΤΟΝ ΤΖΑΚΣΟΝ ΠΟΛΛΟΚ, του Νίκου Ξένιου

του Νίκου Ξένιου
Μολονότι δεν υπάρχουν επαρκείς ιστορικές αναφορές στους πρώτους αιώνες της Βενετίας, η παράδοση και οι υπάρχουσες μαρτυρίες έχουν κάνει αρκετούς ιστορικούς να συμφωνήσουν ότι ο αρχικός πληθυσμός της Βενετίας αποτελούταν από πρόσφυγες από τις κοντινές ρωμαϊκές πόλεις, όπως την Πάντοβα, την Ακυληία, το Τρεβίζο, το Αλτίνο και την Κονκόρντια (σημερινό Πόρτο Γκουάρο), καθώς και από την ανυπεράσπιστη ύπαιθρο, ανθρώπους που τρέπονταν σε φυγή από διαδοχικά κύματα εισβολών Γερμανών και Ούννων. Μερικές ύστερες Ρωμαϊκές πηγές αποκαλύπτουν την ύπαρξη ψαράδων στα νησιά της αρχικής ελώδους λιμνοθάλασσας. Αυτοί αναφέρονταν ως «κάτοικοι της λιμνοθάλασσας».
Η τελευταία και μονιμότερη μετανάστευση στον βορρά της Ιταλικής Χερσονήσου ήταν εκείνη των Λομβαρδών, το 568, που άφησαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία μια λεπτή λωρίδα ακτής στο σημερινό Βένετο, περιλαμβανομένης της Βενετίας. Το Ρωμαϊκό/Βυζαντινό έδαφος οργανώθηκε ως Εξαρχάτο της Ραβέννας. Αυτό διοικούταν από αυτό το αρχαίο λιμάνι και επιτηρούταν από ένα αντιβασιλέα (τον Έξαρχο), διορισμένο από τον Αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη. Η Ραβέννα και η Βενετία συνδέονταν μόνο δια θαλάσσης, και με την απομονωμένη θέση της Βενετίας επήλθε μεγαλύτερη αυτονομία. Δημιουργήθηκαν νέα λιμάνια, μεταξύ αυτών εκείνα στο Μαλαμόκο και στο Τορτσέλο στη λιμνοθάλασσα της Βενετίας. Η επιτροπή των tribuni maiores, η αρχαιότερη κεντρική υπάρχουσα κυβερνητική επιτροπή των νησιών στη Λιμνοθάλασσα, χρονολογείται από το 568.
Η ζωή στη λιμνοθάλασσα του Μεσαίωνα (του Francesco Vallerani) https://issuu.com/topontikigr/docs/art316 Η ΖΩΗ ΣΤΗ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑ ΤΟΥ ΜΕΣΑΙΩΝΑ, του Francesco Vallerani
Φανταζόμαστε τη Βενετία με μια υδρομηχανική μορφολογία και μιαν "αμφίβια" ταυτότητα, έτσι ώστε να μπορέσουμε να προσεγγίσουμε τις καταβολές της.Αυτήν την ιδιόμορφη ανάμειξη λάσπης και καναλιών, αλμυρού και γλυκού νερού. Η ανθρώπινη παρουσία διαδραματίζει εξαρχής κυρίαρχο ρόλο στο οικοσύστημα της λιμνοθάλασσας, διαμορφώνοντας και μιαν ιδιότυπη αντίληψη περί προσανατολισμού, καθώς και περί συνδιαλλαγής ανθρώπου και φύσης.
Οι Βενετοί προσέφεραν στον Έξαρχο Παύλο άσυλο από τη δίωξη που του έκανε ο νορμανδός Λιουτπράνδος, που έγινε έτσι ο πρώτος δόγης της Βενετίας, υπό την προσωνυμία "Πάολο Λούτσιο Αναφέστο" και είχε διάδοχο τον Μαρτσέλο Τεγκαλιάνο, τον magister militum (Στρατηγό, επί λέξει: «Άρχοντα των Στρατιωτών»). Το 726, στην εποχή της δυναστείας των Ισαύρων, οι στρατιώτες και οι πολίτες του Εξαρχάτου οδηγήθηκαν σε εξέγερση λόγω της Εικονομαχίας μετά από παρότρυνση του Πάπα Γρηγορίου Γ΄. Ο Έξαρχος δολοφονήθηκε και πολλοί αξιωματούχοι διέφυγαν μέσα στο γενικό χάος. Εκείνο περίπου το διάστημα οι κάτοικοι της λιμνοθάλασσας εξέλεξαν για πρώτη φορά τον δικό τους ηγέτη. Ο Όρσο επρόκειτο να είναι ο πρώτος από 117 «δόγηδες» («δόγης» είναι η εξέλιξη στη Βενετική διάλεκτο του λατινικού «δουξ» (ηγέτης)). Ανεξάρτητα από τις αρχικές του απόψεις ο Όρσο υποστήριξε την επιτυχή εκστρατεία του Αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄ για ανακατάληψη της Ραβέννας, αποστέλλοντας τόσο άνδρες όσο και πλοία. Σε αναγνώριση αυτού δόθηκαν στη Βενετία «πολλά προνόμια και παραχωρήσεις» και ο Όρσο, που είχε συνδράμει προσωπικά, χρίστηκε από τον Λέοντα Γ' Ίσαυρο "δουξ" και του δόθηκε ο πρόσθετος τίτλος του "ύπατου". Η απελπισία από τις αλλεπάλληλες επιδρομές, των Γότθων αρχικά και των Ούνων στη συνέχεια, ανάγκασε τους κατοίκους της βόρειας Ιταλίας να βρουν καταφύγιο σε δυσπρόσιτα μέρη. Κάποιοι απ' αυτούς κατέφυγαν στις νησίδες της λιμνοθάλασσας από το 400 μ.Χ. περίπου. Η Βενετία ιδρύθηκε και τυπικά στις 24 Μαρτίου 421 (σύμφωνα με τη βενετική παράδοση). Η άσχημη κατάσταση των γύρω περιοχών σε συνδυασμό με την ασφάλεια που παρείχε η λιμνοθάλασσα,με τα αβαθή νερά, είχε σαν αποτέλεσμα την προσέλκυση κι άλλων προσφύγων. Η μόνη, σχεδόν, δυνατότητα βιοπορισμού ήταν η θάλασσα. Έτσι σιγά-σιγά αναπτύχθηκε η θαλασσοκράτειρα Γαληνότατη Δημοκρατία της Βενετίας. Η κατάρρευση της Βυζαντινής κυριαρχίας στην Ιταλία, μετά το θάνατο του Ιουστινιανού, σήμανε την απαρχή της δημιουργίας του ανεξάρτητου κράτους της Βενετίας. Κάτω από την πίεση των Lon(go)bardi (Λομβαρδών), μεγάλος αριθμός κατοίκων των γύρω περιοχών, άρχισε να καταφεύγει στη λιμνοθάλασσα. Με τη δημιουργία του Εξαρχάτου της Ραβέννας, η άμυνα της περιοχής πέρασε στα χέρια των ντόπιων. Σταδιακά, η απώλεια εδαφών και ο περιορισμός του Εξαρχάτου στην Πεντάπολη, παράλληλα με την εμφάνιση των Σλάβων στα παράλια της Αδριατικής, αύξησε τη στρατηγική σημασία της Βενετίας. Η δημιουργία αξιόμαχου ναυτικού από τους Βενετούς τους κατέστησε πολύ σημαντικούς για την αντιμετώπιση της πειρατικής δραστηριότητας των Σλάβων στην περιοχή και την υποστήριξη της άμυνας των παραλιακών πόλεων του Εξαρχάτου. Έτσι παραχωρούνται στην περιοχή κάποια φορολογικά και διοικητικά προνόμια, ενώ παράλληλα δημιουργούνται νέα λιμάνια για την υποστήριξη της δράσης του Βυζαντινού ναυτικού στην περιοχή.
Όταν το 726 ο Λέων Γ' Ίσαυρος διακήρυξε την αποκαθήλωση των εικόνων, οι δυνάμεις του Εξαρχάτου επαναστάτησαν. Στην επανάσταση αυτή συμμετείχαν και οι Βενετοί, οι οποίοι ανακήρυξαν ως νέο δούκα (=Δόγη) της περιοχής τους κάποιον Όρσο. Αν και τον επόμενο χρόνο ο Λέων αναγνώρισε την εκλογή ως έγκυρη, ωστόσο οι Βενετοί είχαν κάνει το πρώτο βήμα προς την αυτονόμησή τους. Με την κατάρρευση του Εξαρχάτου, το 751 χάθηκε κάθε δυνατότητα ελέγχου της Βενετίας από το Βυζάντιο, αν και η πόλη παρέμενε θεωρητικά ακόμη βυζαντινή επαρχία. Με την είσοδο των Φράγκων στην Ιταλία, από τα τέλη του 8ου αιώνα, οι Βυζαντινοί αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν και τυπικά την αυτονομία της Βενετίας. Πλέον οι Δόγηδες, εκλεγμένοι από συνέλευση πολιτών, έφεραν τον τίτλο του Σπαθάριου (από τον 10ο αιώνα του Πρωτοσπαθάριου) και λειτουργούσαν πλέον ως ανεξάρτητοι, σύμμαχοι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Το σύγγραμμα της φωτογραφίας αποτελεί εκτεταμένη εισαγωγή στην κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική ιστορία της Βενετίας και της Βενετικής Αυτοκρατορίας. Χρονικά καλύπτει την περίοδο από τον 11ο αιώνα, όταν τίθενται τα θεμέλια της εμπορικής και ναυτιλιακής ανάπτυξης και αποικιακής επέκτασης της Βενετίας, έως τον 18ο αιώνα, όταν το βενετικό κράτος καταλύεται από τα ναπολεόντεια στρατεύματα. Καλύπτει την πορεία ενός μεσαιωνικού αστικού κέντρου που σταδιακά εξελίχθηκε σε ναυτική αυτοκρατορική υπερδύναμη, και αφετέρου στη συγκρότηση της Βενετικής Αυτοκρατορίας στην ιταλική ενδοχώρα, τη Δαλματία και την Ανατολική Μεσόγειο.
Ενετική κυριαρχία στην ανατολική Μεσόγειο. Η Βασιλεύουσα και η Serenissima. (“Venezia quasi alterum Byzantium”).
Η επαναδραστηριοποίηση των Βυζαντινών στη Δύση, από τον 10ο αιώνα αναβάθμισε τη σημασία της Βενετίας, η οποία ανέλαβε σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση της πειρατικής δράσης των Σαρακηνών. Για να εξασφαλιστεί η σταθερή πρόσδεση της Βενετίας στο Βυζάντιο άρχισαν να της παραχωρούνται διάφορα προνόμια. Εν τέλει ο Βασίλειος Β' Βουλγαροκτόνος απήλλαξε τους Βενετούς από κάποιους φόρους και τους έθεσε στη δικαιοδοσία του Λογοθέτη του Δρόμου. Χάρη σε αυτά τα προνόμια κατά τον 11ο αιώνα η Βενετία αναδείχτηκε σε ναυτική και εμπορική υπερδύναμη, εκτοπίζοντας τις άλλες ιταλικές ναυτικές δημοκρατίες.
Η Βυζαντινή κυριαρχία στην κεντρική και βόρεια Ιταλία τερματίστηκε αργότερα, κυρίως με την κατάκτηση του Εξαρχάτου της Ραβέννας, το 751, από τον Αϊστούλφο, τον Λομβαρδό ηγεμόνα, που κατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος του Εξαρχάτου της Ραβέννας, αφήνοντας τη Βενετία ως ένα μοναχικό και όλο και περισσότερο αυτόνομο Βυζαντινό προπύργιο. Την περίοδο αυτή η έδρα του τοπικού Βυζαντινού κυβερνήτη («δούκα», αργότερα «δόγη») βρισκόταν στο Μαλαμόκο. Η αποίκηση των νησιών στη λιμνοθάλασσα πιθανόν αυξανόταν σε αντιστοιχία με τη λομβαρδική κατάκτηση των Βυζαντινών εδαφών, καθώς πρόσφυγες αναζητούσαν άσυλο στην πόλη της λιμνοθάλασσας. Το 775/776 δημιουργήθηκε η επισκοπική έδρα του Ολίβολο (Ηλίπολις). Επί δούκα Ανιέλο Παρτετσιπάτσιο (811–827) η έδρα των δουκών μετακινήθηκε από το Μαλαμόκο στο καλά προστατευμένο Ριάλτο, στη σημερινή δηλαδή θέση της Βενετίας. Στη συνέχεια χτίστηκαν εκεί το μοναστήρι του Αγίου Ζαχαρία,το πρώτο Παλάτι των Δόγηδων και η βασιλική του Αγίου Μάρκου, καθώς και τείχη (civitatis murus) μεταξύ του Oλίβολο και του Ριάλτο. Οι φτερωτοί λέοντες είναι σύμβολο του Αγίου Μάρκου.
Ο Καρλομάγνος ήταν αρχικά εχθρικός προς τη Βενετία και επιδίωκε να υποτάξει την πόλη στην εξουσία του. Έδωσε εντολή στον Πάπα να διώξει τους Βενετούς από την Πεντάπολη κατά μήκος της Αδριατικής ακτής, (από Ρίμινι ως Αγκόνα) ενώ ο ίδιος ο γιος του Καρλομάγνου, Πεπίνος της Ιταλίας, βασιλιάς των Λομβαρδών υπό τις διαταγές του πατέρα του, ξεκίνησε πολιορκία της ίδιας της Βενετίας. Αυτή όμως αποδείχθηκε, τελικώς, μεγάλη αποτυχία. Συγκεκριμένα, η πολιορκία διήρκεσε έξι μήνες, με το στρατό του Πεπίνου να αποδεκατίζεται από τις ασθένειες των ελών της περιοχής και τελικά αναγκάστηκε να αποχωρήσει. Λίγους μήνες αργότερα πέθανε ο ίδιος ο Πεπίνος, καθώς φαίνεται από κάποια αρρώστια που τον μόλυνε εκεί. Στη συνέχεια μια συμφωνία μεταξύ Καρλομάγνου και Νικηφόρου αναγνώριζε τη Βενετία ως Βυζαντινό έδαφος καθώς και τους εμπορικούς σταθμούς της πόλης στις ακτές της Αδριατικής. Το 828 το γόητρο της νέας πόλης μεγάλωσε με την απόκτηση των θεωρουμένων λειψάνων του Αγίου Μάρκου του Ευαγγελιστή από την Αλεξάνδρεια, που τοποθετήθηκαν στη νέα βασιλική. Η πατριαρχική έδρα μεταφέρθηκε επίσης στο Ριάλτο. Το ότι η κοινότητα συνέχιζε να αναπτύσσεται και η Βυζαντινή εξουσία αδυνάτιζε οδήγησε σε μεγαλύτερη αυτονομία και στην τελική ανεξαρτησία.
Από τον 9ο ως το 12ο αιώνα, η Βενετία εξελίχθηκε σε πόλη-κράτος (μία Ιταλική θαλασσοκρατία ή Ναυτική Δημοκρατία (Repubblica Marinara), οι άλλες τρεις όντας η Τζένοα, η Πίζα και το Αμάλφι). Η στρατηγική της θέση στην κορυφή της Αδριατικής κατέστησε τη ναυτική και εμπορική δύναμη της Βενετίας σχεδόν άτρωτη. Με την εξάλειψη των πειρατών κατά μήκος των Δαλματικών ακτών η πόλη έγινε ένα ακμάζον εμπορικό κέντρο ανάμεσα στη Δυτική Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο (ιδιαίτερα τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τον Ισλαμικό κόσμο).
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ Το 717 ο Λέων ο Γ΄ ανεβαίνει στο θρόνο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η βασιλεία του έμελλε να σφραγιστεί από δύο σημαντικά γεγονότα. Από τη μία πλευρά στο εξωτερικό συνέβηκε η συντριβή των Αράβων. Έτσι, εκείνοι για αρκετά χρόνια σταμάτησαν να αποτελούν σημαντική απειλή για το Βυζάντιο. Παράλληλα στο εσωτερικό, η έριδα της εικονομαχίας ταλανίζει τους Βυζαντινούς. «Εικονομαχία» είναι το κίνημα που στράφηκε κατά της κατασκευής και λατρείας εικόνων που απεικόνιζαν το Θεό η τους αγίους. Στον αντίποδα της υπήρχε η εικονολατρία. Η διαμάχη αυτή χωρίζεται σε δύο περιόδους από το 727 ή 730 έως το 787 και από το 815 έως το 843. Η πρώτη φάση ξεκίνησε, όταν ο Λέων Γ΄ επέβαλε την κατάργηση των εικόνων και έληξε με τη σύγκληση της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, η οποία δικαίωσε θεολογικά τους εικονόφιλους. Η δεύτερη φάση ξεκίνησε, όταν κατά τους χρόνους του Λέοντα Ε΄ αναζωπυρώθηκε το κίνημα της εικονομαχίας μέχρι το 843 που η αυτοκράτειρα Θεοδώρα το καταδίκασε τελειωτικά και συγχρόνως αναστήλωσε τις εικόνες στις Εκκλησίες. Αδιαμφισβήτητο πάντως γεγονός ήταν ότι η εικονομαχία δίχασε τον λαό σε δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις τους εικονολάτρες και τους εικονομάχους με οδυνηρές συνέπειες για την εσωτερική ειρήνη της αυτοκρατορίας. Η εικονομαχία ως γεγονός είναι δύσκολο να αποτιμηθεί αλλά και να φωτιστούν όλες οι πτυχές της λόγω της μη διάσωσης των εικονομαχικών κειμένων και διαταγμάτων. Αντίθετα έχουν διασωθεί έργα με εικονολατρικές αντιλήψεις, τα οποία μας παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για την εικονομαχία και τα επιχειρήματα των εικονοφίλων.
Οι δύο βασικές ιστορικές πηγές της εποχής είναι τα έργα του Θεοφάνους του Χρονογράφου και του πατριάρχη Νικηφόρου. Σημαντική θέση κατέχουν επίσης, κυρίως, για τη θεολογία των εικόνων τα έργα του Ιωάννη του Δαμασκηνού, του Θεόδωρου Στουδίτη[4] αλλά και τα πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου (787). Απλά ερμηνευομένη, η διαμάχη ξεκίνησε από την αντίδραση εναντίον της θρησκοληψίας και των υπερβολών στη λατρεία των αγίων λειψάνων και εικόνων. Στα χρόνια αυτά υπήρχε μεγάλη έξαρση του μοναχισμού. Χιλιάδες νέοι άνθρωποι κατέφυγαν στα μοναστήρια για να αποφύγουν την στράτευση η τις άλλες κοινωνικές υποχρεώσεις. Για να ζήσουν πολλοί από αυτούς εκμεταλλεύονταν την αμάθεια του κόσμου με την πώληση λειψάνων αγίων η χρώματος από θαυματουργές εικόνες για θεραπευτικούς σκοπούς κ.λπ. Όλα αυτά αποτέλεσαν την αφορμή και όχι την κύρια αιτία του θεολογικού και λατρευτικού ζητήματος που συντάραξε για σχεδόν δύο αιώνες -8ο και 9ο- τα θεμέλια της αυτοκρατορίας.
Πολλοί ιστορικοί και θεολόγοι, κυρίως από το 19ο έως σήμερα, προσπάθησαν να εξηγήσουν τα βαθύτερα αίτια της εικονομαχίας. Κάποιοι θεώρησαν ότι τα κίνητρα υπήρξαν αποκλειστικά θεολογικά, κάποιοι άλλοι μίλησαν για μία μεταρρύθμιση στην βυζαντινή κοινωνία, ενώ άλλοι αναφέρθηκαν σε κίνητρα οικονομικά και πολιτικά. Σήμερα πολλοί θεωρούν ότι ρίζες της εικονομαχίας υπήρξαν: α) Η προσπάθεια των Ισαύρων να εξουσιάσουν την εκκλησία, και να επωφεληθούν από την περιουσία των μοναστηριών. β) Σε πολιτικά αίτια, αφού οι εικονομάχοι αυτοκράτορες χρησιμοποίησαν την πρόφαση της προσπάθειας να περιστείλουν την ασυδοσία κάποιων μοναχών, στην πραγματικότητα σκοπό είχαν να αποσπάσουν την εκπαίδευση από τα χέρια της Εκκλησίας και να τονώσουν την μοναρχική εξουσία με την απόσπαση του λαού από την επιρροή της Εκκλησίας. γ) Παράλληλα οι κρατούντες ένιωθαν μεγάλο φόβο για την αύξηση της ήδη μεγάλης δύναμης της Εκκλησίας στο λαό λόγω των κοινωφελών ιδρυμάτων της (νοσοκομεία, γηροκομεία κ.α. και τέλος δ) Οι εικονομάχοι ήταν επηρεασμένοι από την αίρεση των μονοφυσιτών, τον ωριγενισμό και από τις μονοθεϊστικές θρησκείες, Ιουδαϊσμό και Μονοθεϊσμό, στις οποίες απαγορευόταν η απεικόνιση της Θεότητας. Ταυτόχρονα την εχθρική στάση απέναντι στις εικόνες καλλιεργήθηκε κυρίως στα χρόνια των Ισαύρων. Αυτοί προσπάθησαν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις, για να πλησιάσουν πολιτικά τους Μωαμεθανούς και τους Ιουδαίους και να τους ενσωματώσουν ευκολότερα στην αυτοκρατορία. Τέλος σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι θεολογικές παρεκκλίσεις μερικών πιστών που λάτρευαν όχι το εικονιζόμενο πρόσωπο αλλά την συγκεκριμένη φορητή εικόνα ως θαυματουργή.
Ο Λέων Γ΄ είχε επηρεασθεί από την πολιτική του χαλίφη Γιαζίντ του Δεύτερου (720-724) σχετικά με την απαγόρευση ανάρτησης εικόνων στις χριστιανικές εκκλησίες του της επικράτειάς του. Επιχείρησε, λοιπόν, να εφαρμόσει κάτι παρόμοιο και στο Βυζάντιο από το 726. Ως δικαιολογία για το συγκεκριμένο εγχείρημα χρησιμοποίησε την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης. Υποστήριξε ότι με τον τρόπο αυτό ο Θεός τιμωρούσε τους Βυζαντινούς για την υποτιθέμενη ασέβειά τους να προσκυνούν τις εικόνες. Μεγάλη αναταραχή προκλήθηκε στους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης, όταν κατόπιν διαταγής του, βασιλικοί άνθρωποι προσπάθησαν να αφαιρέσουν την εικόνα του Χριστού από της μεγάλης Χαλκής Πύλης των ανακτόρων. Η εικόνα αντικαταστάθηκε με τον τρισόλβιο τύπο του σταυρού. Η αντίδραση υπήρξε μεγάλη. Συνέπεια των εικονοκλαστικών γεγονότων ήταν ο τουρμάρχης των Ελλαδικών Αγαλλιανός να εκστρατεύσει κατά της Βασιλεύουσας, χωρίς η εκστρατεία του να έχει αίσιο τέλος. Στη συνέχεια ο αυτοκράτορας εκθρονίζει τον πατριάρχη Γερμανού, μην πετυχαίνοντας να κερδίσει τη συμπαράστασή του. Το 730 νέος πατριάρχης ορίστηκε ο πατριαρχικός σύγκελλος Αναστάσιος. Η αντίδραση των εικονοφίλων άρχισε να παίρνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Ο πάπας Γρηγόριος σε επιστολή του προς τον αυτοκράτορα τον καλούσε να αφήσει την εικονομαχική πολιτική. Ο ίδιος ο πάπας την καταδίκασε σε σύνοδο το 732. Ως απάντηση στη στάση του πάπα, ο Λέων αντέδρασε λαμβάνοντας διάφορα πολιτικά μέτρα, όπως η φυλάκιση των παπικών απεσταλμένων κ.α.Το 741 ο Λέων πέθανε, έχοντας σώσει εξωτερικά την αυτοκρατορία από τους Άραβες, εξανθρωπίσει τους νόμους αλλά και διχάσει στο εσωτερικό με τη στάση του απέναντι στις εικόνες. Τον Ιούνιο του 741 ο νέος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε΄ δέχθηκε επίθεση στα εδάφη του θέματος Οψικίου από τον Αρτάβασδο, κόμητα του Οψικίου και παλαιό συνεργάτη του Λέοντος. Οι δυνάμεις του Αρτάβασδου έτρεψαν σε φυγή τα στρατεύματα του Κωνσταντίνου και εισήλθαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο Αρτάβασδος ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας και αμέσως διέταξε την αναστήλωση των εικόνων. Ύστερα από πολεμικές επιχειρήσεις δύο ετών στα εδάφη της Λυδίας και της Βιθυνίας, ο Κωνσταντίνος ανακατέλαβε την Κωνσταντινούπολη το Νοέμβριο του 743.
Μετά την επικράτηση στον θρόνο του Κωνσταντίνου Ε΄, έγιναν προσπάθειες για τη σύγκληση μίας συνόδου που θα υποστήριζε τις εικονομαχικές θέσεις του αυτοκράτορα. Έτσι το 754 συνήλθε στη Ιέρεια η Σύνοδος, όπου καταδικάστηκε και αναθεματίστηκε η λατρεία των εικόνων με βάση τη χριστολογική διδασκαλία για το αχώριστο και αδιαίρετο των δύο φύσεων του Χριστού. Παράλληλα ο Κωνσταντίνος στράφηκε εναντίον των μοναχών. Οι περισσότεροι έφευγαν από τα μοναστήρια τους καταφεύγοντες στην Ιταλία. Το 775 ο Κωνσταντίνος πέθανε και στο θρόνο ανεβαίνει ο Λέων Δ΄, ο οποίος συνέχισε ηπιότερα την πολιτική του πατέρα του. Φραγμό στην εικονομαχική πολιτική έδωσε ο θάνατος του Λέοντος το 780. Την εξουσία ανέλαβε η εικονόφιλη χήρα του Ειρήνη, επίτροπος και συναυτοκράτειρα του ανήλικου γιου τους Κωνσταντίνου Στ΄ (από πρακτικά της Μονής Βατοπεδίου)
Τον 12ο αιώνα τέθηκαν τα θεμέλια της Βενετικής κυριαρχίας: το Αρσενάλε της Βενετίας (ένα συγκρότημα κρατικών ναυπηγείων και οπλοστασίων) κατασκευάστηκε το 1104 και ο τελευταίος αυταρχικός δόγης, Βιτάλιος Β΄ Μιχαήλ, πέθανε το 1172. Η Δημοκρατία της Βενετίας κατέλαβε αρκετές θέσεις στις ανατολικές ακτές της Αδριατικής πριν το 1200, κυρίως για εμπορικούς λόγους, επειδή οι πειρατές που είχαν τις βάσεις τους εκεί ήταν απειλή για το εμπόριο. Ο Δόγης έφερε επίσης τους τίτλους Δούκας της Δαλματίας και Δούκας της Ιστρίας. Μεταγενέστερες ηπειρωτικές κτήσεις, που εκτείνονταν προς τα δυτικά μέσω της Λίμνης Γκάρντα μέχρι τον Ποταμό Άντα, ήταν γνωστές ως Τεραφέρμα και αποκτήθηκαν εν μέρει ως ανάχωμα έναντι εμπόλεμων γειτόνων, εν μέρει για την προστασία των εμπορικών οδών των Άλπεων και εν μέρει για τη διασφάλιση της προμήθειας από την ενδοχώρα σταριού, από το οποίο η πόλη εξαρτιόταν. Χτίζοντας τη θαλάσσια εμπορική αυτοκρατορία της η Δημοκρατία κυριάρχησε στο εμπόριο αλατιού,[17] απέκτησε τον έλεγχο των περισσότερων νησιών του Αιγαίου, συμπεριλαμβανομένων της Κρήτης και της Κύπρου και έγινε ισχυρός παράγων στην Εγγύς Ανατολή. Για τις συνθήκες της εποχής η Βενετική διοίκηση των ηπειρωτικών εδαφών της ήταν σχετικά φωτισμένη και οι πολίτες πόλεων όπως το Μπέργκαμο, η Μπρέσα και η Βερόνα συσπειρώνονταν στην υπεράσπιση της Βενετικής κυριαρχίας, όταν αυτή απειλείτο από εισβολείς.
Η Βενετία παρέμεινε στενά συνδεδεμένη με την Κωνσταντινούπολη και της παραχωρήθηκαν δυο φορές εμπορικά προνόμια στα εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μέσω των λεγόμενων Χρυσόβουλων, σε αντάλλαγμα της βοήθειας που τής παρείχε ενάντια στις νορμανδικές και τουρκικές εισβολές. Στο πρώτο χρυσόβουλο η Βενετία αναγνώριζε την υποτέλειά της στην Αυτοκρατορία, αλλά όχι και στο δεύτερο, πράγμα που καταδείκνυε την εξασθένηση του Βυζαντίου και την αύξηση της δικής της δύναμης. Η Βενετία έγινε ιμπεριαλιστική δύναμη κατά την Δ΄ Σταυροφορία, όταν, λοξοδρομώντας, κατέληξε το 1204 στην κατάληψη και λεηλασία της Κωνσταντινούπολης και την ίδρυση της Λατινικής Αυτοκρατορίας. Ως αποτέλεσμα αυτής της κατάκτησης σημαντικά Βυζαντινά λάφυρα μεταφέρθηκαν στη Βενετία. Ανάμεσά τους τα επίχρυσα μπρούντζινα άλογα από τον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης, που αρχικά τοποθετήθηκαν πάνω από την είσοδο του καθεδρικού του Αγίου Μάρκου στη Βενετία, αν και τα πρωτότυπα έχουν αντικατασταθεί με αντίγραφα και σήμερα φυλάσσονται εντός της βασιλικής. Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία μοιράστηκε μεταξύ των Λατίνων Σταυροφόρων και των Βενετών. Οι Βενετοί, στη συνέχεια, δημιούργησαν μια σφαίρα επιρροής τους στη Μεσόγειο, γνωστή ως Δουκάτο του Αρχιπελάγους και κατέλαβαν την Κρήτη.
Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης θα αποδεικνυόταν τελικά εξίσου αποφασιστική για την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με την απώλεια των θεμάτων της Μικράς Ασίας μετά τη μάχη στο Μαντζικέρτ (1071). Αν και οι Βυζαντινοί ανέκτησαν τον έλεγχο της κατεστραμμένης πόλης μισό αιώνα αργότερα η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε οριστικά εξασθενήσει και υπήρχε ως σκιά του παλιού της εαυτού, έως ότου ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής καταλάβει την Πόλη το 1453. Ευρισκόμενη στην Αδριατική Θάλασσα, η Βενετία πάντα συναλλασσόταν εμπορικά σε μεγάλη έκταση με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και το Μουσουλμανικό κόσμο. Στα τέλη του 13ου αιώνα, η Βενετία αποτελούσε την πλέον ευημερούσα πόλη σε όλη την Ευρώπη. Στην κορύφωση της δύναμης και του πλούτου της είχε 36.000 ναυτικούς σε 3.300 πλοία, κυριαρχώντας στο Μεσογειακό εμπόριο. Εκείνη την εποχή οι ηγετικές οικογένειες της Βενετίας συναγωνίζονταν να χτίσουν τα πιο μεγαλόπρεπα παλάτια και να υποστηρίξουν το έργο των μεγαλύτερων και πιο ταλαντούχων καλλιτεχνών. Η πόλη διοικείτο από το Μέγα Συμβούλιο, που αποτελείτο από μέλη των ευγενών οικογενειών της Βενετίας. Το Μέγα Συμβούλιο διόριζε όλους τους δημόσιους αξιωματούχους και εξέλεγε μια Γερουσία 200 ως 300 ιδιωτών. Καθώς αυτό το σώμα ήταν πολύ μεγάλο για την αποτελεσματική διοίκηση, το μεγαλύτερο μέρος της διοίκησης της πόλης ασκούνταν από το Συμβούλιο των Δέκα (ονομαζόμενο επίσης Συμβούλιο των Δουκών ή Σινιορία). Ένα μέλος του Μεγάλου Συμβουλίου εκλεγόταν Δόγης, ή δούκας, ο επίσημος αρχηγός της πόλης, που κανονικά κρατούσε τον τίτλο έως τον θάνατό του.
Η κυβερνητική δομή της Βενετίας ήταν εν μέρει παρόμοια με το δημοκρατικό σύστημα της αρχαίας Ρώμης, με έναν εκλεγμένο αρχηγό του εκτελεστικού (τον Δόγη), μια, σαν τη Σύγκλητο, συνέλευση των ευγενών και με μια μάζα πολιτών που είχαν περιορισμένη πολιτική δύναμη, διατηρώντας απλώς την εξουσία να παρέχουν ή να αποσύρουν την έγκρισή τους για την εκλογή κάθε νέου Δόγη. Η εκκλησιαστική και διάφορες ιδιωτικές περιουσίες επιτάσσονταν στην κάλυψη πολεμικών υποχρεώσεων, αν και δεν υπήρχαν φεουδαρχικά δικαιώματα μέσα στην ίδια την πόλη. Οι Καβαλιέρι ντι Σαν Μάρκο ήταν το μοναδικό ιπποτικό τάγμα που συστήθηκε ποτέ στη Βενετία και κανένας πολίτης δεν μπορούσε να ενταχθεί σε ένα ξένο τάγμα χωρίς τη συγκατάθεση της κυβέρνησης. Η Βενετία παρέμεινε αβασίλευτη πολιτεία όλο το διάστημα που ήταν ανεξάρτητο κράτος και τα πολιτικά πράγματα παρέμειναν χωριστά από τα στρατιωτικά, εκτός από την περίπτωση που ο Δόγης ηγείτο προσωπικά του στρατού. Ο πόλεμος θεωρείτο συνέχιση του εμπορίου με άλλα μέσα (από εκεί τόσο η αρχική παραγωγή της πόλης μεγάλων αριθμών μισθοφόρων για υπηρεσία αλλού όσο και αργότερα η εξάρτησή της από ξένους μισθοφόρους, όταν η κυβερνώσα τάξη ήταν απασχολημένη με το εμπόριο). Αρχηγός του Εκτελεστικού ήταν ο Δόγης, που θεωρητικά διατηρούσε το εκλεγμένο αξίωμά του ισόβια. Στην πράξη αρκετοί Δόγηδες εξαναγκάστηκαν, πιεζόμενοι από τους ολιγαρχικούς πατρικίους, να παραιτηθούν από το αξίωμα και να αποσυρθούν σε μοναστήρι, όταν τους καταλογιζόταν πολιτική αποτυχία. Το 1355 ο δόγης Μαρίνο Φαλιέρο καταδικάστηκε σε θάνατο και αποκεφαλίστηκε γιατί προσπάθησε να επιβάλει απολυταρχική εξουσία. Aν και οι κάτοικοι της Βενετίας παρέμεναν γενικά πιστοί Ρωμαιοκαθολικοί, το κράτος της Βενετίας φημιζόταν για την απουσία θρησκευτικού φανατισμού και δεν εκτέλεσε ούτε μια θανατική καταδίκη λόγω θρησκευτικής αίρεσης στη διάρκεια της Αντιμεταρρύθμισης. Αυτή η φανερή έλλειψη ζήλου συνέβαλε στις συχνές συγκρούσεις της Βενετίας με τον Παπισμό. Σ' αυτό το πλαίσιο τα γραπτά του Αγγλικανού Θεολόγου, Ουίλιαμ Μπέντελ, είναι αρκετά διαφωτιστικά. Η Βενετία απειλήθηκε με αφορισμό σε αρκετές περιπτώσεις και δυο φορές υπέστη την επιβολή του. Τη δεύτερη, γνωστότερη, περίπτωση, το 1606 με εντολή του Πάπα Παύλου Ε΄. Η νεοεφευρεθείσα, στη Γερμανία, τυπογραφία διαδόθηκε γρήγορα σε όλη την Ευρώπη το δέκατο πέμπτο αιώνα και η Βενετία έσπευσε να την υιοθετήσει. Το 1482, η Βενετία ήταν η τυπογραφική πρωτεύουσα του κόσμου και ο κύριος τυπογράφος ήταν ο Άλδος Μανούτιος, ο οποίος εφηύρε την ιδέα των χαρτόδετων βιβλίων, που μπορούσαν να μεταφερθούν σε ένα δισάκι. Οι ομώνυμες εκδόσεις του, περιελάμβαναν μεταφράσεις σχεδόν όλων των γνωστών Ελληνικών χειρογράφων της εποχής.
Πριν δυο χρόνια η Γκαλερία ντελ Ακαντέμια, η πινακοθήκη της Βενετίας, έφερε στο φως 200 αριστουργήματα σπουδαίων καλλιτεχνών από τον 16ο έως τον 18ο αιώνα που βρίσκονταν για χρόνια στις αποθήκες. Ο πίνακας του Πιέτρο ντα Κορτόνα "Ο Φαουστίλος δίνει καταφύγιο στον Ρώμο και τον Ρωμύλο" είναι κλασικό παράδειγμα:
Αν και για χρόνια οι τοίχοι της Γκαλερίας είχαν δεκαετίες να βαφούν, οι ρωγμές έχασκαν και υπήρχαν φουσκωμένοι και ξεφλουδισμένοι σοβάδες δίπλα στα αριστουργήματα των Πιέτρο ντα Κορτόνα, Λούκα Τζιορντάνο, Τζιανμπατίστα Τιέπολο και Αντόνιο Κανόβα, τώρα είναι όχι απλώς φρεσκαρισμένη, αλλά και με διπλάσιο εκθεσιακό χώρο (από 5.000 σε 10.000 τ.μ.). Σήμερα η Πινακοθήκη της Ακαδημίας διαθέτει την πλουσιότερη συλλογή έργων ζωγραφικής από τη Βενετία και την ευρύτερη περιοχή του Βένετο, τεκμηριώνοντας την εξέλιξή της από τον 14ο έως τον 18ο αιώνα. Αρχικά δημιουργήθηκε ως συλλογή έργων των σπουδαστών της Ακαδημίας και αύξησε σταδιακά την κληρονομιά της χάρη σε ιδιωτικά κληροδοτήματα. Έναν πρώτο πυρήνα πρώιμης βενετικής ζωγραφικής, με έργα των Πάολο Βενετσιάνο, Λορέντσο Βενετσιάνο και Γιακομπέλο ντελ Φιόρε,χωρίς να παραλείψουμε τους θαυμαστούς κύκλους των ζωγραφικών έργων , όπως ο "Βίος της Αγίας Ούρσουλας" ή τα "Θαύματα του Τίμιου Ξύλου", που αποτελούν χαρακτηριστική πλευρά της βενετικής ζωγραφικής. Καύχημα της Πινακοθήκης αποτελούν επίσης οι συνθέσεις της μεγάλης ενετικής τέχνης του 16ου αιώνα, που εκπροσωπείται από τα αριστουργήματα των Τζορτζόνε, Λορέντσο Λότο, Πάολο Βερονέζε, Τιντορέτο και Τιτσιάνο.
LORENZO VENEZIANO
GIOVANNI BELLINI
GIOVANNI BELLINI
CARPACCIO, Το όραμα του Αγίου Αυγουστίνου
CARPACCIO, Το κήρυγμα του Αγίου Αντωνίου
CIMA DA CONEGLIANO, Αποκαθήλωση του Ιησού
PORDENONE, Παρθένα της Φιλευσπλαχνίας
MANTEGNA, Άγιος Γεώργιος
GIAMBELLINO, Madonna
Ίσως το σημαντικότερο έργο τέχνης της Accademia: Η ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ του Τζιορτζιόνε.
BORDONE
TIZIANO, Pieta
TINTORETTO, Τα θαύματα του Αγίου Μάρκου
VERONEZE, Δείπνο στο σπίτι του Λέβι
PORDENONE, ο Άγιος Λαυρέντιος Τζιουστινιάνι ανάμεσα σε αγίους
BARTOLOMEO VIVARINI, Παρθένος με βρέφος
PIAZZETTA
GIAMBATTISTA TIEPOLO
FRANCESCO GUARDI
Kaι ο ζωγράφος των καναλιών: ο ΚΑΝΑΛΛΕΤΟ!
Η Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας , που οφείλει το όνομα της στον προστάτη άγιο της πόλης Μάρκο, θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες δημόσιες βιβλιοθήκες της Ιταλίας και είναι περίφημη για την συλλογή ελληνικών και λατινικών χειρογράφων που κατέχει. Βρίσκεται εγκατεστημένη σε ένα από τα ομορφότερα αναγεννησιακά κτήρια της πλατείας Αγίου Μάρκου. Το Σάββατο, 17 Σεπτεμβρίου 2016, το Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη» εγκαινίασε στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας την έκθεση «Οι ελληνικές εκδόσεις του Άλδου Μανούτιου και οι Έλληνες συνεργάτες του (π.1494 – 1515). Η έκθεση έληξε φέτος τον Οκτώβριο (πριν ένα μήνα). Η εκδήλωση, που φιλοξενήθηκε στην ιστορική Sala Sansovino της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης, άνοιξε με χαιρετισμό από τον διευθυντή της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης Δρ. MaurizioMessina, τον πρώην Υπουργό Παιδείας κύριο Νίκο Φίλη και τον Πρόεδρο του «Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδη» κύριο Πάνο Λασκαρίδη. Έγιναν επιστημονικές εισηγήσεις από τον Δρ. Niccolò Zorzi, Βυζαντινολόγο στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας, τη Δρ. Αθηνά Γεωργαντά, καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας, τον επιμελητή της έκθεσης κύριο Κωνσταντίνο Στάικο, αρχιτέκτονα και ιστορικό του βιβλίου, και τη Δρ. Elisabetta Sciarra, εκπρόσωπο της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης, οι οποίοι μίλησαν για τον βίο του Άλδου, τις εκδόσεις του και τη σημασία τους για τη διάδοση των κλασικών και ειδικά των ελληνικών γραμμάτων στην Ιταλία της Αναγέννησης.
Η έκθεση, την οποία επιμελήθηκε ο Κωνσταντίνος Σπ. Στάικος, παρουσιάζει τις ελληνικές εκδόσεις που τυπώθηκαν από τον Άλδο Μανούτιο στη διάρκεια της ζωής του. Τα έργα προέρχονται κατά κύριο λόγο από την πλούσια συλλογή των ελληνικών Αλδινών εκδόσεων της Ιστορικής Βιβλιοθήκης του «Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδη» και συμπληρώνονται με εκδόσεις από τη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη καθώς και τη Βιβλιοθήκη του Κοινωφελούς Ιδρύματος Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης. Ο κατάλογος της έκθεσης από τον Κωνσταντίνο Στάικο, με εισαγωγή του Στέφανου Κακλαμάνη, κυκλοφορεί στην ιταλική, ελληνική και αγγλική γλώσσα.
Το 1453 έγινε η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς Τούρκους και πολλοί Έλληνες λόγιοι που είχαν ιδρύσει σχολεία στις ακτές του Βοσπόρου κατέφυγαν στην Ιταλία. Η Βενετία έγινε το καινούριο κέντρο των κλασικών γραμμμάτων. Περίπου σαράντα χρόνια αργότερα, ο Ιταλός ανθρωπιστής Άλδος Μανούτιος, που δίδασκε λατινικά και ελληνικά σε λαμπρούς μαθητές όπως ο Πίκο ντε λα Μιράντολα, δυσκολευόταν να διδάξει χωρίς λόγιες εκδόσεις των κλασικών συγγραμμάτων σε πρακτικό σχήμα, κι έτσι αποφάσισε να μάθει την τέχνη του tipografiaΓκούτενμπεργκ και να ιδρύσει ένα δικό του τυπογραφείο, όπου θα μπορούσε να φτιάχνει βιβλία όπως τα χρειαζόταν για τη διδασκαλία του. Ο Άλδος επέλεξε να ιδρύσει το πιεστήριό του στη Βενετία προκειμένου να εκμεταλλευθεί την εκεί παρουσία των εκδιωγμένων λογίων εξ Ανατολής· κατά πάσα πιθανότητα προσέλαβε ως διορθωτές και στοιχειοθέτες και άλλους εξορίστους, όπως Κρήτες πρόσφυγες που στο παρελθόν ήταν γραφείς.
Το 1494 ο Άλδος ξεκίνησε το φιλόδοξο τυπογραφικό εγχείρημά του, που έμελλε να δημιουργήσει μερικά από τα ομορφότερα βιβλία στην ιστορία της τυπογραφίας: κατ’ αρχάς στα ελληνικά —Σοφοκλής, Αριστοτέλης, Πλάτωνας, Θουκυδίδης— και κατόπιν στα λατινικά — Βιργίλιος, Οράτιος, Οβίδιος. Κατά την άποψη του Άλδου, όλοι οι λαμπροί συγγραφείς έπρεπε να διαβάζονται «χωρίς μεσάζοντες» — στην πρωτότυπη γλώσσα και ως επί το πλείστον χωρίς σχολιασμούς ή υπομνηματισμούς· προκειμένου δε ο αναγνώστης να μπορεί να «συνδιαλλαγεί ελεύθερα με τους ένδοξους νεκρούς», εξέδωσε βιβλία γραμματικής και λεξικά παράλληλα με τα κλασικά συγγράμματα. Όχι μόνο προσέλαβε στην υπηρεσία του ντόπιους ειδικούς, αλλά προσκάλεσε και επιφανείς ανθρωπιστές απ’ όλη την Ευρώπη —συμπεριλαμβανομένων και διαπρεπών προσωπικοτήτων όπως ήταν ο Έρασμος από το Ρότερνταμ— να μείνουν μαζί του στη Βενετία. Μία φορά τη μέρα όλοι αυτοί οι λόγιοι συγκεντρώνονταν στο σπίτι του Άλδου για να συζητήσουν ποιους τίτλους θα τύπωναν και ποια χειρόγραφα θα χρησιμοποιούσαν ως αξιόπιστες πηγές, εξετάζοντας προσεκτικά τα κλασικά συγγράμματα που είχαν συλλεχθεί κατά τους προηγούμενους αιώνες. «Οι image1μεσαιωνικοί ανθρωπιστές συσσώρευαν», σημειώνει ο ιστορικός Άντονι Γκράφτον, «ενώ οι ανθρωπιστές της Αναγέννησης διέκριναν». Ο Άλδος διέκρινε με μάτι αλάθητο. Στον κατάλογο των κλασικών συγγραφέων πρόσθεσε και τα έργα των μεγάλων Ιταλών ποιητών Δάντη και Πετράρχη, μεταξύ άλλων.
Καθώς οι ιδιωτικές βιβλιοθήκες αναπτύσσονταν, οι αναγνώστες άρχισαν να θεωρούν τους μεγάλους τόμους όχι μόνο δύσχρηστους στο χειρισμό και προβληματικούς στη μεταφορά, αλλά και άβολους στην αποθήκευση. Το 1501, γεμάτος αυτοπεποίθηση από την επιτυχία των πρώτων εκδόσεων, ο Άλδος ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις του αναγνωστικού κοινού και εξέδωσε μια σειρά βιβλίων τσέπης σε σχήμα όγδοο —το μισό του τετάρτου— που ηταν όλα κομψότατα τυπωμένα και περισπούδαστα επιμελημένα. Για να διατηρήσει το κόστος παραγωγής χαμηλό αποφάσισε να τυπώνει χίλια αντίτυπα τη φορά και, προκειμένου να χρησιμοποιείται η σελίδα πιο οικονομικά, εισήγαγε μια νεοσχεδιασμένη γραμματοσειρά, τα «κυρτά», που έφτιαξε ο Φραντσέσκο Γκρίφο, ένας χαράκτης από την Μπολόνια, ο οποiος σχεδίασε και τα πρώτα όρθια στοιχεία, στα οποία τα κεφαλαία ήταν κοντύτερα από τα ανωφερή (πλήρους ύψους) πεζά γράμματα, ώστε να εξασφαλίσει πιο ισορροπημένες αράδες. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το βιβλίο είχε πολύ απλούστερη εμφάνιση από τις περίτεχνες χειρόγραφες εκδόσεις που ήταν τόσο δημοφιλείς στον Μεσαίωνα· ήταν ένα βιβλίο κομψό και απέριττο. Αυτό που προπαντός μετρούσε, για τον ιδιοκτήτη ενός βιβλίου τσέπης από το τυπογραφείο του Άλδου Μανούτιου, ήταν το κείμενο, ευανάγνωστο και τυπωμένο με γνώση ─όχι ένα βαρύτιμα διακοσμημένο κομψοτέχνημα. Απόδειξη του πόσο δημοφιλή ήταν βρίσκεται στον τιμοκατάλογο με τις πόρνες της Βενετίας, του 1536, μια λίστα με τις καλύτερες και χειρότερες εκδιδόμενες γυναίκες της πόλης, ο οποίος προειδοποιεί τους ταξιδιώτες να μην επισκεφθούν κάποια Λουκρητία Σκουάρτσια, «που προσποιείται ότι λατρεύει την ποίηση και κουβαλά μαζί της μια έκδοση τσέπης του Πετράρχη, μια του Βιργίλιου και μερικές φορές ακόμα και του Ομήρου». Η γεμάτη χαρά κυρτή γραμματοσειρά του Γκρίφο (η οποία πρωτοχρησιμοποιήθηκε σε μια ξυλογραφία που κοσμούσε μια συλλογή επιστολών της Αγίας Αικατερίνης της Σιένα τυπωμένης το 1500) προσέλκυε την προσοχή του αναγνώστη στη λεπτή σχέση μεταξύ των χαρακτήρων· σύμφωνα με το σύγχρονο Άγγλο κριτικό σερ Φράνσις Μέινελ, τα κυρτά επιβράδυναν το ρυθμό ανάγνωσης, «βοηθώντας το μάτι να απορροφήσει το κάλλος του κειμένου».
Αφού τούτα τα βιβλία ήταν φθηνότερα από τα χειρόγραφα, ειδικά από τα διακοσμημένα, και αφού μπορούσε κανείς να αγοράσει μια ολόιδια έκδοση σε περίπτωση που ένα αντίτυπο χανόταν ή καταστρεφόταν, τα βιβλία κατέληξαν να γίνουν για πολλούς αναγνώστες λιγότερο σύμβολα πλούτου και περισσότερο σύμβολα διανοητικής αριστοκρατίας και απαραίτητα εργαλεία μελέτης. Τόσο στις μέρες της αρχαίας Ρώμης όσο και στον πρώιμο Μεσαίωνα, οι βιβλιοπώλες και οι χαρτοπώλες παρήγαν βιβλία ως εμπόρευμα προς πώληση, αλλά το κόστος και ο ρυθμός παραγωγής δημιουργούσε στους αναγνώστες μια αίσθηση προνομιακής θέσης, αφού είχαν στην κατοχή τους κάτι το μοναδικό. Μετά τον Γκούτενμπεργκ και για πρώτη φορά στην ιστορία, εκατοντάδες αναγνώστες κατείχαν ολόιδια αντίτυπα του αυτού βιβλίου, έτσι που (μέχρι ο αναγνώστης να βάλει σ’ ένα βιβλίο προσωπικά σημάδια και να του δημιουργήσει μια προσωπική ιστορία) το βιβλίο που διάβαζε κάποιος στη Μαδρίτη ήταν το ίδιο με το βιβλίο που διάβαζε κάποιος στο Μονπελιέ. Τόσο πετυχημένη ήταν η επιχείρηση του Άλδου, που οι εκδόσεις του γρήγορα αντιγράφηκαν σε όλη την Ευρώπη: στη Γαλλία από τον Γκρίφιους στη Λιόν, καθώς και από τον Κολίν και τον Ρομπέρ Ετιέν στο Παρίσι, και στις Κάτω Χώρες από τον Πλαντέν στην Αμβέρσα και τον Ελζεβίρ στο Λέιντεν, στη Χάγη, στην Ουτρέχτη και στο Άμστερνταμ. Σαν πέθανε ο Άλδος το 1515, οι ανθρωπιστές που παρευρέθησαν στην κηδεία του τοποθέτησαν γύρω από το φέρετρό του, σαν πολυμαθείς φρουρούς, τα βιβλία που με τόση αγάπη είχε επιλέξει να εκδώσει.
Η παρακμή της Βενετίας ξεκίνησε κατά τον 15ο αιώνα, όταν η πόλη, πρώτα, έκανε μια ανεπιτυχή προσπάθεια να διατηρήσει στην κατοχή της την Θεσσαλονίκη. Έστειλε, επίσης, πλοία να συνδράμουν στην άμυνα της Κωνσταντινούπολης εναντίον των Οθωμανών πολιορκητών (1453). Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τον Σουλτάνο Μωάμεθ Β΄, ο τελευταίος κήρυξε τον πόλεμο στη Βενετία. Ο πόλεμος αυτός διήρκεσε τριάντα χρόνια και στοίχισε στη Βενετία τις περισσότερες κτήσεις της στην Ανατολική Μεσόγειο. Στη συνέχεια, ο Χριστόφορος Κολόμβος ανακάλυψε το Νέο Κόσμο και οι Πορτογάλοι ανακάλυψαν μία θαλάσσια οδό προς την Ινδία, εξαλείφοντας έτσι το μονοπώλιο του χερσαίου δρόμου της Βενετίας. Η Γαλλία, η Αγγλία και η Ολλανδία τους ακολούθησαν. Τα κωπήλατα πλοία της Βενετίας μειονεκτούσαν όταν έπρεπε να διασχίσουν τους μεγάλους ωκεανούς και έτσι η Βενετία έμεινε πίσω στον αγώνα για δημιουργία αποικιών. Η Μαύρη Πανώλη ερήμωσε τη Βενετία το 1348 και μια ακόμη φορά, μεταξύ 1575 και 1577. Σε διάστημα τριών ετών, σκότωσε περίπου 50.000 ανθρώπους. Το 1630, η πανώλη σκότωσε το ένα τρίτο των 150.000 πολιτών της Βενετίας. Δύο συλλογικές εργασίες μαθητών μας αφορούν το σημαντικό αυτό επιδημιολογικό (και ως εκ τούτου κοινωνικοπολιτικό) ζήτημα που καθόρισε την ευρωπαϊκή ιστορία.
Η Βενετία άρχισε να χάνει τη θέση της ως κέντρου διεθνούς εμπορίου το τελευταίο διάστημα της Αναγέννησης, καθώς η Πορτογαλία έγινε ο κύριος μεσολαβητής της Ευρώπης, στο εμπόριο με την Άπω Ανατολή, πλήττοντας τα θεμέλια του μεγάλου πλούτου της Βενετίας, ενώ η Γαλλία και η Ισπανία πολέμησαν για την ηγεμονία επί της Ιταλίας κατά τους Ιταλικούς Πολέμους (1494–1559), περιθωριοποιώντας, έτσι, την πολιτική της επιρροή. Παρά ταύτα, η Βενετική αυτοκρατορία ήταν μεγάλος εξαγωγέας αγροτικών προϊόντων και, μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα, σημαντικό βιομηχανικό κέντρο.
Η συμβολή της ελληνικής αρχιτεκτονικής στη διαμόρφωση της πόλης της Βενετίας
H Βενετία, η πόλη που "από την ουτοπία έγινε πραγματικότητα", κατάφερε μέσα από την επιδίωξη για την επιβεβαίωση, αφενός της θρησκευτικής της πίστης, αφετέρου της αστικής της ταυτότητας, να διαμορφωθεί σε ένα ανεπα­νάληπτο αρχιτεκτονικό και πολεοδομικό σύνολο, το οποίο έμεινε σχεδόν αμετάβλητο από τον 15ο μέχρι τον 18ο αιώνα. Η παρουσία εθνικών μειονοτήτων και ειδικό­τερα της ελληνικής κοινότητας Βενετίας επηρέασε την αρχιτεκτονική και όλες τις τέχνες, έτσι ώστε μερικές φορές δεν είναι τόσο εύκολα αναγνωρίσι­μες οι ξένες επιρροές σε ένα χώρο που επεδίωκε να διατηρήσει την δική του φυσιογνωμία. H Βενετία, δέχθηκε τις ξένες επιρροές για να τις αναμορφώ­σει σε δικές της καλλιτεχνικές και αρχιτεκτονικές εκφράσεις και αποδέχθηκε το ξένο, μόνον αφού το έκανε δικό της. Η ταυτότητα της ελληνικής αδελφότητας Βενε­τίας στην αρχιτεκτονική και στην πολεοδομία (14ος -16ος αιώνας) δεν μπορεί παρά να ταυτιστεί με την ιστορία και οργάνωση των θεσμών που δρα­στηριοποιήθηκαν στον χώρο της, με την πολιτική και αστική της συνείδηση και με τον απεριόριστο αριθμό σχέσεων και συμπτώσεων που διαδραμα­τίστηκαν μέσα στον χώρο της ή έξω από αυτόν. Οι βυζαντινές επιρροές, ήταν σαφείς από τον 11ο-13ο αιώνα στην αρχιτεκτονική των αστικών κατοικιών (Casa-fondaco) κατά μήκος του Μεγάλου Καναλιού (Canal Grande). Η επίδραση που είχε η βυζαντινή τέχνη και αρχιτεκτονική στη Βενετία είναι σαφής στα συντακτικά στοιχεία, στο αρχιτεκτονικό λεξιλό­γιο και στις επιτείχιες διακοσμήσεις της βασιλικής του Αγίου Μάρκου (9ος-13ος αιώνας), όπου προ­σκλήθηκαν και συμμετείχαν βυζαντινοί τεχνίτες και αρχιτέκτονες. Ο ναός του Αγίου Μάρκου αποτέλεσε, άλλωστε, ένα από τα πρότυπα των ναών της πρώ­της αναγέννησης της Βενετίας (τέλη 15ου - αρχές 16ου αιώνα) . Ο γνωστός αρχιτέκτων και λόγιος της πρώτης Αναγέννησης στην Ιταλία, Leon Battista Alberti, (1404-1472), πρότεινε μία άποψη για την κριτική της τέχνης, συγγενική με τη θεωρία του νεοπλατω­νισμού στο β΄μισό του 15ου αιώνα, επηρεασμένη από τον βυζαντινό λόγιο Εμμανουήλ Χρυσολωρά, ο οποίος δίδαξε πολλούς Ιταλούς ανθρωπιστές: "Στα αγάλματα και στη ζωγραφική δεν θαυμάζουμε τόσο την ομορφιά των σωμάτων, αλλά περισσότερο το πνεύμα των καλλιτεχνών. Αυτό το πνεύμα σαν κερί πολύ καλά πλασμένο, δημιούργησε με πέτρα και με ξύλο, με μπρούτζο και με χρώματα, μία εικόνα που έπλασε ο καλλιτέχνης με τον νου του" “. Οι Έλληνες της Βενετίας πολλαπλασιάστηκαν μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης και κατά τον 15ο και 16ο αιώνα, συνεισέφεραν σημαντικά στην Αρχιτεκτονική, τη Χαρτογραφία, τη μελέτη των Μαθηματικών, την Φιλοσοφία, τη Ναυπηγι­κή και στην αύξηση μετάδοσης της γνώσης, χάρη στην τυπογραφία.
Στο δικό τους αρχιτεκτονικό και πολεοδομικό σύνολο της πλατείας των Ελλήνων (16ος-17ος αιώνας, Campo dei Greci) είναι εμφανής ο συσχετισμός των επιλογών τους με την πολιτική, με ιστορικά γεγο­νότα, με τη θρησκεία και με τον τρόπο σκέψης. Ορισμένες από τις αναλογίες, που συναντώνται στη χάραξη της όψης του ναού του Αγίου Γεωρ­γίου των Ελλήνων, παραπέμπουν στις αρμονικές αναλογίες της πυθαγόρειας κλίμακας, όπως είχαν ανακαλυφθεί εκ νέου και είχαν χρησιμοποιηθεί σε άλλα κτίρια της αναγέννησης στη Βενετία.
Οι επιλογές γνωστών αρχιτεκτόνων της ανα­γέννησης και του Μπαρόκ, ως υπευθύνων της μελέτης και της επίβλεψης των έργων στην πλα­τεία των Ελλήνων υποδεικνύουν ένα πυκνό πλέγ­μα σχέσεων των Ελλήνων με τις ενετικές αρχές και με τις άλλες αδελφότητες, όπου αυτοί δραστηριο­ποιούντο. Η διασπορά της κατοίκησης των Ελλήνων στην πόλη και η συμμετοχή τους σε έργα επώ­νυμης αρχιτεκτονικής, ναούς, κοινωφελή έργα και έργα απλής κατοίκησης επιβεβαιώνει τη μοναδικότητα της αυλής των Ελλήνων ως χώρου εκπροσώπησης της ελληνικής αδελφότητας και αφετέρου επιβεβαιώνει την ταυτότητά τους στην αρχιτεκτονική και στην πολεοδομία στο σύνολο της πόλης.
Η έρευνα στις πηγές των Αρχείων της Ελληνικής Αδελφότητας Βενετίας, του Κρατικού Αρχείου Βενετίας, στο αρχείο του Μουσείου Correr, της Μαρκιανής βιβλιοθήκης, στα αρχεία θρησκευτικών Κοινοτήτων πολλές φορές αδημοσίευτων ανέδειξε μία κοινότητα που εκφραζόταν με τους δικούς της τρόπους στον επιφυλακτικό σε κάθε τι το νέο στον χώρο της Βενετίας.
Αρχιτεκτονική «επανάσταση προς τα κάτω» στη Βενετία
Μια από τις ελληνικές προτάσεις για την Μπιενάλλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας
Η συλλογή έργων σύγχρονης τέχνης στην οικία της Πέγκυ Γκούγκενχαϊμ https://youtu.be/y1XJi2z4WRs
Το Μουσείο "Peggy Guggenheim Collection", στο Palazzo Venier dei Leoni (πλάι στο Grand Canal της Βενετίας) εκθέτει την προσωπική συλλογή της αμερικανίδας συλλέκτριας Peggy Guggenheim, με έργα σημαντικών καλλιτεχνών του 20ου αι. Πρόκειται για αριστουργήματα του κυβισμού, του φουτουρισμού, της μεταφυσικής ζωγραφικής και του ευρωπαϊκού "αφαιρετισμού" και ειδικότερα των: Πάμπλο Πικάσο "Ο ποιητής στην ακρογιαλιά" (il poeta sulla spiaggia)
Ζώρζ Μπρακ "Κλαρινέτο και μποτίλια με ρούμι σε δρομάκι"(Clarinette et bouteille de rhum sur une cheminée)
Μαρσέλ Ντυσάν "Νέος άντρας λυπημένος μέσα σε τραίνο" (Jeune homme triste dans un train)
Κονσταντίν Μπρανκούζι (Maiastra)
Τζίνο Σεβερίνι "Η θάλασσα είναι μια μπαλαρίνα" (Mare=Ballerina)
Φράνσις Πικαμπιά "Πολύ σπάνιος πίνακας πάνω στη γη" (Très rare tableau sur la terre)
Τζόρτζιο ντε Κίρικο,"Ο κόκκινος πύργος' ( La torre rossa)
Giorgio de Chirico, "Η νοσταλγία του ποιητή" ( La nostalgia del poeta)
Πητ Μοντριάν "Σύνθεση νούμερο ένα σε γκρι και κόκκινο"(Composition No. 1 with Grey and Red 1938)
Βασίλι Καντίνσκι "Τοπίο με κόκκινες κηλίδες, νούμερο δύο" (Landschaft mit roten Flecken, Nr. 2)
Zουάν Μιρό "Γυναίκα που κάθεται, νούμερο ένα" (Femme assise I)
Αλμπέρτο Τζιακομέτι "Γυναίκα που περπατά"(Donna che cammina)
Πάουλ Κλέε "O μαγικός κήπος"(Zaubergarten)
Μαξ Ερνστ "Το φιλί" (Le baiser)
Ρενέ Μαγκρίτ "Η αυτοκρατορία των Φώτων" ( L'Empire des lumières)
Σαλβαδόρ Νταλί " Η γέννηση των υγρών πόθων" (La Naissance des désirs liquides)
Τζάκσον Πόλοκ " Η Γυναίκα του Φεγγαριού" (The Moon Woman)
Αλεξάντερ Κάλντερ "Αψίδα από πέταλα" (Arc of Petals)
και Μαρίνο Μαρίνι " Ο άγγελος της πόλης" (L'angelo della città)
Το Μουσείο φιλοξενεί επίσης έργα τα οποία παραχωρήθηκαν από το Ίδρυμα Solomon R. Guggenhei και έργα των ιδιωτικών συλλογών "Hannelore B. & Rudolph B. Schulhof" και "Gianni Mattioli". Υπάρχουν μόνο τρία μουσεία της Πέγκυ Γκούγκενχάιμ: ένα στη Νέα Υόρκη, ένα στο Μπιλμπάο, και αυτό στη Βενετία.
http://www.guggenheim-venice.it/default.html