Πέμπτη 3 Αυγούστου 2017

ΜΙΑ ΠΕΡΙΕΡΓΗ ΜΠΙΕΝΝΑΛΕ, άρθρο της lifo

Συμβαίνουν φέτος περίεργα πράγματα που απαιτούν παρακολούθηση και αποκωδικοποίηση. Η αλήθεια είναι, βέβαια, ότι στη Βενετία συμβαίνουν πάντα μόνο περίεργα πράγματα, τόσο στο πλαίσιο της Μπιενάλε Τέχνης όσο και γενικότερα. Τα εξηγεί περίφημα όλα αυτά ο Ρώσος ποιητής Γιόζεφ Μπρόντσκι στη μία και μοναδική νουβέλα που έγραψε ποτέ με τίτλο «Υδατογράφημα» και «θέμα» τη Βενετία, όπου λέει ότι «το παραστράτημα σ' αυτή την πόλη είναι αυτονόητο και μιμείται το νερό». Και το νερό, που φουσκώνει και ξεφουσκώνει στη Βενετία, δημιουργεί έναν απέραντο καθρέφτη στον οποίο σχηματίζεται το είδωλο του χρόνου, διατείνεται ο Μπρόντσκι, ο οποίος βραβεύτηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1987 και είχε πάθος με τη Γαληνοτάτη, που για να το ικανοποιήσει κατέληξε να περάσει εκεί αθροιστικά 17 χειμώνες κατά τη σύντομη ζωή του, μετά την εξορία του από τη Σοβιετική Ένωση. Εν κατακλείδι, θα μπορούσε να προωθήσει κάποιος τη σκέψη του κι έτσι να παραδεχτεί ότι το «παραστράτημα» στη Βενετία ακολουθεί το πνεύμα των καιρών και ως εκ τούτου μας το αποκαλύπτει. Η 57η Διεθνής Έκθεση Τέχνης που οργανώνει η Μπιενάλε της Βενετίας (ξεκίνησε στις αρχές Μαΐου και θα διαρκέσει μέχρι τις 26 Νοεμβρίου) έχει τίτλο «Viva Arte Viva» – «Ζήτω η Τέχνη Ζήτω» θα ήταν μια πρόχειρη και απλή απόδοσή του στα ελληνικά. Σ' αυτήν παρουσιάζουν έργα τους 120 καλλιτέχνες από 51 χώρες και από αυτούς οι 103 (μεταξύ των οποίων και ο Έλληνας Γιώργος Σαπουντζής) συμμετέχουν για πρώτη φορά στην Μπιενάλε. Πρόκειται για την κύρια διοργάνωση της Μπιενάλε και αυτή είναι που κατά παράδοση «πλαισιώνεται» από τις ανεξάρτητες εθνικές συμμετοχές, οι οποίες παρουσιάζονται στα περίφημα Περίπτερα και φέτος φτάνουν τις 86, ακολουθώντας τη σταθερά αυξητική τάση τους από τη μία διοργάνωση στην άλλη (οι τρεις χώρες που συμμετέχουν φέτος για πρώτη φορά είναι οι: Αντίγκουα και Μπαρμπούντα, Κιριμπάτι και Νιγηρία). Είναι και ο Ντάμιεν ένα είδος «μονομάχου» στην αρένα των θεαμάτων. Και, τηρουμένων των αναλογιών, θυμίζει τον Ντάνο που τόσο αγαπήθηκε στο τηλεοπτικό «Survivor». Η διαφορά είναι ότι αντί να θέλει να δελεάσει με πρωτόγονα «πιτάκια», επιδιώκει να στήσει ένα άλλο προφίλ «βλαχο-ρωμαϊκού transformer» με πανάκριβα και εντυπωσιακά μπρούντζινα γλυπτά. Ένας από τους βασικότερους λόγους για τους οποίους η Μπιενάλε Τέχνης της Βενετίας έχει τόσο μεγάλη αίγλη είναι το ότι αποτελεί μια έκθεση ερευνητική που αναζητά και ανιχνεύει το τώρα της Τέχνης και τα αίτιά του. Ο στόχος της είναι να πυροδοτήσει έναν διάλογο μεταξύ καλλιτεχνών αλλά και μεταξύ καλλιτεχνών και κοινού. Αν για κάποιον λόγο δεν τον πετύχει αυτό, τότε δεν έχει λόγο ύπαρξης. Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, η «Viva Arte Viva» είναι μια έκθεση έκφρασης ενθουσιασμού και ευχαριστιών για την ύπαρξη της Τέχνης της ίδιας και των καλλιτεχνών, επειδή οι κόσμοι τους διευρύνουν την οπτική μας και κατ' επέκταση τις προοπτικές μας. Κατά συνέπεια, διευρύνουν και το φάσμα της ύπαρξής μας.
Επίτροπος της φετινής Μπιενάλε της Βενετίας και εμπνεύστρια της έκθεσης είναι η Κριστίν Μασέλ, η οποία είναι μεν διευθύντρια του τμήματος συντήρησης έργων στο Κέντρο Ζορζ Πομπιντού στο Παρίσι (Μπομπούρ για τους φίλους), αλλά από το έτος 2000 και μετά έχει φανερώσει μια ιδιαίτερη κλίση και αυξημένες ικανότητες «ιχνηλάτη» της εμπροσθοφυλακής της σύγχρονης καλλιτεχνικής παραγωγής. Έτσι, είναι πλέον υπεύθυνη του τμήματος σύγχρονης δημιουργίας. Το έγκριτο γαλλικό περιοδικό «Le Point», στο αφιέρωμά του στη Μασέλ, με αφορμή τη φετινή Μπιενάλε τη χαρακτήρισε «αμαζόνα της σύγχρονης Τέχνης», ενώ δεν είναι λίγοι αυτοί που θεωρούν ότι σήμερα είναι η σημαντικότερη γυναικεία παρουσία στον επιμελητικό κλάδο της σύγχρονης ευρωπαϊκής εικαστικής σκηνής. Μιλώντας για τη δουλειά της στη Βενετία, η Κριστίν Μασέλ έχει πει ότι η έκθεση «Viva Arte Viva» εμπνέεται από τα προτάγματα του ουμανισμού, δηλαδή της θεωρίας –και εμπράκτως της στάσης ζωής– που τοποθετεί την αξία του ανθρώπου πάνω από κάθε άλλη και αναγνωρίζει τον πολιτισμένο και μορφωμένο άνθρωπο ως υπέρτατη και ανεκτίμητη αξία. Ωστόσο, η Μασέλ διευκρινίζει ότι δεν την ενδιαφέρει ο ουμανισμός ως εξύμνηση του ανθρώπινου είδους για τη δύναμη που έχει να κυριαρχεί στο σύμπαν. Αντιθέτως, την ενδιαφέρει η ικανότητά του να ξεγλιστρά από την επιρροή των δυνάμεων που επιδιώκουν να διαφεντεύουν αυτό τον κόσμο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η καλλιτεχνική πράξη είναι η μόνη που είναι ταυτοχρόνως πράξη αντίστασης, απελευθέρωσης και γενναιοδωρίας από άνθρωπο σε άνθρωπο. Η Τέχνη, για τη Μασέλ, μας καθιστά ανθρώπινους. Επιπλέον, αποτελεί το ύστατο πεδίο στοχασμού, προσωπικής έκφρασης και ελευθερίας καθώς και αναδιατύπωσης θεμελιωδών ερωτημάτων για την πορεία της ύπαρξης. Η Τέχνη είναι η μόνη ξεκάθαρη εναλλακτική ενάντια στον ατομικισμό και στην απάθεια, όπως επίσης και ενάντια στις παραδόσεις, που, ενώ τις απέρριψαν ο Διαφωτισμός κατά τον 18ο αι. και ο Μοντερνισμός πιο πρόσφατα, έχουν πλέον ανακάμψει με τον χειρότερο τρόπο, όπως είναι, για παράδειγμα, ο φονταμενταλισμός, ο συντηρητισμός, η a priori απόρριψη του άλλου έναντι του εγώ και η νοσταλγία για το παρελθόν, που εξυψώνεται ως καλύτερο και αγνότερο από κάθε παρόν και μέλλον. Η Κριστίν Μασέλ παραδέχεται ότι ο στόχος της ήταν να δώσει μόνο έναν τόνο, στον οποίο οι καλλιτέχνες θα έπρεπε κάπως να συντονιστούν από μόνοι τους. Δεν ένιωθε την ανάγκη να τους ορίσει ένα θέμα, που ενδεχομένως να πρόσθετε μεγαλύτερη συνοχή στο αποτέλεσμα.
Η Κριστίν Μασέλ είναι από τις γυναίκες που δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο να εμφανιστούν (και να φωτογραφηθούν – γιατί όχι;) φορώντας καπέλο τύπου Μπορσαλίνο (κοινώς καβουράκι). Αλλά και αυτή η τόσο '80s και παρωχημένη στυλιστική επιλογή της μοιάζει αδιάφορη κάθε φορά που η Μασέλ στυλώνει το βλέμμα της ψηλά και στο άπειρο κι έτσι, κατακλυσμένη από αίσθημα ευθύνης (σαν να ατενίζει με λύπη ένα γιγαντιαίο παγόβουνο τη στιγμή που αποκολλάται από παγοκρηπίδα της Ανταρκτικής), αφήνει να διαγραφεί στα χείλη της ένα μειδίαμα αρχαΐζον και στριμωγμένο, μια ηρωική σύσπαση χειλέων ανθρώπου που έχει μαχαίρι καρφωμένο στην πλάτη. Έχει, δηλαδή, κάτι το «λαβωμένο», που στις μέρες μας δεν φαίνεται να έχει σπουδαία πέραση. Ωστόσο, είναι μια παράδοξη έκφραση δύναμης που μόνο τα γνήσια τέκνα της generation X, σαν την Κριστίν, μπορούν να υποστηρίξουν και να την κάνουν αληθοφανή, επειδή υποτίθεται ότι είναι η τελευταία γενιά που θρήνησε μέλη της ως οικειοθελή θύματα του Ρομαντισμού. Με όλα αυτά τα εφόδια της εποχής της, λοιπόν, η Κριστίν Μασέλ δηλώνει, μέσω της «Viva Arte Viva», πίστη στην Τέχνη, πίστη στους καλλιτέχνες και απαιτεί επανεφεύρεση του ουμανισμού – αποζητά, σε τόνο κλαυσίγελου, έναν νεο-ανθρωπισμό που θα βασίζεται στη λογική και στην αλήθεια των συναισθημάτων και θα λειτουργήσει ως αντίβαρο των καιρών που ζούμε. Το γλυπτό με τα γιγαντιαία χέρια που αναδύονται από το Μεγάλο Κανάλι της Βενετίας είναι μια ηχηρή απάντηση στην κλιματική αλλαγή Όμως, ο αγγλόφωνος κυρίως Τύπος δεν άφησε τη Μασέλ να φάει με την ησυχία της στη Βενετία ούτε μια πίτσα καπριτσιόζα. Ο βομβαρδισμός της υπήρξε καταιγιστικός. Μια γρήγορη ανθολόγηση κακών κριτικών θα περιλάμβανε τα ακόλουθα «χαστούκια»: η έκθεση είναι ένας φόρος τιμής στις «ενός μεγέθους κοινού για όλους» ουμανιστικές κοινοτοπίες, ψευδευλαβής και kitch. Στην πιο τουριστική πόλη, τη Βενετία, [η Μασέλ] μας καλεί για «τουρισμό στη συνείδηση». Η έκθεση δεν αποκτά ποτέ κορύφωση ούτε έχει συνοχή. Είναι μια ωδή στην αοριστία και στο κενό νοήματος. Επιπλέον, κατά διαστροφικό τρόπο είναι ασυγχρόνιστη με την κρισιμότητα της πολιτικής συγκυρίας. Είναι χωρισμένη σε κεφάλαια, ή «περίπτερα», όπως ατυχώς προτιμά να τα ονομάζει η επιμελήτρια, τα οποία έχουν το καθένα μια ονομασία που θα μπορούσε να είναι τίτλος βαρύγδουπου μυθιστορήματος επιστημονικής φαντασίας ή τίτλος κάποιου new age βιβλίου λαϊκής ψυχολογίας για αυτοβελτίωση. Κάθε κεφάλαιο υποτίθεται ότι αφηγείται μια ιστορία, αλλά αυτή είναι ασυνάρτητη, κατά στιγμές παράδοξη, με πελαγοδρομήσεις και, το χειρότερο, είναι αδύνατον να βρεις τον παραμικρό δεσμό μεταξύ των έργων που παρουσιάζονται.
Η Κριστίν Μασέλ παραδέχεται ότι ο στόχος της ήταν να δώσει μόνο έναν τόνο, στον οποίο οι καλλιτέχνες θα έπρεπε κάπως να συντονιστούν από μόνοι τους. Δεν ένιωθε την ανάγκη να τους ορίσει ένα θέμα, που ενδεχομένως να πρόσθετε μεγαλύτερη συνοχή στο αποτέλεσμα. Ούτε επιθυμούσε να δει την έκθεση να στηρίζεται σε μια κατηγοριοποίηση των έργων των συμμετεχόντων καλλιτεχνών. Την ήθελε να μοιάζει περισσότερο με «ελεύθερη αυτοσχεδιαστική χορογραφία» ή κάτι σαν «επική ποίηση», όπου καθένα από τα έργα που παρουσιάζονται έχει την αποστολή να αιχμαλωτίσει τον επισκέπτη με τη ζωτικότητά του. Τα παραπάνω συνθέτουν ένα κάποιο χλιαρό αντεπιχείρημα που απευθύνεται στις αγγλόφωνες μομφές περί αοριστίας κ.λπ. Κυρίως όμως έχουν μια συνέπεια με την κεντρική ιδέα της έκθεσης. Γιατί, όταν προτείνεις, ως επιμελήτρια, έναν γενικό και διάχυτο πανηγυρισμό για την ύπαρξη της Τέχνης και των καλλιτεχνών, δεν θα ταίριαζε καθόλου να τους βάλεις τα δύο πόδια σε ένα παπούτσι σχετικά με το πώς θα εντάσσεται το έργο που θα σου παραδώσουν μέσα στην ιδέα που εσύ έχεις φανταστεί για τη ροή και τη συνοχή της έκθεσής σου. Αλλά ακόμη κι αν ένας επιμελητής είχε το θράσος για κάτι τέτοιο, θα ήταν μάλλον αδύνατον να πετύχει το σκοπό του, έχοντας απέναντί του 120 καλλιτέχνες. Αυτή είναι μια μαύρη, στατιστική αλήθεια: είναι μάλλον απίθανο να ανιχνεύσει κάποιος ξεκάθαρη επιμελητική συνοχή στις εκθέσεις στις οποίες συγκεντρώνονται τόσο πολλοί καλλιτέχνες. Αν, πάλι, ξεχάσει κάποιος όλα τα «ελαφρυντικά» υπέρ της Μασέλ και αποδεχτεί ότι έχουν απόλυτο δίκιο οι κριτικοί που βρίσκουν μόνο ψεγάδια στην έκθεσή της, το ερώτημα που αναδύεται από τα σκοτεινά νερά τις Βενετίας είναι το εξής ωμό και απλό: ποια θέση παίρνουν οι αγγλόφωνοι επικριτές σχετικά με τη βασική ιδέα της έκθεσης; Πιστεύουν, άραγε, ότι μπορούμε και σήμερα να εκφράζουμε τη χαρά μας για την ύπαρξη της Τέχνης και των καλλιτεχνών; Μπορούμε να τους εμπιστευόμαστε; Μπορούμε να πιστεύουμε ακόμα στην αγνότητά τους; Ή μήπως θα πρέπει να στρεφόμαστε σε μάντισσες και χαρτορίχτρες για να απαντήσουμε σε τέτοιες ερωτήσεις; Μήπως έχουμε φτάσει στο σημείο όπου η Μάγχη και ο Ατλαντικός μάς διαχωρίζουν εντελώς από τους αγγλόφωνους με βάση τη θεμελιώδη αυτή ηθική θέση και δεν πρέπει να το παραβλέπουμε πια;
Από την άλλη, είναι γεγονός ότι σχεδόν σύσσωμος ο αγγλόφωνος Τύπος θεωρεί πως η έκθεση για την οποία δικαίως μιλά όλος ο πλανήτης είναι εκείνη του Ντάμιεν Χιρστ με τον τίτλο «οι Θησαυροί του Ναυαγίου του Απίστευτου». Πρόκειται για μια έκθεση που εισάγει στον χώρο των εικαστικών τεχνών μια νέα αγοραία διάσταση, αντίστοιχη με εκείνη του blockbuster στον κινηματογράφο. Κάτι που, ως κλίμακα εκθεμάτων και δαπάνη παραγωγής τους, κάνει τα γόνατα να τρέμουν. Πρόκειται για 189 έργα του Χιρστ, μεταξύ των οποίων περισσότερα από 100 είναι γλυπτά (και ένα από αυτά τα γλυπτά έχει ύψος μεγαλύτερο των 20 μέτρων). Πλαισιώνονται από 21 προθήκες γεμάτες με μικρότερα αντικείμενα. Και επιπλέον, όλα αυτά τα έργα είναι προς πώληση. Φεστιβάλ Δημόσιας Τέχνης: H διετής συνάντηση που τεστάρει τις σχέσεις πόλης - καλλιτεχνών 7.7.2017 Φεστιβάλ Δημόσιας Τέχνης: H διετής συνάντηση που τεστάρει τις σχέσεις πόλης - καλλιτεχνών Οι «Θησαυροί του Ναυαγίου του Απίστευτου» καταλαμβάνουν στη Βενετία την Punta della Dogana και το Palazzo Grassi και παρουσιάζονται (μέχρι τις 3 Δεκεμβρίου) με πρωτοβουλία του Ιδρύματος του Γάλλου δισεκατομμυριούχου Φρανσουά Πινό. Ο Ντάμιεν Χιρστ ξόδεψε 50 εκατομμύρια λίρες Αγγλίας από την τσέπη του για την παραγωγή των έργων. Και το ερώτημα που φορτίζει με σασπένς την περίσταση είναι αν θα καταφέρει να τα πάρει πίσω! Κατά κάποιον τρόπο, είναι και ο Ντάμιεν ένα είδος «μονομάχου» στην αρένα των θεαμάτων. Και, τηρουμένων των αναλογιών, θυμίζει τον Ντάνο που τόσο αγαπήθηκε στο τηλεοπτικό «Survivor». Η διαφορά είναι ότι αντί να θέλει να δελεάσει με πρωτόγονα «πιτάκια», επιδιώκει να στήσει ένα άλλο προφίλ «βλαχο-ρωμαϊκού transformer» με πανάκριβα και εντυπωσιακά μπρούντζινα γλυπτά. Ωστόσο, δεν τίθεται θέμα αμφισβήτησης της καλλιτεχνικής αξίας αυτών των έργων του Ντάμιεν Χιρστ. Παρέχουν όλα τα εχέγγυα, σε κοινή θέα: συνοχή της επιμέλειας, ξεκάθαρο διαγεγραμμένο στόχο, έξυπνη και πρωτότυπη εννοιολογική βάση, μεγάλο βάθος υπόρρητο και εύρος για αναγωγές. Στο έργο του Χιρστ δύσκολα θα έβρισκε κάποιος ψόγο. Το μόνο ζήτημα είναι αν θα πάρει τα λεφτά του πίσω από αυτή την επένδυση. Ίσως καταλήξει να στραφεί κι αυτός σε μάγισσες και χαρτορίχτρες, αποζητώντας απάντηση.
Ο μόνος που τρίβει τα χέρια του χαρούμενος είναι ο Φρανσουά Πινό. Μπορεί να είναι σαν τους κακούς των ταινιών του Τζέιμς Μποντ που προτιμούν τις συγκρούσεις του τύπου «μόνος εναντίον όλου του κόσμου», αλλά αυτό δεν έχει καμιά σημασία! Μοιάζει ευχαριστημένος με την ομοφωνία του Τύπου! Η Κριστίν Μασέλ, από την πλευρά της, με την άνεση και την ασφάλεια που της παρέχει η υψηλή της θέση σε έναν γαλλικό δημόσιο οργανισμό σαν το Μπομπούρ στο Παρίσι, τοποθετείται εδώ και δεκαετίες στον αντίποδα της εμπορευματοποίησης της Τέχνης. Και αυτός είναι ο κύριος υπαινιγμός της όταν φωνάζει «Viva Arte Viva». Όπως έχει πει σε πρόσφατη συνέντευξή της: «Οφείλουμε να αποδώσουμε τα εύσημα στην αγορά επειδή έχει καταφέρει να κάνει τη σύγχρονη Τέχνη πιο προσιτή στο κοινό, αλλά συγχρόνως πρέπει να της αποδοθούν ευθύνες για το ότι προωθεί την ιδέα πως η Τέχνη είναι ένα είδος πολυτελείας. Εξαιτίας αυτής της ιδέας υπερκαταναλώνουμε καλλιτέχνες και μετά τους πετάμε. Προσωπικά, υποστηρίζω την άποψη ότι θα έπρεπε να προσπαθούμε να τους καταλαβαίνουμε καλύτερα». Ποιος έχει δίκιο, τελικά; Ίσως θα έπρεπε να στραφούμε κι εμείς σε μάντισσες και χαρτορίχτρες. Τουλάχιστον, θα έχουμε πάντα την παρήγορη άποψη του Γιόζεφ Μπρόντσκι που, ταυτίζοντας το νερό στη Βενετία με τον χρόνο, έγραφε ότι «κανένας εγωιστής δεν μπορεί να πρωταγωνιστήσει για πολύ καιρό σε αυτό το πορσελάνινο περιβάλλον από κρυστάλλινο νερό, γιατί αυτό είναι τελικά που κλέβει την παράσταση». Και όπως έλεγε ο μέγας Κικέρων: «Η αλήθεια είναι κόρη του χρόνου».
Πηγή: www.lifo.gr