Τετάρτη 19 Απριλίου 2017
Ο ύστερος Μεσαίωνας και η Αναγέννηση γραμμάτων και τεχνών στην Ιταλία
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΥΣΤΕΡΟ ΜΕΣΑΙΩΝΑ
Εκκλησία και πολιτική στην Ιταλία του 11ου αιώνα
Αιώνες ολόκληρους οι πάπες ένιωθαν να απειλούνταν από την παρουσία των Βυζαντινών και των
μουσουλμάνων στη νότια Ιταλία και τη Σικελία. Οι νέες συνθήκες του 11ου αιώνα επέτρεψαν στη
δυτική Εκκλησία να ξεκινήσει επίθεση κατά της ανατολικής σε πολιτικό και σε δογματικό επίπεδο.
Το 1054 ο καρδινάλιος Ουμβέρτος προκάλεσε μια ρήξη που, όπως αποδείχθηκε, θα ήταν το
οριστικό σχίσμα ανάμεσα στην ελληνική και τη λατινική Εκκλησία. Το ζήτημα αφορούσε τη χρήση
του άζυμου άρτου στη θεία λειτουργία στην ανατολική Εκκλησία και τη θέση της ότι το Άγιο Πνεύμα
εκπορεύεται από τον πατέρα διαμέσου του Υιού, και όχι από τον πατέρα και τον Υιό.
Στις αρχές του 11ου αιώνα οι Βυζαντινοί κυριαρχούσαν στο μεγαλύτερο μέρος της νότιας Ιταλίας.
Μεγάλες περιοχές της Καλαβρίας ήταν κυρίως ελληνόφωνες, αν και η Απουλία, τα λομβαρδικά
πριγκιπάτα και η Νεάπολη ήταν λατινικές. Μουσουλμάνοι εμίρηδες κατείχαν τα παράκτια νησιά
Σαρδηνία, Κορσική και Σικελία.
Η χρόνια πολιτική αστάθεια της περιοχής προσείλκυσε τυχοδιώκτες,
και λίγο μετά το 1000 οι Νορμανδοί πειρατές έκαναν την εμφάνισή τους στη νότια Ιταλία. Οι
Νορμανδοί τελικά μετέβαλλαν καθοριστικά την ισορροπία δυνάμεων στη δυτική Ευρώπη και
έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις σχέσεις Ανατολής και Δύσης. Από το 1058, μια νορμανδική δυναστεία
ηγεμόνευε στο πριγκιπάτο της Καπύης. Τουλάχιστον δώδεκα γιοι του Ταγκρέδου της Ωτβίλ, ενός
βαρόνου του Κοτεντέν στη Νορμανδία, εγκαταστάθηκαν νοτιότερα, κοντά στο Μέλφι της
Καλαβρίας. Ο Ροβέρτος Γυισκάρδος (το προσωνύμιο Γυισκάρδος σημαίνει πονηρός), ο πιο διάσημος
των Ωτβίλ, έφτασε στην Ιταλία το 1047. Ήδη το 1059 είχε στο ενεργητικό του τόσες πολλές
κατακτήσεις που ο πάπας Νικόλαος Β' συμμάχησε ανοιχτά μαζί του. Σε αντάλλαγμα για την παπική
αναγνώριση των κατακτήσεών του, ο Γυισκάρδος δέχτηκε να κατέχει τις γαίες του ως φέουδα που
είχαν παραχωρηθεί από τον πάπα και συμφώνησε να βοηθήσει το νεοσύστατο κογκλάβιο των
καρδιναλίων στη διεξαγωγή των παπικών εκλογών. Ο Γυισκάρδος δήλωσε ανοιχτά ότι προσδοκούσε
τη βοήθεια του πάπα για την κατάκτηση και άλλων εδαφών. Το ενδιαφέρον του στράφηκε στην
ηπειρωτική Ιταλία, ενώ ο αδελφός του Ρογήρος επιχείρησε το 1061 την πρώτη εισβολή στη Σικελία.
Η άλωση του Μπάρι, το 1071, σήμανε το τέλος της βυζαντινής παρουσίας στην Απουλία, ενώ το
1072 ο ίδιος ο Γυισκάρδος κατέλαβε το Παλέρμο ύστερα από θαλάσσιο αποκλεισμό.
Αναμφισβήτητα, την εποχή του θανάτου του, το 1085, ο Γυισκάρδος ήταν ο πιο ισχυρός ηγεμόνας
στη νότια Ιταλία.
Εντούτοις, το μήλον της έριδος μεταξύ αυτοκράτορα και πάπα ήταν η βόρεια Ιταλία. Νέοι
συσχετισμοί είχαν διαμορφωθεί στο Μιλάνο, μετά τη συμμαχία του Κορράδου Β' με τους υποτελείς
κατά των κυρίων τους. Το μοιραίο έτος 1059 ξέσπασαν νέες εχθροπραξίες. Οι Παταρηνοί
(«ρακοσυλλέκτες») του Μιλάνου ήταν ελάσσονες υποτελείς, που η αντίθεσή τους με τον
επικυρίαρχό τους, τον αρχιεπίσκοπο του Μιλάνου, τους ώθησε να συμμαχήσουν με τον πάπα και να
υποστηρίξουν την ελεύθερη εκλογή των επισκόπων από τον κλήρο και τον λαό της επισκοπικής
διοίκησης. Οι κηδεμόνες του Ερρίκου Δ' συμπαρατάχθηκαν με τον αρχιεπίσκοπο και οι ταραχές
συνεχίστηκαν μέχρι το 1073, όταν ο Ερρίκος Δ' συνέτριψε τους Παταρηνούς και εγκατέστησε τον
δικό του υποψήφιο στο αρχιεπισκοπικό αξίωμα.
Η έρις της περιβολής:Μετά το 1053, και ιδίως στα χρόνια του πάπα Αλεξάνδρου Β' (1061-1073), η κορυφαία φυσιογνωμία
στην παπική αυλή ήταν ο Βενεδικτίνος μοναχός Ιλδεβράνδος, ο μετέπειτα πάπας Γρηγόριος Ζ'
(1073-1085). Ο Γρηγόριος Ζ' συμμάχησε ανοιχτά με τους Σάξονες άρχοντες, που το 1073
εξεγέρθηκαν κατά του Ερρίκου Δ'. Το 1075 ο Γρηγόριος απαγόρευσε εκ νέου την περιβολή των
επισκόπων με δαχτυλίδι και ποιμαντορική ράβδο από κοσμικούς, αλλά ο Ερρίκος Δ' τον αγνόησε.
Με την «έριδα της περιβολής» αρχίζει η διαδικασία του διαχωρισμού της Εκκλησίας από το κράτος.
Από υλική άποψη, ο διαχωρισμός αυτός θα στοίχιζε ακριβά στην Εκκλησία, καθώς ο τρόπος με τον
οποίο αντέδρασαν οι κοσμικοί ηγεμόνες στα τέλη του 13ου αιώνα απέναντι στην παπική διεκδίκηση
της υπεροχής θα εγκαινίαζε μια περίοδο κυριαρχίας των λαϊκών επί της Εκκλησίας. Οι συγκρούσεις
συνεχίστηκαν με αφορμή την αρχιεπισκοπή του Μιλάνου. Στις αρχές του 1076 ο Γρηγόριος Ζ'
αφόρισε τον Ερρίκ ο Δ' και του αφαίρεσε τη βασιλική εξουσία, επικαλούμενος την εξουσία του
«δεσμείν και λύειν» στον ουρανό και τη γη που είχε εκχωρήσει ο Χριστός στον απόστολο Πέτρο, τον
ιδρυτή της Εκκλησίας της Ρώμης.
Τα μέλη της ανώτερης αριστοκρατίας στη Γερμανία, που τώρα είχαν την υποστήριξη των επισκόπων,
εξεγέρθηκαν με πρόσχημα τον αφορισμό του Ερρίκου από τον πάπα. Το 1077 ο Γρηγόριος Ζ'
ξεκίνησε για τη Γερμανία, όπου θα προέδρευε σε μια συνέλευση ευγενών που θα έκρινε τον Ερρίκο.
Αποφασίζοντας να ακολουθήσει μια τακτική υποχώρησης, ο βασιλιάς διασταυρώθηκε με τον
Γρηγόριο στην Κανόσσα, ένα κάστρο της κόμισσας Ματθίλδης της Τοσκάνης, και υπέβαλε ως
ένδειξη μεταμέλειας την παραίτησή του. Η κίνηση αυτή ήταν ένας αριστοτεχνικός διπλωματικός
ελιγμός, επειδή ο πάπας, αν και αμφέβαλλε για την ειλικρίνεια του Ερρίκου, δεν μπορούσε να του
αρνηθεί την άρση του αφορισμού. Αργότερα ισχυρίστηκε ότι απλώς ανακάλεσε τον αφορισμό του
Ερρίκου χωρίς να του αποδώσει το στέμμα, αλλά το άμεσο επακόλουθο του επεισοδίου της
Κανόσσας ήταν ότι οι Γερμανοί ευγενείς δεν διέθεταν πια πρόσχημα να εξεγερθούν. Ωστόσο, αυτό
δεν τους εμπόδισε να εκλέξουν νέο βασιλιά, τον Ροδόλφο του Ραϊνφέλντεν.
Ο Γρηγόριος Ζ' διεκδίκησε το δικαίωμα διαιτησίας μεταξύ του Ερρίκου και του Ροδόλφου. Το 1080,
ύστερα από καθυστέρηση τριών χρόνων, και ενώ οι πολεμικές συγκρούσεις μαίνονταν στη
Γερμανία, ο πάπας επανέλαβε και τον αφορισμό και την καθαίρεση του Ερρίκου, απευθύνοντας
έκκληση στον απόστολο Πέτρο να επιδείξει τη δύναμή του στερώντας τους διεφθαρμένους από τις
αυτοκρατορίες και τις περιουσίες τους. Μάλιστα, επεξέτεινε το ανάθεμα σε όλους τους οπαδούς
του αυτοκράτορα, με το επιχείρημα ότι και προηγούμενοι βασιλιάδες είχαν καθαιρεθεί λόγω
κακοδιαχείρισης και ότι κανένας, ούτε καν ο βασιλιάς, δεν εξαιρείται από την παπική εξουσία του
«δεσμείν και λύειν» στον ουρανό και τη γη. Επίσης, απάλλαξε όλους τους υπηκόους του Ερρίκου
από τον όρκο πίστης που είχαν δώσει στον βασιλιά. Ωστόσο, πολύ σύντομα ο Ερρίκος νίκησε τον
Ροδόλφο που τραυματίστηκε θανάσιμα στη μάχη· μετά διόρισε έναν αντίπαπα και το 1084 εξεδίωξε
τον Γρηγόριο από τη Ρώμη. Ο Ροβέρτος Γυισκάρδος, που έσπευσε με τα στρατεύματά του να
βοηθήσει τον πάπα και προστάτη του, απομάκρυνε τους Γερμανούς από τη Ρώμη, αλλά αργότερα
λεηλάτησε την πόλη και κατευθύνθηκε νότια παίρνοντας τον πάπα μαζί του. Ο Γρηγόριος Ζ' πέθανε
στα χέρια των Νορμανδών το 1085.
Η διαμάχη μεταξύ Γρηγορίου Ζ' και Ερρίκου Δ' αποτελεί την πρώτη μετά την ύστερη ρωμαϊκή εποχή
σύγκρουση με περιεχόμενο την προπαγάνδα για θέμα πολιτικό ή θρησκευτικό, και οι δύο
παρατάξεις κυκλοφόρησαν «επιστολές», μια ρητορική επινόηση που τη χρησιμοποιούσαν στην
Αρχαιότητα και είχε αναβιώσει κατά την καρολίγγεια αναγέννηση. Οι επιστολές του Γρηγορίου
απευθύνονταν στον άγιο Πέτρο. Ο Ερρίκος απάντησε στον αφορισμό του ρίχνοντας λάσπη στον
τίτλο του πάπα, κατηγορώντας τον ότι υπέθαλπε βιαιότητες και εξεγέρσεις με το πρόσχημα της
θρησκείας και ισχυριζόμενος ότι ο βασιλιάς είχε δεχτεί τον βασιλικό τίτλο απευθείας από τον Θεό
και όχι από τον πάπα δια του παπικού χρίσματος.
Ωστόσο, ο Ερρίκος, που πίστευε ότι η εξουσία του προερχόταν κατευθείαν από τον Θεό, δέχτηκε να
καθαιρεθεί αν κάποτε ξεστράτιζε από τη χριστιανική πίστη. Ο πιο πειστικός υπερασπιστής του, ο
ανώνυμος συγγραφέας των «Αγγλονορμανδικών Πραγματειών», υποστήριξε ότι η δικαιοδοσία του
πάπα περιορίζεται στην πνευματική σφαίρα. Δεν δεχόταν ότι οι άλλοι επίσκοποι αντλούσαν την
εξουσία τους από τον πάπα· αντίθετα, την αποκτούσαν απευθείας από τον Θεό, ενώ ο πάπας ήταν
απλώς ο επίσκοπος της Ρώμης. Ο Χριστός ήταν «και Μελχισεδέκ βασιλεύς» και «ιερεύς του Θεού
του υψίστου» [Γένεσις, ΙΔ, 18], αλλά η βασιλική πλευρά της φύσης του ήταν ανώτερη από την
ιερατική, εφόσον, σε τελευταία ανάλυση, δεν ήταν παρά άνθρωπος. Ο βασιλιάς, ως ιερέας, κατέχει
την εξουσία να συγχωρεί τις αμαρτίες και επομένως να διοικεί την Εκκλησία.
Μόνο δύο άνθρωποι ισχυρίστηκαν ότι η κρατική εξουσία δεν είχε θεία εκπόρευση. Παραδόξως, ο
ένας από αυτούς ήταν υπέρμαχος του παπισμού. Σύμφωνα με τον νομομαθή Πέτρο Κράσσο, η
εξουσία της εγκόσμιας διακυβέρνησης πήγαζε από το αστικό και όχι το κανονικό δίκαιο, ενώ ο
Σάξονας μοναχός Μανεγγόλδος του Λάουτενμπαχ υποστήριξε ότι ο βασιλιάς είχε συνάψει ένα
συμβόλαιο με την κοινότητα για τη δίκαιη διακυβέρνησή της. Επομένως, η εξουσία του δεν
εκπορεύεται από τον Θεό αλλά του την εκχωρεί ο λαός. Όταν ένας βασιλιάς δεν κυβερνά δίκαια,
όπως συμβαίνει όταν καταπιέζει την Εκκλησία, παραβιάζει το συμβόλαιό του και απαλλάσσει τους
υπηκόους του από την υποχρέωση της υπακοής. Και οι δύο αυτές απόψεις, τις οποίες απέρριψε
κατηγορηματικά ο αυτοκράτορας, δηλώνουν καθαρά ότι ο βασιλιάς είναι λαϊκός και όχι ιερωμένος
[rex terrenus και όχι rex et sacerdos].
Μολονότι το 1085 ο Ερρίκος Δ' υπερείχε στρατιωτικά, οι εχθροπραξίες στη Γερμανία και την Ιταλία
συνεχίζονταν. Ο βασιλιάς αδυνατούσε να θέσει υπό τον έλεγχό του τις εκκλησιαστικές γαίες. Αν και
στις αρχές της σύγκρουσης ορισμένοι Γερμανοί επίσκοποι είχαν υποστηρίξει τον αυτοκράτορα,
προφανώς επειδή ειλικρινά πίστευαν ότι ο πάπας δεν έπρεπε να ασχολείται με πολιτικά ζητήματα,
το 1100 ο γερμανικός κλήρος είχε πια σαφώς ταχθεί με το μέρος της Ρώμης. Το γεγονός αυτό
πυροδότησε συγκρούσεις στις γερμανικές πόλεις, ιδίως στη Ρηνανία, όπου το φιλοβασιλικό ρεύμα
ήταν ισχυρό. Ο Ερρίκος Δ' και κυρίως ο διάδοχός του Ερρίκος Ε' (1106-1125) παραχώρησαν νομική
αναγνώριση σε διάφορες ενώσεις πόλεων ως μέσον για να πολεμήσουν τους επισκόπους τους. Τα
μέλη της ανώτερης αριστοκρατίας εξακολούθησαν να αντιμάχονται το στέμμα, επικαλούμενοι το
πρόσχημα της σύγκρουσης του Ερρίκου με την Εκκλησία, και να θωρακίζουν την εξουσία τους στους
δικούς τους τοπικούς ναούς. Το 1105 ο γιος του Ερρίκου Δ' συντάχθηκε με τους στασιαστές,
ισχυριζόμενος ότι έπρεπε να επιτευχθεί κάποιος διακανονισμός με την Εκκλησία, αλλά στην
πραγματικότητα το έκανε επειδή διαισθανόταν ότι το πραγματικό εμπόδιο ήταν η προσωπικότητα
του πατέρα του. Ο Ερρίκος Δ' πέθανε τον επόμενο χρόνο. Στη συνέχεια, ο Ερρίκος Ε' πολέμησε κατά
της Εκκλησίας με το ίδιο σθένος που είχε επιδείξει και ο πατέρας του.
Όπως και οι Γερμανοί βασιλιάδες, έτσι και οι Δυτικοί ηγεμόνες δεν αποδέχτηκαν τις πολιτικές
βλέψεις του πάπα. Ίσως πουθενά αλλού η επικυριαρχία του βασιλιά στην Εκκλησία δεν πήρε τόσο
ακραία μορφή όσο στη Σικελία, όπου μετά το 1100 βασίλευαν οι Νορμανδοί σύμμαχοι των παπών.
Ο ίδιος ο βασιλιάς ήταν λεγάτος της Ρώμης και διόριζε επισκόπους και ηγουμένους. Στην Αγγλία και
τη Γαλλία οι συγκρούσεις ήταν λιγότερο θεαματικές απ' ό,τι στη Γερμανία, εφόσον μόνον ο
Γερμανός αυτοκράτορας αντιπροσώπευε πολιτική απειλή για τον πάπα. Το 1080 ο Γουλιέλμος ο
Κατακτητής της Αγγλίας απέρριψε τον ισχυρισμό του Γρηγορίου Ζ' ότι κατείχε την Αγγλία ως φέουδο
με επικυρίαρχο τον πάπα. Ο πάπας κράτησε πιο σθεναρή στάση απέναντι στον Φίλιππο Α' της
Γαλλίας (1060-1108), ίσως επειδή ο Φίλιππος ήταν πιο αδύναμος από τον Γουλιέλμο ή επειδή η
συμπεριφορά του Φιλίππου στο ζήτημα του γάμου θεωρήθηκε προσβλητική προς τον Άγιο Πατέρα.
Ο Γρηγόριος διέταξε τον Φίλιππο να απαγορεύσει τη λαϊκή περιβολή με δαχτυλίδι και ποιμαντορική
ράβδο στη Γαλλία. Καθώς εκείνη την εποχή ο Φίλιππος έλεγχε μόνο το ένα τρίτο των γαλλικών
επισκοπών, δεν διέθετε την εξουσία να κάνει κάτι τέτοιο, ακόμα και αν είχε τη διάθεση (που δεν την
είχε). Έτσι, ο Γρηγόριος τον αφόρισε.
Το 1093 οι σχέσεις της Αγγλίας με τον πάπα οξύνθηκαν ξανά, καθώς ο βασιλιάς Γουλιέλμος Β'
(1087-1100) αποδέχτηκε το διορισμό του ιερού Ανσέλμου, ηγουμένου της μονής του Μπεκ στη
Νορμανδία, στη θέση του αρχιεπισκόπου του Καντέρμπουρυ. Ο Άνσελμος αρνήθηκε να δεχτεί την
περιβολή του από τον βασιλιά και επιχείρησε, παρά τη χλιαρή στάση των άλλων επισκόπων, να
απαλλάξει την Εκκλησία από τον κοσμικό έλεγχο. Το αποτέλεσμα ήταν να εξοριστεί. Ο βασιλιάς
Ερρίκος Α' (1100-1135) τον ανακάλεσε από την εξορία, αλλά οι δύο άνδρες συγκρούστηκαν όταν ο
Άνσελμος αρνήθηκε να χειροτονήσει επισκόπους και ηγουμένους που είχαν οριστεί από τον
βασιλιά. Το 1107 κατέστη εφικτός ένας συμβιβασμός: ο βασιλιάς δέχτηκε να εγκαταλείψει την
πρακτική της περιβολής των επισκόπων με δαχτυλίδι και ποιμαντορική ράβδο, αλλά διατήρησε το
δικαίωμα να δέχεται την προσκύνηση (homagium) της Εκκλησίας για τις γαίες της. Εντούτοις, αυτή η
ρύθμιση είχε τόσο λίγη σημασία για την ουσιαστική λειτουργία των κτητορικών ναών στην Αγγλία,
που το δικαίωμα των λαϊκών να ορίζουν υποψηφίους για την πλήρωση κενών θέσεων στην
Εκκλησία αναγνωρίστηκε ρητά από τους νόμους του βασιλιά Ερρίκου Β' (1154-1189). Σε γενικές
γραμμές, ο Ερρίκος Α' κατάφερε να κρατά τους πάπες σε απόσταση, αλλά μετά το θάνατό του οι
παπικοί απεσταλμένοι ρύθμιζαν συνήθως τους διορισμούς σε υψηλές θέσεις, και
πολλαπλασιάστηκε ο αριθμός των δικαστικών προσφυγών προς τη Ρώμη.
Το 1122 έγινε διακανονισμός για τη Γερμανία και την Ιταλία. Αυτή η συμφωνία, το περίφημο
Κονκορδάτο της Βορματίας (Βορμς), υπάρχει και στην παπική και στην αυτοκρατορική εκδοχή του,
και αργότερα οι πάπες ισχυρίστηκαν ότι αναφερόταν αποκλειστικά στον Ερρίκο Ε' και όχι στους
διαδόχους του. Ο Ερρίκος παραιτήθηκε από το δικαίωμα να περιβάλει τους επισκόπους με
δαχτυλίδι και ποιμαντορική ράβδο, στην επικράτειά του και αλλού, αναγνωρίζοντας έτσι ότι ήταν
λαϊκός και όχι κληρικός. Στη Γερμανία όμως, όπου ηγεμόνευε ως βασιλιάς, η εκλογή των επισκόπων
και των ηγουμένων έπρεπε να γίνεται ενώπιον του μονάρχη, ο οποίος θα έκρινε τις αμφιλεγόμενες
εκλογές και δεν θα παρέδιδε τη λόγχη (το σύμβολο της κοσμικής κτήσης) εφόσον δεν θα ενέκρινε
την επιλογή. Στην πράξη, ο όρος αυτός σήμαινε ότι ο βασιλιάς είχε δικαίωμα να προβάλει βέτο στις
επισκοπικές εκλογές, επειδή στην πράξη ένας επίσκοπος που είχε εκλεγεί σύμφωνα με το κανονικό
δίκαιο και είχε περιβληθεί με το δαχτυλίδι και την ποιμαντορική ράβδο δεν μπορούσε να ασκήσει
τις αρμοδιότητές του χωρίς τις γαίες της επισκοπής του. Στη Βουργουνδία και την Ιταλία, όπου ο
Ερρίκος κυβέρνησε ως αυτοκράτορας, ένας επίσκοπος μπορούσε να περιβληθεί τις κοσμικές κτήσεις
της επισκοπής του μέσα σε έξι μήνες μετά τη χειροτονία του. Επομένως, οι όροι του Κονκορδάτου
της Βορματίας υποδηλώνουν ότι το κύριο μέλημα του ποντίφηκα δεν ήταν τόσο η παρέμβαση
καθαυτή των κοσμικών στην Εκκλησία όσο ο περιορισμός των Γερμανών βασιλιάδων στην Ιταλία.
Η παπική μοναρχία και η χριστιανική κοινότητα
Στόχος του εκκλησιαστικού μεταρρυθμιστικού κινήματος, όπως υιοθετήθηκε από τους πάπες, ήταν
η επιβεβαίωση της υπεροχής της εκκλησιαστικής εξουσίας έναντι της κοσμικής στο πλαίσιο μιας
ενιαίας χριστιανικής κοινοπολιτείας, αν και αυτό που επιτεύχθηκε στην πράξη ήταν η έναρξη του
χωρισμού της Εκκλησίας από το κράτος.
Η βασιλεία του Φρειδερίκου Βαρβαρόσσα:
αναδιοργάνωση και εκφεουδαρχισμός της Γερμανίας
Ο Φρειδερίκος Βαρβαρόσσας (1152-1190) ήταν ο πιο ισχυρός Γερμανός μονάρχης μετά την εποχή
του Ερρίκου Γ'. Διατήρησε το προσωπικό του αξίωμα στη Γερμανία, αλλά εκ των υστέρων
διαπιστώνουμε ότι, για να το πετύχει, πήρε μέτρα που στέρησαν τους διαδόχους του από τα μέσα
που θα τους βοηθούσαν να κυβερνήσουν με αποτελεσματικότητα. Η δυναστεία του, που
ονομάστηκε Χοενστάουφεν από ένα κάστρο της οικογένειάς του, αντιμετώπιζε δύο πιεστικά
προβλήματα. Οι κτήσεις του Φρειδερίκου στη Γερμανία κατείχαν μικρότερη έκταση από τα
ιδιόκτητα εδάφη του Ερρίκου του Λέοντα των Γουέλφων, ο οποίος ήταν συγγενής του και είχε
κληρονομήσει το δουκάτο της Βαυαρίας από τον πατέρα του Ερρίκο τον Υπερήφανο, καθώς και το
δουκάτο της Σαξονίας από τη μητέρα του, την κόρη του βασιλιά Λοθαρίου. Ο Βαρβαρόσσας
επιχείρησε συνειδητά να επιβάλει φεουδαρχική ιεραρχία στα ανώτερα στρώματα της γερμανικής
κοινωνίας, αξιοποιώντας την έννοια της υποταγής που εμπεριέχεται στον φεουδαρχικό δεσμό ώστε
να αποκτήσει υπεροχή έναντι των κοσμικών ηγεμόνων και να αποζημιωθεί για όσα είχαν χάσει οι
βασιλιάδες από τις Εκκλησίες. Ωστόσο, ο Βαρβαρόσσας αντιλαμβανόταν τους προσωπικούς
δεσμούς με όρους που χαρακτήριζαν τις καρολίγγειες φεουδαρχικές σχέσεις. Εκείνη την εποχή στη
Γαλλία και την Αγγλία, η φεουδαρχία είχε αρχίσει να μετατρέπεται σε φορολογικό σύστημα, καθώς
οι άρχοντες απαιτούσαν τη συμπλήρωση του φεουδαρχικού δεσμού με πληρωμές σε χρήμα, ως
αποζημίωση για τις απώλειες βασιλικών γαιών. Αντίθετα, στη γερμανική
φεουδαρχία η «υπαλλαγή» (ένα είδος φόρου κληρονομιάς) ήταν άγνωστη, ενώ τον 11ο αιώνα οι
Γερμανοί άρχοντες είχαν ήδη αρχίσει να χάνουν διάφορα προνόμια, όπως την κηδεμονία των
ανήλικων κληρονόμων και το δικαίωμα να παντρεύουν τις κληρονόμους με γαμπρούς της δικής τους
επιλογής.
Ήδη από τη δεκαετία του 1030 οι βασιλιάδες είχαν επιχειρήσει να κυβερνήσουν την Ιταλία
σύμφωνα με τις φεουδαρχικές αρχές: ο Κορράδος Β' δέχτηκε να κληρονομούνται τα φέουδα των
υποτελών άλλων υποτελών στους άρρενες απογόνους τους και εγγυήθηκε το δικαίωμα της «δίκης
από ομοτίμους» για τους τοπικούς ηγεμόνες στη Λομβαρδία. Το 1152 ο Βαρβαρόσσας κήρυξε στη
Γερμανία γενική δημόσια ειρήνη, με όρους που προέβλεπαν τη μετατροπή των ιδιόκτητων γαιών,
τις οποίες δήμευσε από τους καταπατητές της ειρήνης, σε αυτοκρατορικά φέουδα, τα οποία θα
επανέρχονταν στην ιδιοκτησία του στέμματος σε περίπτωση θανάτου ή προδοσίας των κατόχων
τους. Το 1157 εξήγγειλε δύο σημαντικές αρχές: την «κύρια υποταγή», σύμφωνα με την οποία
κάποιος μπορούσε να είναι υποτελής σε πέραν του ενός άρχοντες οφείλοντας όμως υπέρτατη
υποταγή σε έναν μόνο κύριο, τον βασιλιά· και την αναγνώριση ότι όλες οι εκχωρήσεις βασιλικών
γαιών προέρχονταν, σε τελευταία ανάλυση, από τον βασιλιά. Ωστόσο, ο Βαρβαρόσσας ποτέ δεν
κατάφερε να επιβάλει αυτές τις ρυθμίσεις.
Ο Ερρίκος ο Λέων, ένας ανάλγητος και φιλόδοξος ηγεμόνας, παντρεύτηκε το 1169 την κόρη του
βασιλιά Ερρίκου Β' της Αγγλίας. Για να εξασθενίσει την εξουσία του Ερρίκου στη νότια Γερμανία, ο
Βαρβαρόσσας, με το Privilegium minus του 1156, απέσπασε την Ανατολική Μαρκία (τη μετέπειτα
Αυστρία) από τη Βαυαρία και την παραχώρησε στον Ερρίκο Γιαζομιργκότ της οικογένειας των
Μπάμπενμπεργκ, που ήταν ο αντίπαλος του Ερρίκου του Λέοντος στη Βαυαρία. Οι Μπάμπενμπεργκ
κατέστησαν την Αυστρία ισχυρό κράτος.
Το 1156 ιδρύθηκε η κομητεία του Παλατινάτου του Ρήνου,
και το 1180 ο Βαρβαρόσσας εκμεταλλεύθηκε την πτώση του Ερρίκου του Λέοντα για να διαιρέσει τη
Σαξονία στα δύο. Απέσπασε τη Βεστφαλία και την παραχώρησε στον αρχιεπίσκοπο της Κολονίας,
ενώ την υπόλοιπη Σαξονία την παρέδωσε στη δυναστεία των Ασκανίων. Δημιουργώντας νέα
πριγκιπάτα, ο Βαρβαρόσσας πέτυχε την κατάτμηση των δουκάτων των φυλών.
Καθώς αναχαιτίστηκαν οι φιλοδοξίες του στον Νότο, ο Ερρίκος ο Λέων έστρεψε την προσοχή του
στην ενίσχυση της θέσης του στη Σαξονία. Ίδρυσε νέες πόλεις (όπως τη Λυβέκη, που θα εξελισσόταν
σε μεγάλο λιμάνι στη Βαλτική) και επεξέτεινε τον γερμανικό εποικισμό στα ανατολικά εις βάρος των
Σλάβων. Το 1147 ο Ερρίκος κήρυξε μια «σταυροφορία» κατά των Γουένδων, ερημώνοντας το
Μεκλεμβούργο και την Πομερανία. Φαίνεται ότι ο Ερρίκος δεν ενδιαφερόταν τόσο για τον
αποικισμό, όπως οι άλλοι αντίπαλοί του Σάξονες ηγεμόνες, όσο για την προώθηση του εμπορίου,
ιδίως με τη Σκανδιναβία και τη Ρωσία, στους εμπόρους των οποίων προσέφερε προνόμια στη
Λυβέκη. Το καθεστώς της Λυβέκης θα επεκτεινόταν και στις θυγατρικές της πόλεις, που με τη σειρά
τους προώθησαν τον γερμανικό εποικισμό προς τα ανατολικά.
Ο Βαρβαρόσσας είχε παίξει και είχε χάσει τη δυνατότητα να δημιουργήσει μια βασιλική επικράτεια
με βάση τη Λομβαρδία και τη Σουηβία. Αν και το 1190, όταν έχασε τη ζωή του στη διάρκεια μιας
σταυροφορίας, είχε σε σημαντικό βαθμό επανακτήσει το κύρος του, το άμεσο πρόβλημά του ήταν
να αποκαταστήσει τη θέση του στη Γερμανία επειδή στα είκοσι πέντε χρόνια της βασιλείας του
απουσίαζε τον περισσότερο καιρό στην Ιταλία. Το 1180 ο Βαρβαρόσσας παρέπεμψε τον Ερρίκο τον
Λέοντα σε δίκη για κακούργημα ενώπιον δικαστηρίου από ομότιμους υποτελείς, επειδή το 1178
είχε αρνηθεί την παροχή στρατιωτικής υπηρεσίας. Για να εξασφαλίσει την καταδίκη του Ερρίκου, ο
Φρειδερίκος αναγκάστηκε να υποσχεθεί προνόμια στους βαρόνους που θα δίκαζαν τον ισχυρό
δούκα. Τελικά όμως, ο Ερρίκος αρνήθηκε να παρουσιαστεί στο δικαστήριο· η άρνησή του
θεωρήθηκε έγκλημα καθοσιώσεως και έτσι καταδικάστηκε για προσβολή της αυτοκρατορικής
εξουσίας. Τα φέουδα του Ερρίκου διανεμήθηκαν στους βαρόνους και ο ίδιος εξορίστηκε τρία
χρόνια. Ωστόσο, καθώς οι περισσότερες γαίες του ήταν προσωπική ιδιοκτησία του και όχι βασιλικά
φέουδα, η δίκη αυτή δεν επηρέασε την κατοχή τους και έτσι ο Ερρίκος συνέχισε να είναι ο
πλουσιότερος Γερμανός ηγεμόνας.
Ορισμένες πτυχές της διευθέτησης του 1180, ιδίως εκείνες που αφορούν τη σχέση των υποτελών με
τον αυτοκράτορα και τους άρχοντες στους οποίους όφειλαν άμεση υποταγή, προβλέπονταν στις
«Διατάξεις για το Δίκαιο των Φέουδων», που είχαν εκδοθεί στη Ρονκάλια το 1158. Το 1180
ιδρύθηκε η Τάξη των Αυτοκρατορικών Ηγεμόνων [Reichsfürsten] ή Πριγκίπων της Επικρατείας, των
μεγάλων βαρόνων που κατείχαν μεγάλα βασιλικά φέουδα. Όπως ορίζεται στο Sachsenspiegel, ένα
νομικό κείμενο που γράφτηκε γύρω στο 1220, η γερμανική κοινωνία χωριζόταν σε «επτά τάξεις
θυρεών». Η Τάξη των Αυτοκρατορικών Ηγεμόνων απαρτιζόταν από τον αυτοκράτορα, τους
εκκλησιαστικούς άρχοντες στο δεύτερο επίπεδο και τους κοσμικούς ηγεμόνες (δούκες) στο τρίτο. Οι
κοσμικοί ηγεμόνες μπορούσαν να κατέχουν γαίες που είχαν παραχωρηθεί ως φέουδα από τους
εκκλησιαστικούς άρχοντες, αλλά όχι το αντίστροφο. Οι κόμητες, στο τέταρτο επίπεδο, ήταν
«ελεύθεροι κατώτεροι ευγενείς» και λάβαιναν φέουδα κυρίως από τους δούκες, όχι από τον
βασιλιά. Οι ιππότες, που αρχικά ήταν μη ελεύθεροι ministeriales, θεωρούνταν κατώτεροι από τους
κόμητες, αλλά ασκούσαν πολλές παρεμφερείς εξουσίες, εφόσον είχαν αποσπασθεί πλήρως από τον
έλεγχο του βασιλιά.
Έτσι, ο Γερμανός βασιλιάς στερήθηκε όποια εξουσία κι αν ασκούσε στους μικρότερους υποτελείς
του, ακριβώς την ίδια εποχή που οι Άγγλοι και οι Γάλλοι βασιλιάδες διεκδικούσαν με επιτυχία
τέτοιες εξουσίες. Μπορούσε να συναλλάσσεται μαζί τους μόνο διαμέσου των δουκών. Επιπλέον,
πιθανόν από το 1152 και σίγουρα από το 1180, ο Γερμανός βασιλιάς δεν ήταν πια σε θέση να
ενσωματώνει φέουδα στις ιδιόκτητες γαίες του όταν αυτά επέστρεφαν στα χέρια του λόγω
έλλειψης κληρονόμων· αντίθετα, ήταν υποχρεωμένος να τα επανεκχωρήσει σε άλλους γαιολήπτες
μέσα σε ένα έτος και μια ημέρα. Μολονότι συχνά τα παραχωρούσε σε δικούς του συγγενείς,
εξακολουθούσε να μη διαθέτει ένα αποτελεσματικό εργαλείο για τη συγκεντρωτική άσκηση της
εξουσίας όπως είχαν οι Γάλλοι και οι Άγγλοι ομόλογοί του. Επομένως, οι υποχωρήσεις που έκανε το
1180 ο Φρειδερίκος Βαρβαρόσσας προς τους βαρόνους του σήμαιναν ότι οι θεσμοί διακυβέρνησης
στη Γερμανία μπορούσαν να αναπτυχθούν κυρίως στο επίπεδο των εδαφικών ηγεμονιών και όχι της
μοναρχίας.
Το 1220 ο Φρειδερίκος εγγυήθηκε τα προνόμια των Γερμανών εκκλησιαστικών αρχόντων στις δικές
τους κτήσεις. Το 1231, με το Νόμο υπέρ των ηγεμόνων παραχώρησε σημαντικά προνόμια σε όλους
τους Γερμανούς άρχοντες, και όχι μόνο στους αυτοκρατορικούς ηγεμόνες. Δεσμεύτηκε να μην
ιδρύσει νέα κάστρα ή αγορές και επικύρωσε όλες τις εξουσίες που ασκούσαν τότε οι ηγεμόνες.
Ακόμα δέχτηκε το αυτοκρατορικό νόμισμα να μην υπερέχει έναντι του νομίσματος του τοπικού
ηγεμόνα μέσα στα όρια του πριγκιπάτου του. Απαγόρευσε στις αυτοκρατορικές ελεύθερες πόλεις
να δέχονται δουλοπαροίκους και να δίνουν το δικαίωμα του πολίτη σε άτομα που η μόνιμη κατοικία
τους βρισκόταν εκτός της πόλης. Τα εδάφη που είχαν αποσπάσει οι πόλεις από τους ηγεμόνες, από
τις Εκκλησίες και από ministeriales θα αποδίδονται στους αρχικούς δικαιούχους τους. Με τον τρόπο
αυτόν, ο Φρειδερίκος παραχώρησε στους ηγεμόνες ανεξαρτησία εντός των δικών τους επικρατειών.
Ως αντάλλαγμα, εκείνοι αναγνώρισαν τη νόμιμη κυριαρχία του και του επέτρεψαν να κινηθεί
ελεύθερα στην Ιταλία. Με το ίδιο έγγραφο αναγνωρίζονταν τα νομικά και οικονομικά προνόμια των Γερμανών επισκόπων, ένα
από τα οποία ήταν η επικυριαρχία τους πάνω στις αναπτυσσόμενες πόλεις που αγωνίζονταν για την
αυτονομία τους. Επίσης παραχώρησε στις μη επισκοπικές «αυτοκρατορικές ελεύθερες πόλεις» το
δικαίωμα να έχουν τα δικά τους συμβούλια και τις δικές τους οικονομικές διοικήσεις.
Εντούτοις, οι περισσότεροι Γερμανοί ηγεμόνες, οι οποίοι, σύμφωνα με τους ορους του
διακανονισμού του Φρειδερίκου Α' του 1180, δεν έλεγχαν τους δικούς τους μικρότερους υποτελείς
γαιοκατόχους, δεν ήταν σε θέση να κυριαρχήσουν στα πριγκιπάτα τους, όπως ακριβώς και ο
αυτοκράτορας δεν ήταν σε θέση να διατηρήσει την ενότητα της αυτοκρατορίας. Ο γιος του Ερρίκος,
τον οποίο ο Φρειδερίκος είχε εγκαταστήσει ως βασιλιά στη Γερμανία το 1231, διαφώνησε με την
πολιτική του πατέρα του. Το 1235 προσπάθησε να συμμαχήσει με τις γερμανικές πόλεις και τον
Λομβαρδικό Σύνδεσμο κατά των τοπικών ηγεμόνων και να διατηρήσει κάποια επίφαση
αυτοκρατορικής εξουσίας. Ο Φρειδερίκος τον έθεσε υπό τιμητικό περιορισμό, και ο Ερρίκος
αυτοκτόνησε. Ο Φρειδερίκος τον αντικατέστησε με έναν άλλο γιο του, τον Κορράδο, που τελικά τον
διαδέχτηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο. Ο ίδιος ο Φρειδερίκος Β' εγκατέλειψε οριστικά τη Γερμανία
μετά το 1235.
O Φρειδερίκος συνομολόγησε το 1229 δεκαετή ειρήνη με τους μουσουλμάνους, επανακτώντας την Ιερουσαλήμ και μερικές παράκτιες περιοχές στα
βόρεια της πόλης. Οι μουσουλμάνοι διατήρησαν τα ιερά τους στην Παλαιστίνη —μια ρύθμιση που
εξόργισε τον πάπα και τον ορθόδοξο πατριάρχη. Όταν ο πατριάρχης αρνήθηκε να στέψει τον
Φρειδερίκο βασιλιά της Ιερουσαλήμ, εκείνος αυτοαναγορεύθηκε βασιλιάς στις 18 Μαρτίου 1229,
αλλά μόνο για λογαριασμό του Κορράδου Δ', του ανήλικου γιου που είχε αποκτήσει με την
Ισαβέλλα, η οποία δεν ζούσε πια. Στη διάρκεια της απουσίας του αυτοκράτορα από την Ιταλία, ο
Γρηγόριος Θ' οργάνωσε μια εισβολή στη Σικελία, με επικεφαλής τον Ιωάννη της Βρυέννης, πατέρα
της βασίλισσας Ισαβέλλας, ο οποίος θεωρούσε τον εαυτό του νόμιμο βασιλιά της Ιερουσαλήμ. Ο
Φρειδερίκος αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ιταλία, όπου νίκησε τον παπικό στρατό και το 1230
ανάγκασε τον πάπα να συνάψει ειρήνη και να αναγνωρίσει την επικυριαρχία του στην Ιταλία.
Στο μεταξύ, ο Φρειδερίκος προσπάθησε να αναβιώσει στη Λομβαρδία τα αυτοκρατορικά
δικαιώματα που επί πολλά χρόνια παρέμεναν ανενεργά. Στις πόλεις είχαν ξεσπάσει συγκρούσεις
ανάμεσα στην παλαιά ελίτ των μεγάλων αρχόντων και τους νεόπλουτους εμπόρους, που
αυτοαποκαλούνταν popolo (λαός). Τα κόμματα του Γουέλφων και των Γιβελλίνων περιέπλεκαν
ακόμα περισσότερο τη σύγκρουση.
Οι Γουέλφοι πήραν το πάνω χέρι στις πόλεις της Τοσκάνης και της
Λομβαρδίας, όπου εξόντωσαν όσους περισσότερους Γιβελλίνους μπορούσαν. Ο Φρειδερίκος Β' είχε
αφήσει αρκετούς απογόνους, αλλά μόνον έναν νόμιμο γιο, τον Κορράδο Δ' (1250-1254) που πέθανε
πρόωρα. Την καλύτερη ευκαιρία για επανασύσταση της αυτοκρατορίας των Χοενστάουφεν
αντιπροσώπευε ο νόθος γιος του Φρειδερίκου, ο Μανφρέδος, που η κόρη του Κωνσταντία ήταν
παντρεμένη με τον Πέτρο, τον μετέπειτα ηγεμόνα των ισπανικών βασιλείων της Αραγονίας και της
Καταλονίας. Αντιμέτωπος με τη διαιώνιση της απειλής των Χοενστάουφεν, ο Ιννοκέντιος Δ' έταξε
στον βασιλιά Ερρίκο Γ' της Αγγλίας τον σικελικό θρόνο για τον γιο του Εδμόνδο της Κορνουάλης, με
αντάλλαγμα την υπόσχεση του Ερρίκου να εξοφλήσει τα χρέη του πάπα. Αυτό το σχέδιο σκόνταψε
στις αντιρρήσεις που πρόβαλαν οι Άγγλοι βαρόνοι.
Κι ενώ δυνάμωνε η εξουσία του Μανφρέδου, ο πάπας Κλήμης Δ' (1265-1268) υποσχέθηκε τον
σικελικό θρόνο στον Κάρολο τον Ανδηγαυικό, τον μικρότερο αδελφό του αγίου Λουδοβίκου Θ' της
Γαλλίας. Το 1266 η στρατιά του Μανφρέδου νίκησε τον Κάρολο στο Βενεβέντο, αλλά ο Μανφρέδος
σκοτώθηκε στο πεδίο της μάχης. Από τότε η αντιπολίτευση στον Κάρολο ήταν εικονική. Ο
Κορραδίνος, ο νεαρός γιος του Κορράδου Δ', εισέβαλε το 1268 στη Σικελία, αλλά σύντομα ηττήθηκε
και εκτελέστηκε. Και πάλι οι Γουέλφοι πήραν την εξουσία. Ο Κάρολος ο Ανδηγαυικός ήταν
απερίγραπτα μισητός στην Ιταλία επειδή φερόταν αλαζονικά και διοικούσε μέσω Γάλλων
αξιωματούχων. Έλπιζε να χρησιμοποιήσει τη Σικελία ως ορμητήριο για την κατάληψη της
Κωνσταντινούπολης, αλλά τον εμπόδισε ο «Σικελικός Εσπερινός», μια επανάσταση που άρχισε με
αντιγαλλική εξέγερση στο Παλέρμο τη Δευτέρα του Πάσχα του 1282 και επεκτάθηκε ραγδαία σε
όλες τις κτήσεις του Καρόλου. Το στέμμα δόθηκε στον γαμπρό του Μανφρέδου, τον βασιλιά Πέτρο
της Αραγονίας, γεγονός που ανάγκασε τον ανιψιό του Καρόλου, βασιλιά Φίλιππο Γ' (1270-1285) της
Γαλλίας, να περάσει το μεγαλύτερο διάστημα της βασιλείας του πολεμώντας κατά της Αραγονίας. Ο
Κάρολος και οι απόγονοί του κατάφεραν να κρατήσουν τη Νεάπολη και τις άλλες κτήσεις τους στην
ιταλική ενδοχώρα, αλλά οι Αραγονέζοι κατέλαβαν τη Σικελία. Το παλαιό νορμανδικό βασίλειο
παρέμεινε διαιρεμένο μέχρι το 1435, οπότε ο Αλφόνσος ο Μεγαλόψυχος της Σικελίας αναγορεύτηκε
βασιλιάς στη Νεάπολη, και το βασίλειο πήρε το όνομα «Δύο Σικελίες».
Στη Γερμανία οι πάπες είχαν υποστηρίξει αρκετούς βασιλιάδες ανδρείκελα ακόμα και πριν από το
θάνατο του Φρειδερίκου Β', και μετά το 1254 η κατάσταση έγινε χαώδης. Μετά από μια μεταβατική
περίοδο που κράτησε δεκαεννέα χρόνια, ο πάπας Γρηγόριος Γ' (1271-1276), που τώρα φοβόταν τον
Κάρολο τον Ανδεγαβικό (d'Anjou) περισσότερο απ' ό,τι τους Γερμανούς, ανάγκασε τους Γερμανούς ηγεμόνες
να αναγορεύσουν νέο βασιλιά τον Ροδόλφο των Αψβούργων (1273-1291). Ο Ροδόλφος εξελέγη
κυρίως επειδή ήταν αδύναμος, καθώς κατείχε λίγες μόνο γαιοκτησίες στην Ελβετία, αλλά, όπως
αποδείχθηκε, δεν ήταν ευκαταφρόνητος ηγεμόνας. Αντιλαμβανόμενος ότι δεν είχε καμία ελπίδα να
επανακτήσει την Ιταλία, ο Ροδόλφος αξιοποίησε τους εναπομείναντες πόρους της αυτοκρατορίας
για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της δικής του οικογένειας. Το 1278, στον πόλεμο κατά του
βασιλιά της Βοημίας, κατέκτησε την Αυστρία, που αποτέλεσε τη βάση της οικογενειακής περιουσίας
των Αψβούργων. Η αντίδραση των Γερμανών βαρόνων σ' αυτή την απροσδόκητη ενίσχυση της
εξουσίας του ήταν να εκλέξουν επόμενο αυτοκράτορα τον Αδόλφο του Νασσάου (1292-1298), αλλά
ο Αδόλφος εκθρονίστηκε και τον διαδέχτηκε ο Αλβέρτος (1298-1308), γιος του Ροδόλφου των
Αψβούργων. Εν συνεχεία το στέμμα έφυγε από τα χέρια των Αψβούργων για αρκετές γενιές. Η
εξουσία στη Γερμανία, με εξαίρεση τον απώτατο Νότο, βρισκόταν στα χέρια των συνδέσμων των
πόλεων και των εδαφικών ηγεμόνων.
Οι περισσότερες πόλεις που δεν ιδρύθηκαν με χάρτες απέκτησαν από τους άρχοντές τους προνόμια
μέσω της πίεσης που άσκησαν οργανώσεις των κατοίκων τους που ήταν δεμένοι μεταξύ τους με
όρκο. Ενώ οι βασικοί χάρτες για τις «νέες πόλεις» αναγνώριζαν τα δικαιώματα των ατόμων και των
ομάδων στις συναλλαγές τους με τον άρχοντα, οι μεγαλύτεροι οικισμοί αποκτούσαν και
περιορισμένα δικαιώματα αυτοδιοίκησης. Οι χάρτες ήταν συνήθως πιο συγκεκριμένοι ως προς την
εκτίμηση και την απόδοση των χρεών και την κατάργηση της δικαστικής μονομαχίας, η οποία γενικά
είχε ευνοήσει τους ευγενείς σε περιπτώσεις αντιδικίας τους με κατοίκους των πόλεων. Οι πόλεις με
πιο διευρυμένες ελευθερίες αποκαλούνταν μερικές φορές «κοινότητες» ή «κομούνες», επειδή σ'
αυτές είχε ιδρυθεί μια ένωση κατοίκων, δεμένων με όρκο, για έναν κοινό σκοπό. Ορισμένες
κοινότητες στη Φλάνδρα και τη βόρεια Γαλλία είχαν το δικαίωμα να αντεκδικούνται συλλογικά
οποιονδήποτε είχε θίξει ένα μέλος τους χωρίς να επανορθώσει. Ωστόσο, ο όρος «κοινότητα» δεν
χρησιμοποιείται για όλες τις αυτοδιοικούμενες πόλεις, και ασφαλώς δεν ήταν όλες οι «κοινότητες»
επαναστατικές οργανώσεις. Το 1066, οι κάτοικοι του Χούι, στην πριγκιπική επισκοπή της Λιέγης,
δέθηκαν με όρκο σε μια ένωση, προχώρησαν σε διαπραγματεύσεις με τον επίσκοπο, και απέκτησαν
κάποια αυτονομία σε νομικά και οικονομικά θέματα. Σε τέτοιες περιπτώσεις η κοινότητα
λειτουργούσε ως ειρηνευτικός οργανισμός· ο άρχοντας της πόλης γενικά επικύρωνε τα τοπικά έθιμα
και διασφάλιζε το δικαίωμα της πόλης να διαλέγει η ίδια τους αξιωματούχους της, να έχει
δικαστήριο, κοινό θησαυροφυλάκιο και, μερικές φορές, να νομοθετεί με τη συγκατάθεση του
άρχοντα. Σε ορισμένες πόλεις, τα μέλη αυτών των ενώσεων ήταν μόνο οι πιο εύποροι αστοί, αλλά
στις περισσότερες συμμετείχε ολόκληρος ο ανδρικός πληθυσμός. Ο Γάλλος ηγούμενος Γιβέρτος του
Νοζάν, μιλώντας στην Αυτοβιογραφία του [De vita sua] για τα δραματικά γεγονότα του 1116, όταν η
κοινότητα της Λαν προσπάθησε να καταλάβει την εξουσία εκτοπίζοντας τον τοπικό επίσκοπο,
δήλωσε πως η «κοινότητα» είναι «μια νέα και διαβολική ονομασία ώστε όλοι να πληρώνουν, αντί
για τον εθιμικό κεφαλικό φόρο, τον οποίο οφείλουν ως δουλοπάροικοι στον άρχοντά τους, ένα κατ'
αποκοπή ποσό καθορισμένο από το νόμο, και όλοι οι άλλοι χρηματικοί φόροι που συνήθως
επιβάλλονται στους δουλοπαροίκους να καταργηθούν εντελώς». Ο Γιβέρτος θεωρούσε την
κοινότητα μια «οργάνωση που τα μέλη της είναι δεμένα με όρκο, και έχει σκοπό την αλληλοβοήθεια
μεταξύ των κληρικών, των ευγενών και του λαού», αποβλέποντας στην εξασφάλιση στοιχειωδών
συντεχνιακών ελευθεριών.
Στις περισσότερες πόλεις κυριαρχούσε μια ολιγαρχία εύπορων εμπόρων, και η κυριαρχία αυτή ήταν
ευθέως ανάλογη προς το μέγεθος και το βαθμό της οικονομικής διαφοροποίησης στο εσωτερικό
της. Ιδίως στις πόλεις που αρχικά εμφανίστηκαν στην περιοχή δικαιοδοσίας κάποιας επισκοπής, οι
ministeriales και οι ευγενείς αγρολήπτες συχνά ανήκαν στην τοπική ελίτ, αν και οι περισσότεροι απ'
αυτούς στράφηκαν τελικά στο εμπόριο. Αν και μερικές φορές ο όρος «πατρίκιος» χρησιμοποιείται
ευρέως για την άρχουσα ομάδα μιας πόλης, στην πραγματικότητα αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη
κατηγορία: μια ομάδα «πατέρων» (patres) που οι οικογένειές τους κατείχαν απαλλαγμένες από
φορολογικές επιβαρύνσεις γαίες μέσα στην πόλη, και όχι απλώς κατοικίες με τα κινητά αγαθά που
περιείχαν. Ιδίως στις πόλεις της βόρειας Ευρώπης, αυτή η ομάδα συνήθως είχε ειδικά προνόμια. Η
παρουσία των ευγενών ήταν πιο έντονη στις πρώιμες πόλεις της Ιταλίας, της Ισπανίας, της
μεσογειακής Γαλλίας και της Γερμανίας απ' ό,τι στην Αγγλία, τη βόρεια Γαλλία και τις Κάτω Χώρες,
αλλά πουθενά δεν έλειπε εντελώς.
Η συντεχνία είναι μια ένωση ατόμων που έχουν το δικαίωμα να ρυθμίζουν συλλογικά ορισμένες
πλευρές της κοινής τους δραστηριότητας. Τα μέλη της δεσμεύονται με όρκο να παρέχουν αμοιβαία
βοήθεια και να συμμορφώνονται με τους κανόνες της συντεχνίας. Δεν είχαν όλες οι συντεχνίες
επαγγελματικό χαρακτήρα. Οι παλαιότερες γνωστές συντεχνίες ήταν φιλανθρωπικές αδελφότητες
που είχαν ιδρυθεί με σκοπό τη λατρεία της Παναγίας ή κάποιου προστάτη αγίου. Τέτοιες
οργανώσεις, καθώς και οι επαγγελματικές συντεχνίες, διοργάνωναν γιορτές στις οποίες οι
παρευρισκόμενοι γίνονταν κοινωνοί των βαθύτερων μυστηρίων της οργάνωσης μέσω της μέθης. Οι
συντεχνίες συγκέντρωναν συνδρομές, με σκοπό τη βοήθεια προς τα άπορα μέλη τους, καθώς και
προς τις χήρες και τα ορφανά τους, και για την εξασφάλιση αξιοπρεπών κηδειών.
Υπήρχαν δύο βασικοί τύποι επαγγελματικών συντεχνιών στις πόλεις, αν και τέτοιες διακρίσεις δεν
θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με αυστηρά κριτήρια. Στις περισσότερες πόλεις της βόρειας
Ευρώπης είχαν συσταθεί συντεχνίες εμπόρων, που μερικές φορές δύσκολα μπορούμε να τις
διακρίνουμε από τους ομίλους των ορκισμένων που συναντάμε στις απαρχές της ανεξάρτητης
ιστορίας των πόλεων. Με αυτή την έννοια, «έμπορος» σημαίνει χονδρέμπορος, επειδή οι άνθρωποι
αυτοί εισήγαν πρώτες ύλες στην πόλη και τις πουλούσαν είτε απευθείας στους καταναλωτές (όπως
συνέβαινε με τα τρόφιμα) είτε στους τεχνίτες για περαιτέρω επεξεργασία (όπως μαλλί και δέρμα).
Αν και οι πλούσιοι έμποροι καθόριζαν την πολιτική των συντεχνιών, στα μέλη τους
συγκαταλέγονταν χονδρέμποροι και έμποροι που δεν ήταν ιδιαίτερα εύποροι.
Τον 12ο αιώνα και ίσως νωρίτερα, σε ορισμένες πόλεις είχαν ιδρυθεί και οργανώσεις τεχνιτών.
Μερικές εμπορικές συντεχνίες προσπάθησαν να εμποδίσουν τους τεχνίτες να οργανωθούν και
πάντα επιχειρούσαν να τους αφαιρέσουν την πολιτική εξουσία, αλλά σε ορισμένες μεγάλες πόλεις
υπήρχαν συντεχνίες και εμπόρων και τεχνιτών. Στο Παρίσι, που ασφαλώς δεν αποτελεί τυπική
περίπτωση, τον 12ο αιώνα υπήρχε μια εμπορική συντεχνία, οι λεγόμενοι «έμποροι του νερού»,
καθώς και συντεχνίες κρεοπωλών, ιχθυοπωλών και αρτοποιών. Την ίδια εποχή ίσως να υπήρχαν
ανεξάρτητες ενώσεις και άλλων επαγγελματιών, αλλά μόνο για τον 13ο αιώνα διαθέτουμε
τεκμήρια. Ορισμένες επαγγελματικές συντεχνίες συνένωναν ποικίλες δραστηριότητες σε μια
οργάνωση, ενώ άλλες ήταν πιο εξειδικευμένες. Για παράδειγμα, οι υφαντουργοί συνήθως δέχονταν
παραγγελίες από τους εμπόρους μαλλιού. Κάθε ειδικός (λόγου χάρη, ψαλιδιτζής, τεντωτής,
υφαντής, γναφέας, βαφέας, για να αναφέρουμε λίγα μόνο παραδείγματα) εκτελούσε συγκεκριμένες
εργασίες υπό την επίβλεψη της συντεχνίας των εμπόρων. Ακόμα και όταν οι συντεχνίες των
τεχνιτών είχαν επισκιάσει τις συντεχνίες των εμπόρων, τα τοπικά «κέντρα υφασμάτων»
εξακολουθούσαν να ελέγχουν την παραγωγή, καθώς κανένας εργαζόμενος δεν μπορούσε να
καλύψει μόνος του όλα τα στάδια παραγωγής του υφάσματος. Αντίθετα, άλλα μέλη συντεχνιών των
τεχνιτών, όπως οι υποδηματοποιοί, δεν ήταν ιδιαίτερα εύπορα, αλλά είχαν περισσότερη
ανεξαρτησία από τους εργάτες υφαντουργίας. Αγόραζαν δέρματα από τους βυρσοδέψες, που
συνήθως είχαν τη δική τους οργάνωση, και παρήγαν ένα τελειωμένο προϊόν το οποίο πουλούσαν
λιανικώς.
Αφότου τα συμβούλια πήραν την εξουσία στις πόλεις, οι περισσότερες διοικήσεις των πόλεων στον
Βορρά ελέγχονταν κατά τον 13ο αιώνα από τις συντεχνίες
Οι εμποροπανηγύρεις ήταν ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στις οικονομίες της Μεσογείου και της
Βόρειας Θάλασσας. Στις αρχές του 12ου αιώνα, οι κόμητες της Καμπανίας προσέφεραν την
προστασία τους στους εμπόρους που έφταναν στην επικράτειά τους, κι ως το 1180 είχε καθιερωθεί
ένας κύκλος έξι εμποροπανηγύρεων που διεξάγονταν σε τέσσερις πόλεις —Λανύ, Προβέν, Τρουά
και Μπαρ-συρ-Ωμπ. Οι εκδηλώσεις αυτές διοργανώνονταν όλο το χρόνο, με ενδιάμεσα διαλείμματα
που επέτρεπαν στους εμπόρους να επισκέπτονται περιφερειακά εμπορικά κέντρα, όπως τις «πέντε
εμποροπανηγύρεις της Φλάνδρας» και τα πανηγύρια του Σαιντ Άιβς στην Αγγλία. Εκεί οι έμποροι
μπορούσαν να προμηθευτούν επιπλέον εμπορεύματα και να επιστρέψουν στην Καμπανία για να τα
ανταλλάξουν με αλλά προϊόντα. Φαίνεται ότι οι εμποροπανηγύρεις καθιερώθηκαν για να
προσελκύσουν το ήδη ακμαίο εμπόριο υφασμάτων της βόρειας Γαλλίας και της Φλάνδρας, αλλά
μετασχηματίστηκαν στο τελευταίο τέταρτο του 12ου αιώνα όταν εμφανίστηκαν οι Ιταλοί έμποροι.
Τον 13ο αιώνα έμποροι από τις σημαντικότερες γερμανικές πόλεις άρχισαν να συμμετέχουν στις
εμποροπανηγύρεις, όπως έκαναν και οι έμποροι της Βαρκελώνης και των μεγάλων πόλεων της
νότιας Γαλλίας.
Η ανταλλαγή του χρήματος αποτελούσε θεμελιακό στοιχείο των συναλλαγών στις
εμποροπανηγύρεις. Ακόμα και εδώ η άμεση ανταλλαγή των προϊόντων δεν είχε εγκαταλειφθεί,
επειδή κανέναν δεν συνέφερε η μεταφορά μεγάλης ποσότητας αργυρών νομισμάτων σε ένα
επικίνδυνο χερσαίο ταξίδι. Συμβολαιογραφικά έγγραφα, γραμμάτια πληρωτέα σε μια κατοπινή
εμποροπανήγυρη και μεταβιβαστικά έγγραφα χρησιμοποιούνταν για τη διευκόλυνση της
ανταλλαγής του χρήματος και των αγαθών. Η «πιστωτική επιστολή» ισοδυναμούσε με
μεταβιβάσιμη επιταγή. Ένας έμπορος αναγνώριζε τα χρέη του προς έναν άλλο, που έπρεπε να
εξοφληθούν σε μια συγκεκριμένη εμποροπανήγυρη αργότερα, μέσα στην ίδια χρονιά. Οι επιταγές
μπορούσαν να μεταβιβαστούν από τον οφειλέτη ενός εμπόρου στον πιστωτή ενός άλλου. Η
τελευταία εβδομάδα της εμποροπανήγυρης ήταν αφιερωμένη στο διακανονισμό των
εκκρεμοτήτων.
Βασικό στοιχείο κάθε οικονομικής δομής είναι τα μέσα συγκέντρωσης των πόρων και παροχής της
πίστωσης, επειδή χωρίς πίστωση τα μεγάλα εγχειρήματα καθίστανται δύσκολα. Ο μωσαϊκός νόμος
απαγόρευε τη χρέωση με τόκο μεταξύ «αδελφών», αλλά ενώ σήμερα λέγοντας τοκογλυφία
εννοούμε το πολύ υψηλό ή παράνομο επιτόκιο, τότε η λέξη σήμαινε το επιτόκιο καθαυτό. Η
μεσαιωνική Εκκλησία καταδίκαζε δριμύτατα τη χρέωση με τόκο. Ωστόσο, μέχρι την έναρξη των
διώξεων των Εβραίων από τον άγιο Λουδοβίκο, οι χριστιανοί και οι Εβραίοι δεν θεωρούνταν
αδελφοί, και επομένως οι Εβραίοι μπορούσαν να δανείζουν με τόκο στους χριστιανούς. Έτσι, οι
Εβραίοι πιστωτές έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στα πρώτα στάδια της εμπορικής ανάπτυξης της
Δύσης.
Η ανεπίσημη πίστωση είχε επίσης επεκταθεί, τόσο τοπικά όσο και στις εμποροπανηγύρεις, από
διάφορους Νοτιοευρωπαίους. Οι όροι «Καορσινός» και «Λομβαρδός», που παρέπεμπαν στους
δανειστές της γαλλικής πόλης Καόρ και της περιοχής της Λομβαρδίας στη βόρεια Ιταλία, έγιναν
συνώνυμοι των πιστοδοτών που δάνειζαν ανοιχτά με τόκο. Αν και ορισμένοι ηγεμόνες άρχισαν να
επιβάλουν νόμιμα επιτόκια (συνηθισμένο ύψος ήταν το εβδομαδιαίο επιτόκιο δύο πενών ανά λίρα
χωρίς χρεολύσια ή 43,4 τοις εκατό ετησίως), τα άτομα που νοιάζονταν για την ψυχή και την
υπόληψή τους και επιθυμούσαν να ταφούν σε ιερό χώρο δεν επέβαλλαν τέτοιο επιτόκιο. Οι
Λομβαρδοί και οι Καορσινοί συχνά δρούσαν και ως ενεχυροδανειστές, παρέχοντας ενυπόθηκες
πιστώσεις με επιτόκιο 20-40%. Παρά ταύτα, ο ρυθμός χρεοκοπιών για τους δανειστές χρημάτων
ήταν πολύ υψηλός. Τον 13ο αιώνα, οι Λομβαρδοί και οι Καορσινοί εκτόπισαν ταχύτατα τους
Εβραίους ως δανειστές χρημάτων, γεγονός που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στις διώξεις των
Εβραίων από τους βασιλιάδες της δυτικής Ευρώπης, οι οποίες εγκαινιάστηκαν με τον Φίλιππο
Αύγουστο.
Οι τραπεζικές εργασίες είχαν ποικίλη προέλευση: το δανεισμό χρημάτων με τη μορφή σύμπραξης,
την εξαργύρωση επιταγών, τις εμποροπανηγύρεις και τις «εμπορικές τραπεζικές εργασίες». Ήδη στα
τέλη του 12ου αιώνα, στη Γένουα και σε άλλες ιταλικές πόλεις ορισμένοι αργυραμοιβοί δέχονταν
καταθέσεις και εξέδιδαν αποδείξεις πληρωτέες άμα τη εμφανίσει, επένδυαν στο ενδιάμεσο τα
χρήματα και μεταβίβαζαν πληρωμές μεταξύ των πελατών τους και των πελατών των άλλων.
Προφανώς, αυτή η τακτική διευκόλυνε τις μεταβιβάσεις κεφαλαίων, όπως γινόταν προς τις
εμποροπανηγύρεις ή μεταξύ της Ευρώπης και των κρατών των σταυροφόρων, χωρίς τη χρήση
νομίσματος.
Η επιτυχία των χρυσών νομισμάτων δείχνει ότι μέχρι το 1200 το πολύ, το εμπορικό ισοζύγιο με την
Ανατολή ευνοούσε τη δυτική Ευρώπη. Η εμπορική ψαλίδα μεγάλωσε ακόμα περισσότερο όταν οι
μογγολικές κατακτήσεις στέρησαν τους Αιγυπτίους από τον συνήθη εφοδιασμό τους με αφρικανικό
χρυσάφι στα μέσα του 13ου αιώνα. Στις εμπορικές συναλλαγές τους, οι Μογγόλοι χρησιμοποιούσαν
μόνο ασήμι. Καθώς το ασήμι μετατοπίστηκε προς τα ανατολικά, τα αποθέματα του μετάλλου
άρχισαν να μειώνονται, γεγονός που προκάλεσε υποτίμηση του κοινού αργυρού νομίσματος στη
Δύση.
Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Από τον 11ο αιώνα οι αλλαγές στις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις ήταν ραγδαίες.
Τώρα η μάθηση είχε «πρακτικές» εφαρμογές. Αν και τα περισσότερα εμπορικά συμβόλαια
συνάπτονταν προφορικά ενώπιον μαρτύρων, ορισμένα έπαιρναν και γραπτή μορφή. Ενώ πριν από
τον 11ο αιώνα η δημιουργική δραστηριότητα ήταν ως επί το πλείστον επικεντρωμένη στη Γερμανία
και καθοριζόταν από τα συντηρητικά συμφέροντα των μοναστηριών και της αυτοκρατορικής αυλής,
τώρα το κέντρο της πνευματικής ζωής μετατοπίζεται δυτικά προς τη Γαλλία και από τις αγροτικές
περιοχές προς τις πόλεις.
Μια άλλη εξαιρετικά σημαντική αλλαγή κατά τη μέση περίοδο του Μεσαίωνα συνδέεται με τη
χωροθέτηση και τον τύπο των μεγάλων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Ενώ οι περισσότερες κορυφαίες
σχολές —η σχολή του καθεδρικού ναού της Ρενς είναι χαρακτηριστική εξαίρεση— ήταν μοναστικές
και ανακτορικές και βρίσκονταν κυρίως σε αγροτικές περιοχές, πυρήνας της εκπαίδευσης από τα
τέλη του 11ου αιώνα και μετά έγιναν οι σχολές των καθεδρικών ναών των πόλεων στη βόρεια
Ευρώπη και οι σχολές των δήμων στην Ιταλία. Οι περισσότεροι σπουδαστές τους ήταν γιοι εμπόρων
που προετοιμάζονταν να ακολουθήσουν κοσμική καριέρα, και όχι να ενταχθούν σε θρησκευτικά
τάγματα. Οι βασιλιάδες της Γαλλίας και της Αγγλίας επίσης δαπανούσαν περισσότερο χρόνο στις
πρωτεύουσές τους, στο Παρίσι και το Ουεστμίνστερ. Καθώς οι βασιλιάδες μετακινούνταν λιγότερο,
οι μοναρχίες πλαισιώθηκαν από υπηρεσίες και πολυάριθμους κρατικούς υπαλλήλους. Το γεγονός
αυτό, με τη σειρά του, παρότρυνε τους ηγεμόνες να προωθήσουν την ανάπτυξη των
εκκολαπτόμενων εκπαιδευτικών κέντρων. Οι εγγράμματοι μάθαιναν το επάγγελμά τους
διαβάζοντας υποδείγματα σε πεζό λόγο, και όχι καταλόγους ενοικιαστών γης, ακόμα και αν
περνούσαν την επαγγελματική τους ζωή μετά τη σχολή συντάσσοντας τέτοιους καταλόγους. Φυσική
συνέπεια ήταν να επικρατήσουν υψηλότερα και πιο εκλεπτυσμένα αισθητικά πρότυπα. Επιπλέον,
καθώς έμπαιναν στην κυκλοφορία όλο και μεγαλύτερα χρηματικά ποσά, τόσο οι έμποροι όσο και οι
ηγεμόνες έπρεπε να μάθουν να εκτελούν αριθμητικές πράξεις.
Με εξαίρεση μερικά ιδιαίτερα μαθήματα, η επίσημη διδασκαλία διεξαγόταν εξ ολοκλήρου στα
λατινικά. Οι εφαρμογές των λατινικών είχαν τυποποιηθεί στη διάρκεια της καρολίγγειας περιόδου,
αλλά οι γερμανικές και οι ρομανικές γλώσσες συνέχισαν να εξελίσσονται. Οι διάφορες γερμανικές
γλώσσες παρουσίαζαν σημαντικές διαφοροποιήσεις κατά περιοχές, καθώς η Γερμανία δεν διέθετε
την πολιτική ισχύ που κατέστησε το Λονδίνο, το Παρίσι και την Καστίλλη βάση των αγγλικών, των
γαλλικών και των ισπανικών αντίστοιχα. Οι βόρειες γερμανικές διάλεκτοι παρέμειναν σχετικά
αναλλοίωτες, ενώ δεν συνέβη το ίδιο με τις διαλέκτους της νότιας Γερμανίας. Το σαξονικό ιδίωμα
του Μαρτίνου Λουθήρου, που λόγω της πλατιάς απήχησης της Βίβλου του αποτέλεσε τη βάση της
σύγχρονης γερμανικής γλώσσας, είναι πιο ευέλικτο από τα βόρεια γερμανικά που εξελίχθηκαν σε
ολλανδικά, αλλά πιο άκαμπτο από τις γλώσσες της κεντρικής Γερμανίας.
Στη Γαλλία οι αλλαγές ήταν ακόμα περισσότερες. Η γλώσσα της νότιας Γαλλίας τροποποιήθηκε
μέσω της επαφής με τις κελτικές γλώσσες και τελικά με τα αραβικά, ενώ αμοιβαίες υπήρξαν οι
επιδράσεις ανάμεσα στη γλώσσα της βόρειας Γαλλίας και τις γερμανικές γλώσσες. Το αποτέλεσμα
ήταν η ύπαρξη δύο γαλλικών γλωσσών, της γλώσσας του ουάλ (oil) στον Βορρά και της γλώσσας του
οκ (oc) στον Νότο, ανάλογα με τον διαφορετικό τρόπο προφοράς της λέξης ναι. Η γλώσσα του οκ
έμοιαζε περισσότερο με τα καταλανικά και τα ιταλικά παρά με τη γλώσσα του ουάλ, αλλά οι
μεταναστεύσεις των Νορμανδών στην Αγγλία και τη Μεσόγειο και οι σταυροφορίες κατά των
Αλβιγηνών στη νότια Γαλλία (βλ. Κεφάλαιο IB') συνέβαλαν στην επικράτηση των βόρειων γαλλικών
ως εθνικής γλώσσας. Εντούτοις, ακόμα και στις αρχές του 14ου αιώνα, οι πάπες στην Αβινιόν, που
όλοι τους προέρχονταν από το Λανγκεντόκ, δυσκολεύονταν να κατανοήσουν τα έγγραφα που
εκδίδονταν από τη βασιλική γραμματεία στο Παρίσι.
Η ευρύτερη απήχηση της γαλλικής λογοτεχνίας επιβράδυνε την ανάπτυξη των ιταλικών ως
λογοτεχνικής γλώσσας μέχρι τον 13ο αιώνα, αργότερα όμως τα ιταλικά διαδόθηκαν ταχύτατα. Με
εξαίρεση λιγοστές λομβαρδικές λέξεις, τα ιταλικά είχαν πιο «καθαρό» λατινικό λεξιλόγιο απ' ό,τι τα
ισπανικά ή τα γαλλικά, που ήδη είχαν αλλοιωθεί από τα αραβικά και τα γερμανικά. Η δημοτικότητα
της Θείας Κωμωδίας του Δάντη τον 14ο αιώνα συνέβαλε σημαντικά στην
ανάδειξη της τοσκανικής διαλέκτου ως βάσης των σύγχρονων Iταλικών.
Αντίστοιχα, τα αγγλικά αποτελούν σύνθεση κελτικών, σαξονικών, σκανδιναβικών και
νορμανδογαλλικών στοιχείων. Η ιθαγενής σαξονική γλώσσα συνέχισε να χρησιμοποιείται από τον
λαό μετά το 1066, αλλά οι ηγεμόνες του μιλούσαν νορμανδικά γαλλικά. Μόνο το 1349 εισήχθησαν
τα αγγλικά στην εκπαίδευση, ενώ τα αγγλικά ήταν η γλώσσα στην οποία έγινε η έναρξη του
κοινοβουλίου (parliament) το 1362. Το 1413 τα αγγλικά έγιναν η επίσημη γλώσσα της βασιλικής
αυλής, αλλά τα γαλλικά εξακολούθησαν και μέχρι τον 18ο αιώνα να χρησιμοποιούνται στα
δικαστήρια. Υπήρχαν αρκετές παραλλαγές αγγλικών, αλλά τελικά καθιερώθηκε η διάλεκτος του
Λονδίνου.
Από τον 12ο αιώνα, ο όγκος της πνευματικής παραγωγής αυξάνει με πολύ ταχύτερο ρυθμό στις
τοπικές γλώσσες απ' ό,τι στα λατινικά. Το 1300, και σε ορισμένες περιοχές ακόμα νωρίτερα, οι
λαϊκές γλώσσες είχαν επισκιάσει τα λατινικά ως κύριο μέσο δημιουργικής έκφρασης. Οι
περισσότεροι άνθρωποι αποκτούσαν στοιχειώδη παιδεία στην κοινή γλώσσα της γενέτειράς τους,
και μετά μελετούσαν λατινικά ως δεύτερη γλώσσα στο σχολείο. Πολλοί έμαθαν γραφή και
ανάγνωση στην καθομιλουμένη, ενώ από λατινικά γνώριζαν μόνο τη θεία λειτουργία. Ήδη τον 14ο
αιώνα ακόμα και ορισμένα θεολογικά κείμενα γράφονταν στην καθομιλουμένη. Ενώ οι κοσμικοί
ηγέτες του πρώιμου Μεσαίωνα, που τους απασχολούσαν οι ευθύνες τους έναντι του Θεού, έθεταν
υπό την προστασία τους κυρίως τους κληρικούς και τα θεολογικά κείμενα, τον 12ο αιώνα είχαν ήδη
αρχίσει να προωθούν άλλες μορφές έκφρασης, συνήθως στη λαϊκή γλώσσα, που θα μπορούσε να
γίνει κατανοητή από περισσότερους ανθρώπους. Η αυξανόμενη πολιτική ισχύς της Εκκλησίας την
κατέστησε αντίπαλο πολλών κοσμικών ηγεμόνων, που ενδιαφέρονταν λιγότερο απ' ό,τι οι πρόγονοί
τους για την ευσέβεια και περισσότερο για τη διασκέδαση.
Μια σημαντική διάκριση, που υπερβαίνει τη γλώσσα της καλλιτεχνικής σύνθεσης, είναι κατά πόσον
ένα λογοτεχνικό έργο αποτελεί προϊόν αυθόρμητης δημιουργίας ή γράφτηκε ή τραγουδήθηκε
απευθυνόμενο σε κάποιον συγκεκριμένο προστάτη. Στον πρώιμο Μεσαίωνα, οι περιπλανώμενοι
τραγουδιστές (μενεστρέλοι) τραγουδούσαν στις αυλές των ηγεμόνων παλιούς ηρωικούς μύθους με
αντάλλαγμα την παροχή γεύματος, εμπλουτίζοντας τις ιστορίες τους με νέες, δικές τους
παραλλαγές, συχνά με σκοπό να κολακεύσουν τον πάτρoνά τους.
Είδαμε ότι οι γαιοκτήμονες ευγενείς διαμορφώθηκαν σε κοινωνική τάξη στη διάρκεια της μέσης
περιόδου του Μεσαίωνα και προσπάθησαν να αναπτύξουν ένα δικό τους ευρύτερο ήθος, με άξονα
τη δική τους αρετή και ανωτερότητα. Οι έμποροι που αγόραζαν τη γη τους και τους πίεζαν να
πληρώνουν τους λογαριασμούς τους δεν εισέπρατταν παρά την περιφρόνηση αυτών των
αυτόκλητων αναζητητών του ιερού δισκοπότηρου.
Η λογοτεχνία της καθομιλουμένης που κυκλοφορούσε στις αυλές των ευγενών αποτελούνταν από
έπη και μυθιστορίες (και τα δύο σχηματοποιημένα και υπό την προστασία των αρχόντων), καθώς
και λυρική ποίηση. Τόσο τα έπη (τα γαλλικά chansons de geste, τραγούδια για ανδραγαθίες) όσο και
οι μυθιστορίες εμπνέονταν από πραγματικά γεγονότα που είχαν συμβεί στο παρελθόν. Το ισπανικό
έπος El Cid («Ο Άρχοντας») γράφτηκε γύρω στο 1140, μια γενιά μόνο μετά το θάνατο του κεντρικού
του ήρωα, του Καστιλλιάνου ιππότη Ροντρίγκο Ντίας ντε Βιβάρ, που πολέμησε κατά των χριστιανών
αλλά και των μουσουλμάνων για να καρπωθεί εδάφη και προσωπική δόξα και πέθανε το 1099 ως
άρχοντας της Βαλένθιας. Τα υπόλοιπα έπη και οι μυθιστορίες διαδίδονταν προφορικά επί πολλά
χρόνια, συνήθως αρκετούς αιώνες, μέχρις ότου κάποια από αυτά διασωθούν σε γραπτή μορφή.
Έτσι, υπάρχουν ποικίλες παραλλαγές και διαφορετικές λογοτεχνικές παραδόσεις. Σε αντίθεση με τις
μυθιστορίες, το κλίμα στα έπη είναι ηρωικό και συχνά αιματηρό, σπάνια εκλεπτυσμένο, και οι
ήρωες σκιαγραφούνται μες στον ιστορικό τους περίγυρο, έστω και ατελώς δοσμένο, ενώ στις
μυθιστορίες μετασχηματίζονται σε υποδείγματα των αρετών της τάξης των ευγενών, όπως αυτές
γίνονταν αντιληπτές στα χρόνια του συγγραφέα. Με εξαίρεση, ως ένα βαθμό, το Έπος των
Νιμπελούνγκεν, οι ήρωες των επών απεικονίζονται μονοδιάστατοι, ενώ οι χαρακτήρες των
μυθιστοριών είναι πολύ πιο σύνθετες προσωπικότητες. Επίσης, οι μυθιστορίες συλλαμβάνονταν ως
ιστορίες και γίνονταν κατανοητές ως προϊόντα μυθοπλασίας.
Τα έπη μάς προσφέρουν μια συναρπαστική ματιά στην αντίληψη που είχαν οι ευγενείς για τον
εαυτό τους. Για τον μέσο αγγλομαθή αναγνώστη η ωμότητά τους συχνά αμβλύνεται επειδή οι
περισσότερες σύγχρονες μεταφράσεις τους χρησιμοποιούν τις αρχαϊκές μορφές του δεύτερου
ενικού (thou και thine αντί you και your). Αυτό προσδίδει μια αίσθηση λεπταίσθητης ευπρέπειας
που είναι εντελώς απούσα από το πρωτότυπο. Τα παλαιότερα ποιήματα απεικονίζουν τον ευγενή
ως σκληροτράχηλο, αρπακτικό στρατιώτη. Το 943, στην ταραγμένη γη της βορειοδυτικής Γαλλίας
που στην πραγματικότητα δεν ανήκε σε κανέναν κι όπου η ανάμνηση των Βίκινγκ ήταν ακόμα νωπή,
κάποιος Ροδόλφος ή Ραούλ προσπάθησε να καταλάβει τα εδάφη του Ερβέρτου, του μακαρίτη κόμη
του Βερμαντουά, και σκοτώθηκε από τους γιους του εκλιπόντος. Το επεισόδιο αυτό παρουσιάζεται
εξωραϊσμένο στο έπος Ραούλ του Καμπραί. Ο Ραούλ, που γεννήθηκε κοιλάρφανος, αποκληρώθηκε
από τον άρχοντα του πατέρα του, τον Γάλλο βασιλιά. Μετά την ενηλικίωσή του, ο Ραούλ, μαζί με
τον υπηρέτη του Μπερνιέ, τέθηκε στην υπηρεσία του Γερμανού αυτοκράτορα, που του
παραχώρησε τα εδάφη των θείων του Μπερνιέ, γιων του Ερβέρτου του Βερμαντουά. Στην
προσπάθειά του να κατακτήσει αυτά τα εδάφη, ο Ραούλ επέδειξε μια άνευ προηγουμένου
αγριότητα. Ο Μπερνιέ ανησυχούσε για τη συμπεριφορά του Ραούλ, αλλά πίστευε πως η πίστη στον
αφέντη του βάραινε περισσότερο από τις προσωπικές υποχρεώσεις του έναντι των συγγενών του.
Τελικά όμως, αψήφησε ανοιχτά τον Ραούλ, αρνούμενος την πίστη στο πρόσωπό του, και λίγο
αργότερα τον σκότωσε σε μονομαχία. Το υπόλοιπο ποίημα αφηγείται την αμείλικτη καταδίωξη του
Μπερνιέ από τους συγγενείς του Ραούλ. Κορυφώνεται με μια επίθεση κατά του Μπερνιέ, ο οποίος
ανάρρωνε ύστερα από μια από τις πολλές αιματηρές μάχες που εξιστορεί ηδονικά και με κάθε
λεπτομέρεια η «σιδηρά» μητέρα του Ραούλ, η αρχόντισα Αλίκη η Λευκόχρους.
Το Άσμα του Ρολάνδου είναι πιο γνωστό από τον Ραούλ του Καμπραί, αλλά κινείται στο ίδιο
ψυχολογικό κλίμα, που εμπλουτίζεται με την αμοιβαία σχέση του ήρωα με τον υπηρέτη του. Το 778,
καθώς ο στρατός του Καρλομάγνου επέστρεφε από την Ισπανία, η οπισθοφυλακή του δέχτηκε
επίθεση και εξοντώθηκε. Με αφορμή αυτό το γεγονός, οι μενεστρέλοι έπλασαν έναν ηρωικό θρύλο
που πρωτοπήρε γραπτή μορφή στα τέλη του 11ου αιώνα. Ο διοικητής της ομάδας, ο κόμης
Ρολάνδος, έγινε ανιψιός του Καρλομάγνου και επινοήθηκε κάποιος προδότης. Μολονότι ο κύριος
όγκος της στρατιάς βρισκόταν αρκετά κοντά ώστε να ακουστεί ένα πολεμικό κέρας, ο Ρολάνδος δεν
καταδέχτηκε να το φυσήξει, γιατί κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με παραδοχή της αδυναμίας του.
Αντίθετα, προτίμησε να πολεμήσει μέχρις εσχάτων. Ο ποιητής μάς διαβεβαιώνει ότι, αφού δέχτηκε
ένα χτύπημα που θα σώριαζε κατάχαμα έναν λιγότερο δυνατό άντρα, ο ήρωας εκφώνησε εν μέσω
του ορυμαγδού της μάχης ένα λογύδριο περί ανδρείας και έκοψε στα δύο είκοσι τέσσερις
μουσουλμάνους με το σπαθί του. Το ποίημα είναι ένας χείμαρρος όπου αίμα και μυαλά χύνονται σε
άφθονες ποσότητες. Ο αρχιεπίσκοπος, που το κανονικό δίκαιο τον εμπόδιζε να χύσει αίμα, όρμησε
στη μάχη κραδαίνοντας τη ράβδο του. Τελικά, αφού ήταν ολοφάνερο ότι οι άνδρες του θα
σκοτώνονταν, ο Ρολάνδος ενέδωσε στα παρακάλια του πιστού του στρατιώτη Ολιβιέ και φύσηξε το
πολεμικό του κέρας. Ο Καρλομάγνος έφτασε έγκαιρα για να εκφωνήσει κι αυτός ένα λόγο και να
υποσχεθεί στους ψυχορραγούντες ήρωες χριστιανική ταφή. Τέτοιες ιστορίες ριψοκίνδυνης ανδρείας
συγκινούσαν και κολάκευαν τους ευγενείς. Το γεγονός ότι ο Ρολάνδος θυσίασε τους στρατιώτες του
για να κερδίσει δόξα ο ίδιος ήταν εντελώς συμβατό με την αντίληψη που είχαν οι ευγενείς για τον
εαυτό τους —κάτι που πρέπει να ιδωθεί ως έκθεση μιας κοινωνικής πραγματικότητας, όχι ως
ιστορικό γεγονός. Απ' όσα γνωρίζουμε για τις πραγματικές μάχες και τη διπλωματία, πράγματι τις
χαρακτήριζε κάποια αποκοτιά απέναντι στον κίνδυνο, αλλά συχνά και προδοσία και δειλία.
Τα μεταγενέστερα έπη εμφανίζονται πιο περίτεχνα, ιδίως το Έπος των Νιμπελούνγκεν που γράφτηκε
στην Αυστρία γύρω στο 1200. Είναι το έπος που διατηρήθηκε περισσότερο απ' όλα τα αλλά σε
καθαρά προφορική μορφή, με αποτέλεσμα τη σκιαγράφηση πολλών σύνθετων ηρώων, αν και
υπάρχουν κι εδώ πολλές μάχες και αιματοχυσίες, προορισμένες να ικανοποιήσουν το ακροατήριο
της εποχής. Η δράση επικεντρώνεται στην εξόντωση του βουργουνδικού στρατού και της βασιλικής
οικογένειας από τους Ούνους το 436. Οι γυναίκες, που λίγο ως πολύ λάμπουν διά της απουσίας
τους στα προηγούμενα έπη, εμφανίζονται στο Έπος των Νιμπελούνγκεν να μηχανορραφούν και να
δρουν στο παρασκήνιο, με κορυφαία εκπρόσωπο την ποταπή Βουργουνδή πριγκίπισσα Κριμχίλδη.
Οργισμένη από ζήλια επειδή ο ήρωας Ζίγκφρηντ προτίμησε την Ισλανδή πριγκίπισσα Βρουγχίλδη, η
Κριμχίλδη τον πρόδωσε στον Χάγκεν, τον ανώτερο αξιωματούχο του αδελφού της, του βασιλιά
Γκούνθερ. Η Κριμχίλδη συνέχισε την εκδικητική της δράση με το γάμο της με τον Ούνο Έτσελ
(Αττίλα). Οι Βουργουνδοί ηττήθηκαν από ένα συνασπισμό Ούνων και Οστρογότθων. Στη συνέχεια η
Κριμχίλδη διέταξε την εκτέλεση του αδελφού της Γκούνθερ και σκότωσε τον Χάγκεν με το ίδιο της το
χέρι. Τελικά, την Κριμχίλδη την σκότωσε ο ηλικιωμένος Οστρογότθος ήρωας Χίλντεμπραντ.
Οι μυθιστορίες είναι πιο περίτεχνο λογοτεχνικό είδος από το έπος, αλλά οι περισσότερες απέκλιναν
ακόμα περισσότερο από την πραγματικότητα. Η ιστορική βάση των μυθιστοριών συσκοτίζεται από
τη συνειδητή μυθοπλασία. Ο Μέγας Αλέξανδρος εμφανίζεται συχνά στη θεματολογία τους, αλλά ο
πιο διάσημος ήρωας των μυθιστοριών είναι ο βασιλιάς Αρθούρος. Σήμερα οι περισσότεροι
μελετητές κλίνουν υπέρ της άποψης ότι ο Αμβρόσιος Αυρηλιανός, ένας Κέλτης αρχηγός που πέθανε
πολεμώντας τους Σάξονες εισβολείς στα τέλη του 5ου και στις αρχές του 6ου αιώνα, ήταν το
αρχέτυπο του θρυλικού βασιλιά Αρθούρου. Η φιγούρα του Αρθούρου αναπτύχθηκε προφορικά
στους ιρλανδικούς, κορνουαλικούς και ουαλικούς θρύλους, τους οποίους μάθαιναν οι Βρετόνοι
μενεστρέλοι που ακολουθούσαν τις νορμανδικές στρατιές στη Βρετανία και ύστερα μετέφεραν τις
ιστορίες στη Βρετάνη. Φαίνεται ότι το ουαλικό Mabinogion, που γράφτηκε γύρω στο 1060, ήταν η
πηγή που χρησιμοποίησε ο Γοδεφρείδος του Μόνμουθ στην Ιστορία των βασιλέων της Βρετανίας
(περί το 1135). Ο Νορμανδός Ουέις έγραψε τη Μυθιστορία του Βρούτου (περί το 1155)
εμπλουτίζοντας τις ιστορίες του Γοδεφρείδου. Γύρω στο 1200 το έργο του Ουέις αποδόθηκε στα
μεσαιωνικά αγγλικά, και πάλι εμπλουτισμένο με μπόλικο νέο υλικό, στον Βρούτο του Λέυαμον.
Μετά το 1225 περίπου, παύουν να γράφονται σημαντικά λογοτεχνικά έργα για τον Αρθούρο, αλλά
στην Αγγλία οι σχετικοί θρύλοι εξακολούθησαν να εμπλουτίζονται, κυρίως με το έργο Ο Σερ
Γκαουαίην και ο Πράσινος Ιππότης (περί το 1370).
Όλες οι μυθιστορίες για τον Αρθούρο προβάλλουν τις ιπποτικές αρετές, αλλά ένα στοιχείο που
εντοπίζεται σ' αυτές και απουσιάζει εντελώς από τα έπη είναι η προστασία που παρέχει ο ρωμαλέος
ιππότης στους αδύνατους. Μολονότι ο Αρθούρος είναι μια σταθερή παρουσία στο πλαίσιο της κάθε
μυθιστορίας, υπάρχουν σημαντικές παραλλαγές ανάμεσα στις διάφορες ιστορίες. Ο Αρθούρος ήταν
νόθος γιος του Ούθερ του Δρακοντοκέφαλου, βασιλιά της Βρετανίας, και της συζύγου ενός άρχοντα
της Κορνουάλης. Αναγνωρίστηκε ως βασιλιάς αφού τράβηξε ένα ξίφος που ήταν βυθισμένο σε μια
πέτρα. Βασίλεψε στην αυλή του στο Κάμελοτ, περιτριγυρισμένος από τους ιππότες του, με την
προστασία του μυστηριώδους ξίφους Εξκάλιμπερ, που του το είχε δώσει η Κυρά της Λίμνης.
Ασφαλώς, είχε θανάσιμους εχθρούς, κυρίως τον ανιψιό του Μόρντρεντ και την αδελφή του
Μόργκαν λε Φέυ. Τελικά, ο Μόρντρεντ και ο Αρθούρος σκότωσαν ο ένας τον άλλον σε μια θανάσιμη
αναμέτρηση. Οι πιο ξακουστοί ιππότες του Αρθούρου ήταν ο Τριστάνος και ο Λανσελότος. Είχαν
όμως και οι δύο παραστρατήσει καθώς δημιούργησαν παράνομες ερωτικές σχέσεις, ο Τριστάνος με
την Ιζόλδη, τη σύζυγο του βασιλιά Μάρκου, που ήταν θείος του, και ο Λανσελότος με τη Γενιέβρη,
τη σύζυγο του Αρθούρου. Άλλοι ήρωες ήταν ο Γκαουαίην (Gawain), ανιψιός του Αρθούρου, και
ορκισμένος αντίπαλος του Λανσελότου, ο ιππότης Γκάλαχαντ, γιος του Λανσελότου, και επικεφαλής
της αναζήτησης του αγίου δισκοπότηρου, και ο «κακός» ιππότης Κέι, θετός αδελφός του Αρθούρου.
Ο κύκλος των ιστοριών του Αρθούρου και των ιπποτών του της στρογγυλής τραπέζης εγγράφεται σε
μια παράδοση αυλικού ή πλατωνικού έρωτα, την οποία μπορούμε να ανιχνεύσουμε από τις αρχές
του 12ου αιώνα στις αυλές της Ευρώπης. Πάντα κυριαρχεί ένας περίτεχνος κώδικας συμπεριφοράς.
Η τιμή ήταν το κορυφαίο κίνητρο των περισσότερων ηρώων, και κάθε προσβολή της ήταν ζήτημα
ζωής και θανάτου. Η αβροφροσύνη, οι επιδόσεις στις καλές τέχνες (αλλά όχι στις επτά ελευθέριες
τέχνες, που ήταν αποκλειστική αρμοδιότητα των νάνων που επιδίδονταν στη μαγεία) και η
ικανότητα να μιλά κανείς με ευφράδεια και επί μακρόν θεωρούνταν σημαντικές ιδιότητες. Η
στρατιωτική γενναιότητα ήταν επίσης αναγκαία, αν και οι περισσότερες μυθιστορίες τόνιζαν τις
πολεμικές αναμετρήσεις λιγότερο απ' ό,τι τα έπη.
Σε πολλές μυθιστορίες συναντάμε στερεότυπα θέματα. Ένας ιππότης εγκαταλείπει το σπίτι του
αναζητώντας την περιπέτεια και ερωτεύεται μια όμορφη κυρά. Τελικά φτάνει στην αυλή του
Αρθούρου όπου μαθαίνει ότι δεν μπόρεσε να συνδυάσει αρμονικά έρωτα και ιπποσύνη, επειδή η
προσήλωσή του στις απαιτήσεις της ιπποσύνης αποβαίνει εις βάρος του έρωτα, ενώ η ιπποτική του
ανδραγαθία εξασθενεί λόγω της υπερβολικής του αφοσίωσης στην κυρά του. Επομένως,
απαιτούνται και άλλες περιπέτειες για τον εξαγνισμό του και για τη συμφιλίωση των ποικίλων
πτυχών της προσωπικότητάς του. Ορισμένοι πιστεύουν ότι ο Χριστιανός της Τρουά (άκμασε μεταξύ
1148 και 1190), ο οποίος αποδείχθηκε ο μεγαλύτερος δεξιοτέχνης του 12ου αιώνα σε τέτοιες
συμβάσεις, που εμφανίζονται στις μυθιστορίες του Υβαίν και Ερίκ και Ενίντ, τις παρωδεί στο έργο
του Ιππότης της άμαξας. Εδώ η βασίλισσα Γενιέβρη αιχμαλωτίζεται από τις δυνάμεις ενός πονηρού
ιππότη. Ο ήρωας, ο ιππότης Λανσελότος, ανακαλύπτει πού την κρατούν, αλλά όταν η Γενιέβρη
μαθαίνει ότι εκείνος ταλαντεύτηκε προς στιγμήν προτού ορμήσει στην άμαξα για να πάει κοντά της,
συμπεραίνει ότι ο έρωτάς του γι' αυτήν δεν είναι απόλυτος. Για να αποσπάσει τη συγγνώμη της, ο
Λανσελότος θα πρέπει να περάσει από πολλές δοκιμασίες, αν και οι περιπέτειες αυτές συμβαίνουν
μετά τη διάσωσή της από τον ήρωα.
Στα τέλη του 12ου και τον 13ο αιώνα η γαλλική παράδοση του αυλικού έρωτα συνεχίστηκε από τους
Φλαμανδούς και ιδίως από τους Γερμανούς ποιητές και, κάπως αργότερα, από τους Ιταλούς. Πολλά
έργα τους ήταν μεταφράσεις από τα αντίστοιχα γαλλικά με ελάχιστες προσθήκες, αλλά ορισμένα
έργα της γερμανικής λυρικής ποίησης, και ιδίως ο Πάρσιφαλ του Βόλφραμ φον Έσενμπαχ (περί το
1170-1220) από τη Φραγκονία, παρουσιάζουν αρκετά πρωτότυπα στοιχεία. Ο θρύλος του ιερού
δισκοπότηρου (Γκράαλ) πρωτοεμφανίζεται σε κελτικές ιστορίες για ένα μαγικό ιερό σκεύος. Εν
συνεχεία, μεταφυτεύτηκε στη χριστιανική παράδοση με τον Πάρσιφαλ του Χριστιανού της Τρουά.
Συνδέθηκε με τους θρύλους του Ιωσήφ του από Αριμαθαίας, που απομάκρυνε το νεκρό σώμα του
Ιησού από το σταυρό, και στη συνέχεια με τον Μυστικό Δείπνο. Ο Βόλφραμ πήρε τη βασική ιστορία
από τον Χριστιανό, αλλά διέταξε το έργο του σύμφωνα με το λειτουργικό ημερολόγιο και
συμπεριέλαβε αρκετό επιστημονικό και θεολογικό υλικό. Ο ίδιος ο Πάρσιφαλ ήταν ένας άγαρμπος,
αφελής νέος που η μητέρα του προσπάθησε να τον προφυλάξει από τους κινδύνους της ιπποσύνης
ντύνοντάς τον σαν ηλίθιο κι ελπίζοντας ότι θα τον έπαιρναν για τέτοιο. Αμέσως μόλις ξεκίνησε για
την αναζήτηση του δισκοπότηρου, συνάντησε μια όμορφη κυρά σε μια σκηνή. Μια που είχε ακούσει
ότι οι αβρόφονες ιππότες ασπάζονταν τέτοια πλάσματα, τη φίλησε. Αλλά η πράξη του ήταν αμαρτία,
γιατί έδωσε αφορμή στον εραστή της να την κατηγορήσει γι' απιστία. Μέσα από διάφορες
περιπέτειες, ο Πάρσιφαλ διατηρεί τη νεανική του αθωότητα, αλλά κερδίζει σε εκλέπτυνση. Τελικά
κυριεύει το μυστηριώδες κάστρο του Γκράαλ και γίνεται ο βασιλιάς του.
Η τέχνη των τροβαδούρων (από το trovar, που σημαίνει βρίσκω) άνθησε στη νοτιοδυτική Γαλλία του
12ου αιώνα. Ο σεβασμός προς την κυρά σύμφωνα με την «αυλική» παράδοση είχε εμφανιστεί
στους ερωτικούς ποιητές της Ανδαλουσίας και της Αραβίας δύο αιώνες προτού επικρατήσει στη
νοτιοδυτική Γαλλία, και πολλοί έχουν θεωρήσει την ποίηση των τροβαδούρων ως δάνειο από
ισπανικά και μουσουλμανικά πρότυπα. Στον Βορρά εμφανίστηκε μια παρόμοια αλλά λιγότερο
ταλαντούχα ομάδα, οι trouvères. Στα τέλη του 12ου αιώνα, και ιδίως στον 13ο, οι Γερμανοί
Minnesänger (τραγουδιστές της αγάπης) που οι περισσότεροι ήταν ministeriales, έγραψαν κάπως
πιο στιλιζαρισμένους στίχους οι οποίοι αναφέρονταν σε ποικίλα θέματα. Ο Γερμανός Βάλτερ φον
ντερ Φογκελβάιντε (περί το 1170-1230) ξέσπασε σε άλλαλαγμούς χαράς όταν ο προστάτης του, ο
αυτοκράτορας Φρειδερίκος Β', του παραχώρησε ως ανταμοιβή ένα ευεργέτημα (beneficium). Ο
Βάλτερ είχε μεγαλώσει στην αυστριακή αυλή αλλά, καθώς δεν είχε κάποιον ισχυρό προστάτη,
έγκατέλειψε το 1203 τη Βιέννη για μια θέση στην επισκοπή του Πασσάου. Ενόσω βρισκόταν στην
υπηρεσία του Φιλίππου της Σουηβίας έγραψε κάμποσα πολιτικά ποιήματα.
Ο Μπερτράν ντε Μπορν (περί το 1140-1214) έγραψε πνευματώδη, σατιρικά ποιήματα, που είχαν
μεγάλη απήχηση στην εποχή τους, αλλά σήμερα δεν κατέχει περίοπτη θέση ανάμεσα στους
τροβαδούρους. Πολλά λυρικά ποιήματα υμνούσαν τις χαρές του πολέμου ή τις ομορφιές της φύσης
ή την αλλαγή των εποχών, αλλά ο Μπερτράν κατάφερε και συνδύασε όλα αυτά τα θαυμαστά στο
ίδιο ποίημα.
Πώς μου αρέσει η άνοιξη η τερπνή
όταν φουντώνουν τα φυλλώματα κι ανθίζουν τα λουλούδια,
πώς μου αρέσει το διαπεραστικό αντιλάλημα
των πουλιών που κελαηδούν αδιάκοπα
και το τραγούδι τους πλημμυρίζει το δάσος.
Πόσο αγάλλομαι να βλέπω τις σκηνές
και τα περίπτερα στημένα στους αγρούς,
αχ, πόσο ευφραίνεται η καρδιά μου
σαν βλέπω να παίρνουν θέση στο πεδίο της μάχης
άλογα και καβαλάρηδες ασπιδοφόροι.
Ρόπαλα, ξίφη, κράνη —όλα πολύχρωμα—
ασπίδες, σάρκες να ξεσκίζονται και να συνθλίβονται
όλα θα τα δούμε στην αρχή της συμπλοκής
όταν οι υποτελείς θα ορμήσουν στη μάχη
και τα άλογα σκιαγμένα θα τρέχουν μακριά
απ' τους αφέντες τους, που χτυπημένοι θα 'χουν σωριαστεί.
Μόλις αρχίσει η επίθεση,
κάθε άνδρας ευγενικής καταγωγής
θα θερίσει χέρια και κεφάλια.
Από αιχμάλωτος, κάλλιο να 'σαι νεκρός.
Πάνω απ' όλα, όμως, οι τροβαδούροι έγραφαν για τον έρωτα. Ορισμένα ποιήματά τους είχαν σκοπό
την κολακεία, άλλα φαίνονται προϊόντα αυθόρμητης σύλληψης, ίσως για τους συντρόφους στην
οινοποσία, και ασφαλώς χωρίς την πρόθεση κολακείας. Αυτός ο τελευταίος τύπος λογοτεχνικής
έκφρασης παρέχει μια αναγκαία διόρθωση στην εξιδανικευμένη άποψη περί ευγενών που
περιέχεται στην υπόλοιπη «αυλική» παράδοση.
Η λέξη «γήινη» θα ήταν ο πιο επιεικής χαρακτηρισμός για τη στάση που είχαν υιοθετήσει οι πρώτοι
τροβαδούροι προς το αντίθετο φύλο. (Ας σημειωθεί ότι οι περισσότεροι τροβαδούροι ήταν άντρες,
αν και υπήρχαν και μερικές γυναίκες, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει η κόμισσα Βεατρίκη Ντία). Ο
δούκας Γουλιέλμος Θ' της Ακουιτανίας (1071-1127), ο παππούς της Ελεωνόρας, συχνά αποκαλείται
ο πρώτος τροβαδούρος. Έγραψε χαριτωμένα ανάλαφρα λυρικά ποιήματα, όπως το «Θα γράψω
μερικούς στίχους μόνο για τέρψη», το οποίο παρατίθεται πολύ συχνά. Επίσης έγραψε ορισμένα από
τα πιο τολμηρά σεξουαλικά ποιήματα σε οποιαδήποτε γλώσσα πριν από τον 20ο αιώνα. Ένας
παραγνωρισμένος (όπως θα περίμενε κανείς) ποιητής ήταν ο Μαρκαμπρύ (άκμασε μεταξύ 1130 και
1150), ένας αμφιφυλόφιλος ιππότης που σε αρκετά του ποιήματα καυτηρίασε τις ευγενικής
καταγωγής αρχόντισες για σεξουαλική ακολασία. Τελικά ο Μαρκαμπρύ δολοφονήθηκε από κάποιον
άνδρα που «εμφανίζεται» σε ένα από τα σκαμπρόζικα ποιήματά του. Πιο καλοκάγαθο, αλλά όχι
περισσότερο πλατωνικό, είναι το ανώνυμο «Μοναχός του Μοντωντόν».
Αχ! πώς μ' αρέσει να γλεντώ και να κάνω τρέλες, μ' αρέσουν
το καλό φαΐ και τα δώρα και οι άντρες που το λέει η καρδιά τους,
τα κορίτσια τα τίμια, που όμως ξέρουν τους τρόπους
των μεγαλοκυράδων
και ξέρουν να δίνουν την κατάλληλη απάντηση
και μου αρέσουν οι πλούσιοι που δεν είναι πάντα έντιμοι
αλλά ξέρουν να τη φέρνουν στους αντιπάλους τους.
Και το καλοκαίρι μου αρέσει να πλαγιάζω
στην όχθη ενός ποταμού ή ενός ρυακιού
όταν τα χωράφια πρασινίζουνε και τα λουλούδια ανοίγουν
κι ακούω των πουλιών τα κελαηδήματα
και η κοπελιά μου έρχεται κρυφά
και με ευφραίνει στο άψε σβήσε.
Στη διάρκεια του 13ου αιώνα οι εγγράμματοι κάτοικοι των πόλεων, πάντα πρόθυμοι να μιμηθούν
τους ευγενείς και, σε εντυπωσιακό βαθμό, να υιοθετήσουν τις ηθικές τους αξίες, διάβαζαν με
απληστία ιπποτικά έπη και μυθιστορίες. Ίσως κανένα άλλο έργο της λογοτεχνίας να μην εκφράζει
τόσο χαρακτηριστικά τη μόδα των «ευγενών» λογοτεχνικών μορφών ανάμεσα στους αστούς όσο η
Μυθιστορία του Ρόδου, πιθανόν το πιο δημοφιλές λογοτεχνικό έργο ολόκληρης της μεσαιωνικής
περιόδου.
Το ποίημα απαρτίζεται από δύο μέρη. Το πρώτο, ένα ημιτελές απόσπασμα που γράφτηκε από τον
ιππότη Γκιγιώμ ντε Λορρίς γύρω στο 1237, είναι μια συμβατική αλληγορία για τον ρομαντικό έρωτα
της ιπποσύνης και διαδραματίζεται μέσα σε ένα όνειρο. Ο ήρωας (αυτός δηλαδή που βλέπει το
όνειρο), τον οποίο έχει προσλάβει ως υπηρέτη ο Θεός του Έρωτα, επιθυμεί να κατακτήσει την Κυρά
του, που τη συμβολίζει το Ρόδο. Αφού μαθαίνει τους κανόνες του έρωτα, αρχίζει την αναζήτησή
του. Οι σχέσεις του με την Κυρά διέπονται από προσωποποιήσεις συμβάσεων όπως είναι οι
αντιθετικές ηθικές στάσεις Ωραία Υποδοχή και Αιδώς.
Η Μυθιστορία του Ρόδου συνεχίστηκε και ολοκληρώθηκε σαράντα περίπου χρόνια αργότερα από
τον αστό Ιωάννη του Μεν. Η συνέχεια είναι σχεδόν πενταπλάσια σε έκταση από το πρώτο μέρος και
ο Ιωάννης του Μεν έδωσε στο έργο του τη μορφή σύνθετης διδακτικής αλληγορίας,
συμπεριλαμβάνοντας, λόγου χάρη, παρεκβάσεις περί αστρολογίας και οπτικής. Ο Ιωάννης είχε
σπουδάσει στο Παρίσι και προφανώς διατήρησε επαφές με τους λογίους της πόλης. Οι ήρωες, που
προσωποποιούν έννοιες ή καταστάσεις, μιλούν σαν σοφολογιότατοι και μετέχουν σε σχοινοτενείς
συζητήσεις. Ο Εραστής συνεχίζει τις προσπάθειες για την κατάκτηση της Κυράς, παρόλο που η
Λογική τού λέει ότι κάτι τέτοιο είναι μάταιο. Τελικά, ο Φίλος του Εραστή εκτοπίζει τη Λογική και
αναλαμβάνει αυτός το ρόλο του οδηγού.
Τα πρώτα θεατρικά έργα αναπτύχθηκαν σε αστικό και λόγιο περιβάλλον. Μολονότι τα θεατρικά
έργα της Αρχαιότητας, ιδίως των Ελλήνων, είναι καταξιωμένα αριστουργήματα, το σύγχρονο θέατρο
δεν είναι άμεσος απόγονός τους, αλλά εξελίχθηκε κυρίως μέσα από τα ηθοπλαστικά θρησκευτικά
δρώμενα και τα έργα με «θαύματα» του Μεσαίωνα. Η Χροσβίτα του Γκάντερσχάιμ ήταν ουσιαστικά
η μόνη που προσπάθησε να μιμηθεί τα πρότυπα του αρχαίου δράματος. Στα τέλη του 10ου αιώνα
εγκαινιάζεται μια δραματουργική παράδοση που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, με την προσθήκη
διαλόγου στο εισοδικό της λειτουργίας της Ανάστασης. Ακολουθούν οι τρόποι (tropes) των
Χριστουγέννων, σύντομοι στίχοι στα λατινικά που απαντούσαν στις ερωτήσεις που περιέχονταν στη
θεία λειτουργία. Τον 11ο αιώνα εμφανίστηκαν αρκετά έργα που αφηγούνταν τις ιστορίες του
Ηρώδη και της Ραχήλ. Από τα τέλη του 11ου αιώνα, όταν οι σπουδαστές των καθεδρικών σχολών
της βόρειας Γαλλίας διασκεύαζαν βιβλικές ιστορίες σε δρώμενα τα οποία ανέβαζαν μέσα στους
ναούς, μπορούμε να μιλάμε για γνήσιο θέατρο.
Φυσικά, τα έργα αυτά ήταν γραμμένα στα λατινικά και, εφόσον προήλθαν από τα τροπάρια της
θείας λειτουργίας, συνοδεύονταν από μουσική. Το παλαιότερο μουσικό θεατρικό έργο που
διασώζεται είναι το Έργο του Ηρώδη του 11ου αιώνα, αλλά ένα πιο εξελιγμένο δείγμα είναι το Έργο
του Δανιήλ, που γράφτηκε για την περίοδο των Χριστουγέννων στην καθεδρική σχολή του Μπωβαί
και η πρώτη παράστασή του δόθηκε το 1112. Ο Δανιήλ έχει βιβλική βάση, αλλά έχουν προστεθεί
τραγούδια με συνοδεία οργάνων. Αρχίζει με έναν καθαρά οργανικό πρόλογο, πάνω σε μια παλαιά
και χαρακτηριστικά κοσμική μελωδία. Η μουσική συνοδεία στον Δανιήλ, όπως και στις περισσότερες
μουσικές συνθέσεις πριν από τον 14ο αιώνα, έδινε έμφαση στα κρουστά, ενώ τα έγχορδα παίζονταν
περισσότερο χτυπώντας τις χορδές με τα δάχτυλα παρά με το δοξάρι. Μετά την εισαγωγή,
ακολουθούσε η δραματοποιημένη, εν είδει λιτανείας, είσοδος του βασιλιά Βαλτάσαρ. Προφανώς,
σκοπός ήταν η προσέγγιση του κοσμικού κοινού με ζωντανές αναπαραστάσεις ιστοριών των οποίων
η σημασία δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτή δεόντως στη λειτουργία.
Αν και τα λειτουργικά δράματα γράφονταν στα λατινικά, οι σπουδαστές χρησιμοποιούσαν και την
καθομιλουμένη, γεγονός που επέτρεπε τη συμμετοχή και λαϊκών σ' αυτά. Η φάρσα Γιορτή του
Γαϊδάρου γράφτηκε και παρουσιάστηκε κι αυτή στο Μπωβαί. Επίσης ανεβάζονταν δράματα που
αναπαριστούσαν θαύματα της Παλαιάς Διαθήκης και λαϊκούς θρύλους. Τα περισσότερα έργα
ανέβαιναν σε μια ενιαία σκηνή, που τα διάφορα τμήματά της αντιστοιχούσαν στην κόλαση, τον
παράδεισο και τη γη. Στην Αγγλία τα θεατρικά έργα ήταν πολύ πιο περίπλοκα απ' ό,τι στην
ηπειρωτική Ευρώπη. Παρουσιάζονταν σε μια σειρά από άρματα, καθένα από τα οποία φιλοξενούσε
μια ξεχωριστή σκηνή. Τα άρματα αυτά διατάσσονταν έπειτα με τη σειρά που απαιτούσε το δράμα.
Οι διάφορες συντεχνίες αναλάμβαναν να παρουσιάσουν τις δικές τους σκηνές στα αντίστοιχα
άρματα. Για να τηρείται συνεχής ροή, χρησιμοποιούνταν αφηγητές και πρόλογοι.
Τον 13ο αιώνα αναπτύχθηκαν κύκλοι με μεγαλύτερη διάρκεια, συνήθως αρκετών ημερών, που
αναπαριστούσαν τα πάθη του Χριστού. Τα αλληγορικά δράματα, όπως τα ηθοπλαστικά έργα Η
περηφάνια της ζωής, Το ανθρώπινο γένος και, το πιο διάσημο απ' όλα, Ο Καθένας, δεν
εμφανίστηκαν παρά μόνο τον 15ο αιώνα στην Αγγλία και τη βορειοδυτική Ευρώπη. Ήδη στα τέλη
του 13ου αιώνα ανέβαιναν παραστάσεις έξω από τους ναούς, συχνά στα κοιμητήρια ή στις αγορές,
όπου υπήρχε χώρος για περισσότερους ηθοποιούς και θεατές. Από τα μέσα του 14ου αιώνα οι
συντεχνίες συμμετείχαν όλο και πιο ενεργά στο ανέβασμα των θεατρικών έργων, που τώρα πλέον
είχαν καθαρά ψυχαγωγικό και όχι διδακτικό χαρακτήρα. Κατά τον ύστερο Μεσαίωνα αποκτούν
ιδιαίτερη βαρύτητα τα θεατρικά έργα που αναφέρονταν στο δίλημμα του Αδάμ, καθώς προσέφεραν
περισσότερες και προσαρμοσμένες στα ανθρώπινα μέτρα δραματουργικές δυνατότητες απ' ό,τι τα
πιο άκαμπτα ευαγγέλια.
Oι βάρδοι και οι μενεστρέλοι ήταν φορείς μιας άγραφης λαϊκής μουσικής παράδοσης.
Σε ό,τι αφορά τη μουσική όμως, η λειτουργία παρέχει τη δυνατότητα για την παρεμβολή δύο τροπαρίων ανάμεσα στην
ανάγνωση των Επιστολών και του Ευαγγελίου: τον αναβαθμό και το αλληλούια. Στο απλό τροπάριο
(που μερικές φορές αποκαλείται γρηγοριανό μέλος, αν και δεν συνδέεται άμεσα με τον πάπα
Γρηγόριο τον Μέγα) τα λόγια εκφέρονταν τραγουδιστά, αλλά η μουσική καθαυτή δεν είχε αξία. Η
μόνη σημειογραφία αποτελούνταν από νεύματα ('), που παρέπεμπαν σε αυξομειώσεις στο ύψος. Το
τραγούδι προήλθε από το μέλος όταν οι επιμέρους συλλαβές άρχισαν να χαρακτηρίζονται με
διαφορετικές χρονικές αξίες και τονικά επίπεδα. Τον 9ο αιώνα είχαν πια προστεθεί και οι τρόποι
(tropes) στα τροπάρια της λειτουργίας, κυρίως στο εισοδικό.
Ήδη τον 9ο αιώνα απαντάται η επιμήκυνση του τελικού «α» του αλληλούια με μια πιο σύνθετη
μελωδία (μέλισμα). Σύντομα το μέλισμα αντικαταστάθηκε από ένα ανεξάρτητο κείμενο, γνωστό ως
«σεκουέντσα» (λατινικό sequentia, συνέχεια), που ταίριαζε στη μελωδία. Ο πρώτος γνωστός
συνθέτης σεκουεντσών ήταν ο μοναχός Νότκερ του Αγίου Γάλλου τον 9ο αιώνα. Με το πέρασμα των
χρόνων, το ύψος άρχισε να ποικίλλει, ενώ αργότερα το ίδιο συνέβη και με τη χρονική διάρκεια της
κάθε νότας, και τελικά προστέθηκαν και αλλά λόγια. Τον 12ο αιώνα η σεκουέντσα είχε πια εξελιχθεί
σε αυτοτελή μουσική σύνθεση. Το Stabat Mater και το Dies Irae είναι χαρακτηριστικές σεκουέντσες.
Στα μέσα του Μεσαίωνα αναπτύχθηκαν νέοι τύποι μουσικών συνθέσεων. To conductus πιθανόν να
τραγουδιόταν τη στιγμή της θείας λειτουργίας ή του λειτουργικού δράματος κατά την οποία ο
υποκριτής «οδηγείται» από το ένα σημείο στο άλλο. Ωστόσο, το 1200 το conductus είχε διαχωριστεί
από τη λειτουργία. Αν και γενικά ήταν «σοβαρό» τροπάριο, μπορούσε να αναφέρεται είτε σε ιερά
είτε σε κοσμικά θέματα, ενώ οι μελωδίες ήταν νέες συνθέσεις και όχι δάνεια από τη λειτουργία.
Η σύνθεση που ονομάζεται «όργανον» (organum) αναπτύχθηκε τον 12ο και τον 13ο αιώνα. Αρχικά
προοριζόταν για δύο φωνές, μια κύρια και μια δεύτερη, που συνόδευε σε απόσταση τετάρτης ή
πέμπτης. Στις αρχές του 13ου αιώνα οι φωνές αυτές μερικές φορές δεν συγχρονίζονταν, και όταν τα
μέρη κινούνταν ανεξάρτητα, το αποτέλεσμα ήταν το discantus. Στα έργα του Λεονίνου (έγραψε
γύρω στο 1160), οι χρονικές αξίες οργανώνονται με σαφήνεια, χρησιμοποιώντας μοτίβα που για
πρώτη φορά δίνουν το ρυθμό στην εκκλησιαστική μουσική, μια εξέλιξη που πιθανόν να
επηρεάστηκε από τα τραγούδια των τροβαδούρων.
Το μοτέτο (από το γαλλικό mot, λέξη) αρχικά εμφανίστηκε όταν προστέθηκαν λόγια σε ορισμένα
μέρη του organum, αλλά κατεπέκτασιν η λέξη κατέληξε να αναφέρεται στη σύνθεση ως σύνολο. Στη
διάρκεια του 13ου αιώνα γράφτηκαν χιλιάδες μοτέτα, από πολύ απλά μέχρι εξαιρετικά σύνθετα.
Εκτός από τα μουσικά είδη που αναδύθηκαν από τη θεία λειτουργία και την ανάπτυξη της μουσικής
σημειογραφίας, κατά τον 12ο και τον 13ο αιώνα γράφτηκαν αρκετά έργα μουσικής. Το μουσικό
περιεχόμενο των θεατρικών δρώμενων ήταν ένας συνδυασμός εκκλησιαστικών και λαϊκών
μελωδιών. Οι τροβαδούροι τραγουδούσαν μπαλάντες, ερωτικά άσματα, ποιήματα που υμνούσαν τη
φύση, πολιτικά και ηθολογικά ποιήματα, και μερικούς θρησκευτικούς ύμνους. Η μελωδική τους
κλίμακα, όπως είναι φυσικό για τέτοιους τραγουδιστές, ήταν μάλλον περιορισμένη. Τα γολιαρδικά
τραγούδια των φοιτητών έδιναν έμφαση στο ρυθμό και τη δύναμη των κρουστών. Συχνά
εμπεριείχαν ένα σατιρικό στοιχείο, και μάλιστα στα τέλη του 13ου αιώνα και ιδίως τον 14ο και τον
15ο η σάτιρα παίζει όλο και πιο σημαντικό ρόλο στη μουσική τους. Μερικές σάτιρες είναι παράγωγα
των λειτουργικών θεατρικών δρώμενων, με τους φοιτητές να διακωμωδούν τους επισκόπους και
άλλους κληρικούς. Το περιβόητο Άσμα του Φωβέλ, που ίσως να το ενέπνευσαν κάποια γεγονότα
στην αυλή του βασιλιά Φιλίππου Δ' της Γαλλίας, γράφτηκε γύρω στο 1316 από κληρικούς της αυλής.
Ο Φωβέλ ήταν ένας γάιδαρος που το όνομά του σημαίνει Ανοησία. Τελικά έγινε άρχοντας του
σπιτιού και τον κανάκευαν όλοι.
Πριν από τον 14ο αιώνα είχε γραφτεί ελάχιστη αμιγώς οργανική μουσική. Οι φωνές συνοδεύονταν
από τύμπανα, ταμπουρίνια και διάφορα κρόταλα. Συναντάμε αρκετά είδη άρπας, ανάμεσά τους και
έναν τύπο που κρατιέται με το χέρι. Η βιέλα (vielle) ήταν το κύριο έγχορδο όργανο, σε πολλά μεγέθη
και σχήματα, ένα από τα οποία ήταν το οργάνιστρο (organistrum), μια βιέλα με χερούλι που
περιέστρεφε έναν τροχό, ο οποίος με τη σειρά του έπληττε τις χορδές με μικρές ράβδους. Η βιέλα
του 13ου αιώνα είχε πέντε χορδές και εικονίζεται σε μεσαιωνικά χειρόγραφα να την παίζουν
ζογκλέρ. Το ρεμπέκ (rebec) ήταν μια μικρή βιέλα που παιζόταν κυρίως με τα δάχτυλα και όχι με
δοξάρι. Το λαούτο ήταν δημοφιλές στη μουσουλμανική Ισπανία αλλά όχι ιδιαίτερα στον Βορρά,
τουλάχιστον μέχρι την Αναγέννηση. Χρησιμοποιούνταν επίσης αυλοί και φλογέρες, καθώς και ο
κωνικός οξύαυλος (ένα καλαμένιο όργανο, ο πρόδρομος του όμποε). Άλλα όργανα ήταν το μικρό
φορητό εκκλησιαστικό όργανο, που το κρεμούσαν στο λαιμό, και το sackbut, από το οποίο προήλθε
το τρομπόνι.
Στη διάρκεια του 12ου και, σε μικρότερο βαθμό, του 13ου αιώνα οι σπουδαστές των ελευθερίων
τεχνών περιδιάβαιναν από τόπο σε τόπο για να παρακολουθήσουν τις παραδόσεις κορυφαίων
δασκάλων. Περνούσαν πολύ χρόνο στο δρόμο και την ταβέρνα, και η μη συμβατική πληθωρικότητά
τους γύρευε έκφραση στο τραγούδι. Τα τραγούδια των σπουδαστών ήταν γραμμένα στα λατινικά,
τη γλώσσα των λογίων, και είναι γεμάτα υπαινιγμούς που απευθύνονταν σε εγγράμματους και
λογοπαίγνια. Σε μια εποχή κατά την οποία η Εκκλησία πίεζε τις ομάδες να συνενώνονται σε
οργανωμένα τάγματα, οι περιπλανώμενοι λόγιοι ίδρυσαν ένα τάγμα τυχοδιωκτών με προστάτη τον
Γολιάθ τον Φιλισταίο. Η ποίησή τους υμνεί τις χαρές του κρασιού, των όμορφων γυναικών και του
καλαμπουριού και συχνά λοιδωρεί τις ακαδημαϊκές συζητήσεις. Χαρακτηριστικό δείγμα του έργου
τους είναι το «Όταν είμαστε στην ταβέρνα».
Στην ταβέρνα σαν γλεντάμε,
για τον τάφο δεν μιλάμε·
μόνο παίζουμε παιχνίδι
πάντα σ' ίδρωτα μουσκίδι.
Τι γινόταν στην ταβέρνα
όταν κάπελας εκέρνα,
ήταν κάτι ξακουστό.
Άστε με να σας το πω:
Άλλοι παίζαν, άλλοι πίναν
κι άλλοι στην ασέλγεια τείναν
κι όσοι παίζαν, «γιούχα» τους!
χάσαν και τα ρούχα τους!
Άλλοι σε στολές βρεθήκαν
κι άλλοι σάκους εντυθήκαν.
Μα όλοι αψηφούσαν χάρο
Βάκχο είχανε για φάρο!
Πρώτα προπίνει το σινάφι
στον κεραστή (μην πάει στράφι)
... Όγδοο: αδελφών πεπλανημένων...
κι Ένατο: μοναχών διασκορπισμένων
το Δέκατο: για τους ναυτιλομένους
το Ενδέκατο: για τους καβγαδισμένους
Δωδέκατο: για μεταμελημένους
και Δεκατρία: για τους ταξιδεμένους.
«Στην υγειά τού πάπα και του βασιλιά»...
πίνουν δίχως φρένο όλα τα παιδιά...
Λίγο διαρκούν νομίσματα εξακόσα
αν πίνεις δίχως μέτρο «όσα-όσα»...
κι αν το ρουφάς χωρίς περιστολή
η όρεξή σου ειν' που το καλεί.
Να γιατί θα 'χουμε άδεια την τσέπη
κι όλοι θα βρίζουνε οι «καθωσπρέπει».
Κείνοι που μας κακολογούν, να συγχυστούν!
και να μη σώσουν με τους δίκαιους να κριθούν!
Ένα από τα πιο διάσημα γολιαρδικά ποιήματα, η «Εξομολόγηση του Γολιάθ», διακωμωδεί ολόκληρο
το σχήμα των μυστηρίων. Σε μια παρωδία της σχολαστικής μεθόδου, κατά την οποία
διατυπώνονταν και συζητούνταν προτάσεις, η πρόταση του ποιητή είναι ότι θα πεθάνει πίνοντας
στην ταβέρνα. Στο ίδιο πνεύμα γράφτηκαν και κάποιες κοινωνικές σάτιρες με πιο σοβαρές
φιλοδοξίες. Ένα από τα πιο γνωστά σπουδαστικά έργα είναι το «Κατά Μάρκον του Αργυρίου
Ευαγγέλιον», μια παρωδία που αρχίζει με την τυποποιημένη εισαγωγή που χρησιμοποιείται για την
ανάγνωση του Ευαγγελίου στη λειτουργία. Στη συνέχεια χρησιμοποιεί τα λόγια των γραφών
ανεξάρτητα από τα συμφραζόμενα και με σημαντικές τροποποιήσεις, για να σατιρίσει την απληστία
της παπικής αυλής.
Πολλές σχολές, ιδίως οι μοναστηριακές, περιορίζονταν στη διδασκαλία της γραμματικής και της
ρητορικής. Η λογική, το τρίτο μάθημα του trivium, ήταν κατά το νόημα πιο εκλεπτυσμένη, αλλά
συνήθως τη μελετούσαν με τη μορφή της διαλεκτικής, δηλαδή του κλάδου της λογικής που τονίζει
τη συμφιλίωση των αντιθέτων. Καθώς η λογική απαιτούσε τη σύγκριση διαφορετικών πηγών και
ενθάρρυνε την ανεξάρτητη σκέψη, πολλοί θεολόγοι την έβλεπαν με καχυποψία, αλλά κατά τον 12ο
αιώνα απέκτησε τη μεγαλύτερη βαρύτητα στο trivium. Η γραμματική και η ρητορική συμπτύχθηκαν
και ο χρόνος διδασκαλίας τους περιορίστηκε, καθώς όλο και περισσότεροι σπουδαστές γράφονταν
στις σχολές έχοντας ήδη κάποιες γνώσεις λατινικών.
Όπως η γραμματική ήταν το βασικό μάθημα του trivium, έτσι και η αριθμητική ήταν η βάση του
quadrivium. Αλλά ενώ η μελέτη του trivium ήταν επαρκής και διεξοδική, οι περισσότερες
επιστημονικές πρόοδοι τον Μεσαίωνα προήλθαν από την πρακτική πείρα και όχι από τις σχολές. Η
αριθμητική κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα ήταν πολύ απλή. Δεν σώζονταν κείμενα από τους
ρωμαϊκούς χρόνους, και οι υπολογισμοί διδάσκονταν με τη χρήση computus, δηλαδή πραγματειών
που είχαν γραφτεί από πρωτοχριστιανούς διανοουμένους, όπως ο Βέδας, για τον υπολογισμό του
λειτουργικού έτους. Ο άβακας χρησιμοποιούνταν ευρέως μετά την πραγματεία του Γερβέρτου, αλλά
μόνον έξω από τις σχολές, όπου οι φοιτητές διδάσκονταν τη θεωρία των αριθμών. Παραδόξως,
μολονότι το δεκαδικό σύστημα αρίθμησης ήταν από νωρίς γνωστό και η χρήση του είχε
επαναστατικές συνέπειες στους οικονομικούς υπολογισμούς τόσο των ηγεμόνων όσο και των
εμπόρων, τα «αραβικά» (για την ακρίβεια, τα ινδικά) αριθμητικά ψηφία, κυρίως το μηδέν, δεν είχαν
επικρατήσει στη λογιστική μέχρι τον 14ο αιώνα, ενώ μέχρι τον 15ο είχαν χρησιμοποιηθεί ελάχιστα
από τους ειδικούς. Μάλιστα, το 1299, η συντεχνία των αργυραμοιβών απαγόρευσε τη χρήση των
αραβικών αριθμητικών ψηφίων, ενώ το αγγλικό Θησαυροφυλάκιο, που τον 12ο αιώνα είχε
εισαγάγει την αρχή του άβακα στη βασιλική λογιστική, χρησιμοποιούσε τα ρωμαϊκά αριθμητικά
ψηφία ακόμα και τον 16ο αιώνα.
Η γεωμετρία, το δεύτερο μάθημα του quadrivium, είχε επίσης κυρίως πρακτικό χαρακτήρα και
βασιζόταν σε υπολογισμούς των ύστερων Ρωμαίων τοπογράφων. Μόλις στα μέσα του 12ου αιώνα
έφτασαν στα χέρια των Δυτικών λογίων τα Στοιχεία Γεωμετρίας του Ευκλείδη, ενώ ποτέ η γεωμετρία
δεν αποτέλεσε ζωτικό συστατικό του προγράμματος των ελευθέριων τεχνών. Το πιο διαδεδομένο
ακαδημαϊκό εγχειρίδιο γεωμετρίας ήταν η Πρακτική Γεωμετρία του Ούγου του Αγίου Βίκτωρος, που
γράφτηκε κατά το πρώτο μισό του 12ου αιώνα, καθώς και το ομότιτλο έργο του 13ου αιώνα το
οποίο έγραψε ο Λεονάρντο Φιμπονάτσι της Πίζας. Οι τεχνίτες του ύστερου Μεσαίωνα, ιδίως οι
χτίστες, ανέπτυξαν μεθόδους για τη μέτρηση των επιφανειών που βασίζονταν σε διαγράμματα και
χρησιμοποιούσαν ελάχιστη αριθμητική. Η μελέτη της μουσικής, της τρίτης επιστήμης του
αριθμητικού κλάδου, δεν γινόταν τόσο από τη σκοπιά της εκτέλεσης —μολονότι και αυτή είχε
εισαχθεί στις σχολές των καθεδρικών ναών— όσο των μαθηματικών, για παράδειγμα, ως το μήκος
της χορδής που απαιτείται για να παραχθεί ένας συγκεκριμένος ήχος. Δεδομένης της
σπουδαιότητας που είχε το ημερολόγιο για την Εκκλησία, η αστρονομία απέκτησε ζωτική σημασία.
Τα περισσότερα πανεπιστημιακά μαθήματα στην αστρονομία βασίζονταν στη γεωκεντρική θεωρία
του Πτολεμαίου, αστρονόμου του 2ου αιώνα.
Στα μέσα του Μεσαίωνα, λειτουργούσαν σε όλη την Ευρώπη σχολές όπου διδάσκονταν οι επτά
ελευθέριες τέχνες. Η πιο ξακουστή σχολή των τεχνών του 11ου και του 12ου αιώνα βρισκόταν στη
Σαρτρ. Ο Φουλβέρτος, μαθητής του Γερβέρτου του Ωριγιάκ, ήταν ο πρώτος λόγιος της Σαρτρ που
απέκτησε φήμη ευρωπαϊκής εμβέλειας. Αυτός ανέδειξε τη σχολή τον 11ο αιώνα, αλλά η πιο λαμπρή
της περίοδος εγκαινιάστηκε τον 12ο αιώνα με τον Βερνάρδο της Σαρτρ. Η Σαρτρ συνέβαλε στην
αναβίωση της μελέτης των ανθρωπιστικών επιστημών. Ο «ουμανισμός του 12ου αιώνα» συνδέεται
με την εκτίμηση της λογοτεχνίας ως αυτοτελούς αξίας, όχι αποκλειστικά ως μέσου για την
κατανόηση των θεολογικών ζητημάτων.
Οι περισσότεροι σπουδαστές των πανεπιστημίων, με εξαίρεση τους σπουδαστές των σχολών του
κανονικού δικαίου και της θεολογίας, σταδιοδρομούσαν τελικά στον κοσμικό στίβο. Ωστόσο, το
γεγονός ότι κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα η μάθηση ήταν κυρίως μονοπώλιο του κλήρου
εξακολούθησε να έχει τεράστιο αντίκτυπο στο πρόγραμμα σπουδών. Αν και τα καταλλήλως
κεκαθαρμένα ρωμαϊκά πεζά πρότυπα χρησιμοποιούνταν για τη γραμματική και τη ρητορική, η πιο
σημαντική αλληλεπίδραση μεταξύ των κοσμικών εκπαιδευτικών συμβάσεων της Ρώμης και της
χριστιανικής παράδοσης κατά την ύστερη Αρχαιότητα σημειώθηκε κυρίως στο μάθημα της λογικής
όσον αφορά τις ελευθέριες τέχνες και στα επαγγελματικά προγράμματα σπουδών όσον αφορά τη
θεολογία.
Η λογική, που στη διάρκεια του 12ου αιώνα κυριάρχησε στον κύκλο του trivium, ακολούθησε νέα
κατεύθυνση χάρη στον άγιο Άνσελμο από την Αόστα (1033-1109), που έγινε αβάς του Μπεκ στη
Νορμανδία και αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρυ. Έχει χαρακτηριστεί ως ο πρώτος εμπνευστής
θεολογικού συστήματος μετά τον ιερό Αυγουστίνο. Ο Άνσελμος ανέβασε την «παραγωγική»
απόδειξη (που εξηγεί ένα επιμέρους φαινόμενο ξεκινώντας από μια γενική υπόθεση που θεωρείται
αληθής) στο υψηλότερο επίπεδό της. Στα πιο σημαντικά έργα του Ανσέλμου, το Προσλόγιον και το
Μονολόγιον, εξετάζεται η φύση του θείου και ο ρόλος της ανθρώπινης λογικής στην εξακρίβωση της
αιώνιας αλήθειας.
Πέτρος Αβελάρδος (1079-1142)
Η μετατόπιση του κέντρου βάρους προς τη λογική, αρχικά στο Παρίσι, και αργότερα σε άλλες
προοδευτικές σχολές ήταν, σε μεγάλο βαθμό, αποτέλεσμα της επίδρασης του Πέτρου Αβελάρδου.
Αν και ο Αβελάρδος έγραψε πραγματείες για τη θεολογία, αυτό που τον χαρακτηρίζει είναι
περισσότερο η «ευκολία» στο γράψιμο παρά το βάθος. Πιο μόνιμη επίδραση άσκησε στους μαθητές
του στη σχολή των ελευθέριων τεχνών επειδή φαίνεται ότι ήταν εξαιρετικά χαρισματικός ομιλητής.
Ενώ ο Άνσελμος προήγαγε την παραγωγική απόδειξη σε ανώτερο επίπεδο, ο Αβελάρδος έκλινε προς
την επαγωγική απόδειξη, που κινείται από το επιμέρους φαινόμενο προς τη διατύπωση της γενικής
υπόθεσης.
Γνωρίζουμε αρκετά για τη σταδιοδρομία του Αβελάρδου επειδή μας άφησε μια αυτοβιογραφία,
που μερικές φορές χαρακτηρίζεται ως η πρώτη αυτοβιογραφία μετά τις Εξομολογήσεις του ιερού
Αυγουστίνου, αν και στην πραγματικότητα φαίνεται ότι γράφτηκε λίγα χρόνια μετά την
Αυτοβιογραφία του Γιβέρτου του Νοζάν. Φέρει τον εύστοχο τίτλο Ιστορία των συμφορών μου.
Πρωτότοκος γιος ενός ευγενούς της Βρετάνης, ο Αβελάρδος απέρριψε μια μάλλον ισχνή κληρονομιά
για να «ακολουθήσει τους περιπατητές», τους πλανόδιους λογίους. Προκαλούσε αντιδράσεις στους
πρώτους του δασκάλους με την τάση του να επιδιώκει την προβολή και τους έφερνε σε αμηχανία
στη διάρκεια των «αντιδικιών» (δημοσίων συζητήσεων) [quastio, disputatio], μιας διαδικασίας στην
οποία, όπως μάς λέει απερίφραστα, ήταν ανώτερός τους. Τα βάσανα του Αβελάρδου άρχισαν όταν
οι ακαδημαϊκοί του αντίπαλοι προσέλαβαν πληρωμένους φονιάδες για να ολοκληρώσουν αυτό που
δεν μπόρεσε να πετύχει η δύναμη του επιχειρήματος. Δίδαξε πρώτα στο Μελέν, ύστερα στην
Παναγία των Παρισίων στο Παρίσι και μετά διηύθυνε μια δική του σχολή στο λόφο της Αγίας
Γενεβιέβης έξω από την πόλη.
Εκεί, στα τριάντα του, ο Αβελάρδος έγινε παιδαγωγός και στη συνέχεια εραστής της ωραίας Ελοΐζας,
ανιψιάς ενός ιερέα του καθεδρικού ναού της Παναγίας των Παρισίων. Ο Αβελάρδος κατέλυσε στο
σπίτι του θείου της με σκοπό την αποπλάνησή της και με το πρόσχημα ότι θα ήταν παιδαγωγός της.
Πέτυχε το σκοπό του με το παραπάνω και η Ελοΐζα έμεινε έγκυος. Ο Αβελάρδος την έστειλε στους
συγγενείς του στη Βρετάνη όπου γέννησε έναν γιο τον οποίο ονόμασε Αστρολάβο.
Εκείνη την εποχή ο Αβελάρδος είχε κατώτερο ιερατικό βαθμό, που μπορούσε κανείς να τον
αποποιηθεί, καθώς ήταν αυτός που έδιναν στους σπουδαστές που δεν είχαν πρόθεση να γίνουν
ιερείς. Αν παντρευόταν, ο Αβελάρδος θα στερούνταν τη δυνατότητα της φυσιολογικής κορύφωσης
της σταδιοδρομίας ενός ανθρώπου των γραμμάτων εκείνης της εποχής, δηλαδή το δόσιμο των
ιερατικών όρκων και τον τελικό διορισμό του σε θέση επισκόπου ή ηγουμένου. Αν και ο Αβελάρδος
διακόπτει την αφήγηση του βίου με μια παράθεση «βολικών» παραινέσεων από Έλληνες, Ρωμαίους
και Εβραίους διανοουμένους γύρω από τις επιπτώσεις των φωνακλάδικων και βρομιάρικων παιδιών
στην πνευματική ζωή, προσφέρθηκε να αποκαταστήσει την Ελοΐζα και να την παντρευτεί. Εκείνη
όμως αρνήθηκε, με το επιχείρημα ότι ο θείος της δεν συναινούσε ολόψυχα σ' αυτή την ένωση και,
το κυριότερο, ότι ο γάμος θα τερμάτιζε τη σταδιοδρομία του Αβελάρδου. Μάλιστα, ο Αβελάρδος
ισχυρίστηκε ότι η Ελοΐζα είπε ότι θα ήταν πιο τιμητικό γι' αυτήν να γίνει ερωμένη του, επειδή τότε
εκείνος θα έμενε μαζί της μόνο από έρωτα και όχι από υποχρέωση —ασφαλώς αντίδραση μιας
πολύ «μοντέρνας» γυναίκας.
Εντούτοις, ο Αβελάρδος την έπεισε να επιστρέψει στο Παρίσι και να παντρευτούν. Προφανώς
κατάφεραν να πείσουν τον θείο της να υποσχεθεί ότι δεν θα αποκαλύψει το γάμο, επειδή κάτι
τέτοιο θα είχε αρνητικές συνέπειες στη σταδιοδρομία του Αβελάρδου, αλλά σύντομα εκείνος
διέδοσε την είδηση. Ο Αβελάρδος έστειλε την Ελοΐζα σε ένα γυναικείο μοναστήρι στο Αρζαντέιγ,
ενώ ο Αστρολάβος έμεινε με τη θεία του στη Βρετάνη. Ύστερα οι άνδρες του ιερέα Φουλβέρτου
ευνούχισαν τον Αβελάρδο, και η Ελοΐζα έδωσε τον μοναστικό όρκο και έζησε είκοσι δύο χρόνια μετά
το θάνατο του Αβελάρδου —σχεδόν όσο ήταν η διαφορά της ηλικίας τους— και πέθανε ως
ηγουμένη. Η περίφημη αλληλογραφία των δύο εραστών, όπου εκείνη εκφράζει βαθιά σωματική
επιθυμία ενώ εκείνος την αποκρούει παροτρύνοντάς την να στοχαστεί τα ουράνια ζητήματα,
διασώζεται μόνο σε ένα μεταγενέστερο χειρόγραφο και πιθανόν να είναι πλαστή, αν και ο Ιωάννης
του Μεν, στο επιμύθιό του στη Μυθιστορία του Ρόδου, που γράφτηκε γύρω στο 1277, δείχνει να
γνωρίζει τόσο την αυτοβιογραφία του Αβελάρδου όσο και τα φλογερά γράμματα της Ελοΐζας.
Εντούτοις, ακόμα και τα ίδια τα λόγια του Αβελάρδου στην αυτοβιογραφία του μας αποκαλύπτουν
πολλά για τα σεξουαλικά ήθη και τις αντιλήψεις της εποχής του.
Οι επαγγελματικοί ορίζοντες του Αβελάρδου στένεψαν τόσο εξαιτίας του ευνουχισμού του όσο και
του γάμου του, καθώς οι ευνούχοι δεν μπορούσαν να γίνουν ιερείς. Μπορούσαν όμως να
μονάσουν, και έτσι ο Αβελάρδος εισήλθε στο αβαείο του Αγίου Διονυσίου στο Παρίσι. Ύστερα από
τη σύντομη φυλάκισή του με την κατηγορία της θεολογικής ανορθοδοξίας, έγινε ηγούμενος του
μοναστηριού του Αγίου Γίλδα στη Βρετάνη, αλλά αναχώρησε μετά τη βίαιη εξέγερση των μοναχών
εναντίον του. Επέστρεψε στο Παρίσι όπου και παρέμεινε μέχρι το 1140, οπότε οι θεολογικές του
απόψεις καταδικάστηκαν εκ νέου. Αποσύρθηκε στο αβαείο του Κλουνύ, όπου πέθανε δύο χρόνια
αργότερα.
Οι μεταγενέστεροι θεολόγοι, που δεν διέθεταν το πάθος του Αβελάρδου για αμφισβήτηση, φρόντισαν να συμβιβάσουν τις προφανείς
αντιφάσεις και να δώσουν τις δικές τους συνθέσεις. Εξέχουσα θέση ανάμεσά τους κατέχει ο Πέτρος
ο Λομβαρδός, που ίσως υπήρξε μαθητής του Αβελάρδου. Έγινε επίσκοπος του Παρισιού, και το έργο
του Γνωμών βιβλία τέσσερα (1150-1152) καθιερώθηκε ως εγχειρίδιο θεολογίας. Ο Πέτρος είχε
διδαχτεί από τα παθήματα του δασκάλου του. Το εκδικητικό μένος του αγίου Βερνάρδου του Κλαιρβώ κατά του Αβελάρδου ήταν μια από τις πιο
θεαματικές πτυχές της σταδιοδρομίας του. Οι δύο άνδρες αποτελούν τους πόλους μιας
προσωποποιημένης αντίθεσης: ο Αβελάρδος ήταν κοντός, μελαχρινός και προφανώς ένα είδος
καλοζωιστή, ενώ ο Βερνάρδος ήταν ψηλός, εξαϋλωμένος και ασκητικός. Τον απωθούσαν οι
αμφισβητήσεις, ιδίως του εαυτού του, και βδελυσσόταν τις γυναίκες. Φαίνεται ότι είχε
προσχωρήσει στα μοναστικά τάγματα εν μέρει ως αντίδραση ενάντια στον λογιοτατισμό στην
Εκκλησία, που σε μεγάλο βαθμό την εκπροσωπούσε ο Αβελάρδος. Οι σχολές του Παρισιού του
ενέπνεαν φρίκη, και μάλιστα κάποτε έκανε κήρυγμα εκεί, παροτρύνοντας τους σπουδαστές να
εγκαταλείψουν «αυτή τη Βαβυλώνα» και να εισέλθουν στα μοναστήρια. Με πρωτοβουλία του
Βερνάρδου, εγκαινιάστηκε μια ανταλλαγή επιστολών με τον Αβελάρδο. Όταν η Ελοΐζα προσπάθησε
να παρέμβει μεταξύ των δύο, ο Βερνάρδος την απέμεμψε ωμά αποκαλώντας την πόρνη. Με την
παρότρυνση του Βερνάρδου, καταδικάστηκαν το 1140 οι ιδέες του Αβελάρδου. Ο Βερνάρδος
κατηγόρησε τον Αβελάρδο για τις απόψεις που πρέσβευαν οι μαθητές του, αλλά κυρίως για τη θέση
του ότι το καθετί ήταν αντικείμενο αμφισβήτησης. Και τούτο επειδή, σύμφωνα με τη γνώμη του
Βερνάρδου, «Υπό το όνομα της ουσίας, κάτι βέβαιο και καθορισμένο τίθεται ενώπιόν σου. Είσαι
ζωσμένος από γνωστά όρια, κλεισμένος μέσα σε συγκεκριμένη περιοχή. Επειδή η πίστη δεν είναι
γνώμη, αλλά βεβαιότητα».
Η περίοδος που εξετάζουμε επίσης σφραγίστηκε από την εμφάνιση των πανεπιστημίων, που
αναντίρρητα ήταν η πιο σημαντική εξέλιξη στο χώρο της παιδείας σε ολόκληρο τον Μεσαίωνα. Η
αγγλική λέξη university είναι συγγενής της λατινικής universitas (συντεχνία). Τα πρώτα πανεπιστήμια
ήταν συντεχνίες φοιτητών ή καθηγητών, ενώ το ισοδύναμο του σύγχρονου πανεπιστημίου ήταν το
studium generale (γενικός κύκλος μαθημάτων). Ως συσσωματώσεις λογίων, τα πρώτα πανεπιστήμια
δεν είχαν δικές τους εγκαταστάσεις, ούτε καν δικό τους κτίριο. Οι διδάσκοντες νοίκιαζαν αίθουσες,
αν και ορισμένες περιοχές των πόλεων και ορισμένοι δρόμοι ήταν πολύ γνωστοί ως γειτονιές
σπουδαστών, όπως η αριστερή όχθη του Σηκουάνα και ιδίως η οδός Αχύρου (rue du Fouarre) στο
Παρίσι.
Μόνο ο πάπας ή ο αυτοκράτορας μπορούσε να κηρύξει μια σχολή Studium generale, γεγονός που
της παραχωρούσε ένα προνόμιο που δεν διέθεταν άλλες σχολές, καθώς οι απόφοιτοί της είχαν το
«δικαίωμα να διδάξουν οπουδήποτε», ενώ οι τίτλοι σπουδών των αποφοίτων μιας καθεδρικής
σχολής μπορούσαν να αμφισβητηθούν. Επίσης, τα πανεπιστήμια διακρίνονταν από τις κατώτερες
σχολές λόγω της λειτουργίας τουλάχιστον μιας από τις τέσσερις «ανώτερες» ή επαγγελματικές
σχολές ιατρικής, κανονικού δικαίου, αστικού δικαίου και της «βασίλισσας των επιστημών», της
θεολογίας. Αν και στα τέλη του 13ου αιώνα στα περισσότερα πανεπιστήμια λειτουργούσαν και
σχολές ελευθέριων τεχνών, όπου οι απόφοιτοι των επτά τεχνών, οι οποίοι συνέχιζαν σε ανώτερους
κύκλους σπουδών, δίδασκαν τους σπουδαστές του κατώτερου κύκλου, μερικά δεν τις διέθεταν
εξαρχής.
Οπωσδήποτε, τα πρώτα γνωστά πανεπιστήμια δεν περιλάμβαναν στο πρόγραμμά τους τις τέχνες.
Ήδη τον 10ο αιώνα το Σαλέρνο φημιζόταν για τις ιατρικές του σπουδές, αν και μόνο τον 13ο αιώνα η
σχολή του απέκτησε, από οργανωτική άποψη, τη μορφή πανεπιστημίου. Καθώς γειτνίαζε με τη
μουσουλμανική Σικελία, είχε πρόσβαση σε πληροφορίες που δεν ήταν διαθέσιμες σε άλλες
περιοχές της χριστιανικής Δύσης. Ο Κωνσταντίνος ο Αφρικανός, ο κορυφαίος ίσως φυσικός του 11ου
αιώνα, έφτασε στην Ιταλία ως πρόσφυγας. Ασπάστηκε τον χριστιανισμό, μετέφρασε τα πιο
σημαντικά αραβικά ιατρικά κείμενα στα λατινικά και δίδαξε στο αβαείο του Μόντε Κασσίνο, κοντά
στο Σαλέρνο. Μολονότι ο χριστιανισμός και ο ισλαμισμός απαγόρευαν την ανατομία ανθρώπινων
σωμάτων, θεωρείται ότι στο Σαλέρνο γίνονταν κάποιες ανατομές. Στη διάρκεια του 13ου αιώνα η
πρωτοκαθεδρία στις ιατρικές σπουδές μετατοπίστηκε από το Σαλέρνο στην ιατρική σχολή του
Μονπελλιέ.
Η μέθοδος έρευνας στις ανώτερες σχολές ήταν ο «σχολιασμός». Τα θεμελιώδη επίσημα κείμενα,
των οποίων η πρωταρχική αλήθεια ή ακρίβεια ήταν υπεράνω αμφισβήτησης, σχολιάζονταν από
τους δασκάλους, συχνά με την πρόθεση να καταδειχθεί η σύγχρονη ισχύς ενός κειμένου που είχε
γραφτεί πριν από πολλούς αιώνες. Τα ερμηνευτικά αυτά σχόλια (glosses) γράφονταν από τους
καθηγητές είτε στο περιθώριο είτε ανάμεσα στις αράδες των χωρίων που ανέπτυσσαν στις
παραδόσεις τους. Η μέθοδος αυτή ήταν —και εξακολουθεί να είναι— αποτελεσματική για τους
φιλολογικούς κλάδους, τη θεολογία και ιδίως το δίκαιο, αλλά ήταν ολέθρια για την ιατρική, όπου οι
κύριες αυθεντίες ήταν οι Έλληνες Γαληνός και Ιπποκράτης, που συμπληρώνονταν από τα ιατρικά
έργα του πέρση Αβικέννα (πέθανε το 1037). Οι πιο πρακτικές γνώσεις ιατρικής αγωγής
μεταδίδονταν στους λαϊκούς από τους φαρμακοποιούς, που δεν χρειάζονταν πανεπιστημιακή
εκπαίδευση. Οι γιατροί περιορίζονταν στην εξέταση των εξωτερικών συμπτωμάτων, υπό τους
περιορισμούς της Εκκλησίας για την ανατομή και με την πεποίθηση ότι οι ασθένειες του σώματος
ήταν προϊόν της αμαρτίας. Μάλιστα, η τέταρτη σύνοδος του Λατερανού απαγόρευε στους γιατρούς
να επισκέπτονται δεύτερη φορά έναν ασθενή, εκτός και αν τον είχε δει νωρίτερα ένας ιερέας, που
παράγγελνε στον γιατρό να προειδοποιήσει τον ασθενή του ότι στην πραγματικότητα χρειαζόταν
πνευματική, και όχι σωματική θεραπεία.
Ωστόσο, ο σχολαστικισμός συνέβαλε στην άνθηση του δικαίου. Ο Ιρνέριος (πέθανε γύρω στο 1130),
που συνδέεται με την αναβίωση του ρωμαϊκού δικαίου στο πανεπιστήμιο της Μπολόνιας, έγραψε
πολυάριθμα σχόλια. Μάλιστα, ορισμένα σχόλια χρησιμοποιούνταν ως αυτοτελή επίσημα κείμενα.
To Glossa ordinaria του Μπολονέζου νομικού Φραγκίσκου Ακκουρσίου, ο οποίος συνέθεσε τα έργα
προγενέστερων σχολιαστών σε μια σύνοψη με πάνω από 96.000 σχόλια, εμφανίστηκε το 1250 και
αμέσως έγινε αναπόσπαστο συστατικό του προγράμματος σπουδών.
Περισσότερα είχαν γραφτεί για τη μελέτη της θεολογίας παρά για το δίκαιο· εντούτοις, με εξαίρεση
το Παρίσι, η θεολογία ήταν πάντα η πιο μικρή, αν και η πιο έγκριτη, σχολή των πανεπιστημίων. Τον
12ο αιώνα οι θεολόγοι καταλάμβαναν τις καλύτερες θέσεις στην Εκκλησία, αλλά ήδη τον 14ο αιώνα
είχαν να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό των δικηγόρων του κανονικού δικαίου, καθώς η
διαχείριση της τεράστιας περιουσίας των εκκλησιών, η διεύρυνση της εκκλησιαστικής διοίκησης και
η ανάγκη επικύρωσης των ένδικων μέσων που συνδέονταν με την ηθική ή τα μυστήρια έφερναν όλο
και πιο συχνά την Εκκλησία στη θέση του αντιδίκου. Τόση πολλή δουλειά είχε πέσει στα
εκκλησιαστικά δικαστήρια που οι πιο φιλόδοξοι ανερχόμενοι δικηγόροι γίνονταν «διδάκτορες και
των δύο δικαίων», του εκκλησιαστικού και του αστικού.
Επίκεντρο του αρχαιότερου βόρειου πανεπιστημίου, στο Παρίσι, ήταν το Studium generale, μια
συντεχνία «δασκάλων των τεχνών» [magistri], η οποία αναφέρεται τον 12ο αιώνα. Οι καθηγητές
δίδασκαν σε σχολές μέσα στην πόλη και στα περίχωρά της. Απ' όλες τις σχολές η πιο σημαντική ήταν
εκείνη του καθεδρικού ναού της Παναγίας των Παρισίων. Καθώς οι καθηγητές της είχαν
ολοκληρώσει τον κύκλο του trivium και του quadrivium, όλοι τους ήταν τουλάχιστον είκοσι ετών.
Έτσι, είχαν κοινά ενδιαφέροντα με τους δικούς τους φοιτητές, στους οποίους δίδασκαν τις επτά
ελευθέριες τέχνες. Επίσης, είχαν ανάγκη να συναλλάσσονται συλλογικά με τον επίτροπο του
καθεδρικού ναού της Παναγίας των Παρισίων, που ήταν ο επικεφαλής της θεολογικής σχολής, όπου
οι περισσότεροι καθηγητές ήταν ταυτόχρονα και σπουδαστές. Συνεπώς, οι καθηγητές αντιστέκονταν
σθεναρά στις απόπειρες του πάπα να εποπτεύσει το πρόγραμμα μαθημάτων τους, καθώς και στην
απόπειρα του γραμματέα του καθεδρικού συμβουλίου της Παναγίας των Παρισίων να επιβάλει
δίδακτρα για την απόκτηση της άδειας διδασκαλίας, την οποία θα μπορούσε να παραχωρεί σε
άτομα της δικής του επιλογής. Κάτι τέτοιο θα ήταν σοβαρό πλήγμα στην αυτοτέλεια της συντεχνίας,
επειδή οι «μάστορες» σε όλες τις συντεχνίες είχαν το δικαίωμα να ορίζουν το ύψος των διδάκτρων
και να καθορίζουν τα πρότυπα του επαγγέλματος.
Στη διάρκεια του 13ου αιώνα, η διοίκηση του πανεπιστημίου του Παρισιού —και στα περισσότερα άλλα ευρωπαϊκά
πανεπιστήμια, εξάλλου, όπως στις σχολές της Οξφόρδης και του Καίμπριτζ, ίσχυαν παραλλαγές
αυτής της αρχής— επικυρωνόταν σε μια γενική συνέλευση του πανεπιστημίου. Η σχολή των τεχνών
διαιρέθηκε σε τέσσερα «έθνη», το αγγλικό (που περιλάμβανε τους Γερμανούς και τους
Σκανδιναβούς), το νορμανδικό, το πικαρδικό και το γαλλικό (που περιλάμβανε τους Γάλλους που
δεν κατάγονταν από την Πικαρδία ή τη Νορμανδία, καθώς και τους Ιταλούς και τους Ίβηρες που
βρίσκονταν στο Παρίσι). Κάθε έθνος στη σχολή των τεχνών είχε τη δική του σφραγίδα και μια
συλλογική ψήφο, ενώ καθεμιά από τις τρεις ανώτατες σχολές (κανονικό δίκαιο, ιατρική και
θεολογία) διέθετε μία. Επομένως, οι τέχνες πλειοψηφούσαν σε σχέση με τις υπόλοιπες σχολές
τέσσερα προς τρία. Τα έθνη της σχολής των τεχνών εξέλεγαν «πληρεξουσίους», που με τη σειρά
τους εξέλεγαν έναν ρέκτορα ως επικεφαλής της σχολής των ελευθέριων τεχνών. Στα μέσα του 13ου
αιώνα ο ρέκτορας αναγνωρίστηκε ως επικεφαλής της πανεπιστημιακής κοινότητας, ενώ ο
«πρύτανης» του καθεδρικού συμβουλίου της Παναγίας των Παρισίων απέκτησε διακοσμητικό ρόλο.
Ωστόσο, σε αλλά πανεπιστήμια ο πρύτανης εξακολούθησε να έχει τον πρώτο λόγο.
Πολλά έχουν γραφτεί για τη διάκριση μεταξύ των «πανεπιστημίων» των καθηγητών στη βόρεια
Ευρώπη και των πανεπιστημίων των φοιτητών στον Νότο, αλλά η αντίθεση είναι επιφανειακή και
όχι ουσιαστική. Μολονότι στα μέσα του 11ου αιώνα υπήρχε σχολή ελευθέριων τεχνών στην
Μπολόνια, η κορυφαία σχολή για νομικές σπουδές μόνο τον 13ο αιώνα ενσωματώθηκε στο
πανεπιστήμιο. Επομένως, οι φοιτητές νομικής στην Μπολόνια, που είχαν διδαχτεί τις ελευθέριες
τέχνες εκτός πανεπιστημίου, ήταν απλοί σπουδαστές στις ανώτατες σχολές του κανονικού ή του
αστικού δικαίου ή και των δύο. Έτσι, η ένωσή τους στρεφόταν αποκλειστικά κατά των καθηγητών
της νομικής, που οι περισσότεροι ήταν δικηγόροι με ιδιωτική πελατεία στην Μπολόνια, και
επομένως η διδασκαλία ήταν γι' αυτούς πάρεργο. Οι καθηγητές στο Παρίσι όριζαν το πρόγραμμα
και τα πρότυπα διαγωγής για κάθε σχολή, και το ίδιο έκαναν οι φοιτητές στην Μπολόνια, οι οποίοι,
ως προς την ηλικία και την κατάρτιση, ήταν ισότιμοι με τους καθηγητές του Παρισιού. Ανάγκαζαν
τους καθηγητές να συμμορφώνονται με κανόνες τόσο αυστηρούς που θα τους ζήλευε κάθε
σημερινός φοιτητής. Για να εγκαταλείψουν την Μπολόνια, οι καθηγητές έπρεπε να καταβάλουν
χρηματική εγγύηση. Αν δεν έκαναν τις καθορισμένες παραδόσεις ή αν δεν κατάφερναν να
καλύψουν την ύλη με τον καθορισμένο τρόπο, κατέβαλλαν πρόστιμο. Η κατάσταση βελτιώθηκε
μόνο όταν οι δημοτικές αρχές της Μπολόνιας δημιούργησαν κάποιες έμμισθες θέσεις καθηγητών
στα τέλη του 13ου αιώνα. Μολονότι μέχρι και τον 14ο αιώνα οι θέσεις αυτές συμπληρώνονταν
ύστερα από ψηφοφορία των σπουδαστών, ο σπουδαστικός έλεγχος στην Μπολόνια ουσιαστικά
έληξε το 1400.
Το 1200 η Ευρώπη είχε τέσσερα αναγνωρισμένα πανεπιστήμια (από εδώ κι εμπρός χρησιμοποιούμε
τη λέξη με τη σημερινή της σημασία). Το πανεπιστήμιο του Παρισιού ήταν το μεγαλύτερο, και
ακολουθούσαν τα πανεπιστήμια της Μπολόνιας, της Οξφόρδης και του Σαλέρνου. Καθένα από
αυτά, με εξαίρεση την Οξφόρδη, προσείλκυε διεθνή πελατεία. Το 1209 ιδρύθηκε το πανεπιστήμιο
του Καίμπριτζ από την απόσχιση καθηγητών της Οξφόρδης. Αυτά τα δύο παρέμειναν τα μοναδικά
αγγλικά πανεπιστήμια μέχρι τη σύγχρονη περίοδο, αν και αναπτύχθηκαν εκπληκτικά με την
προσθήκη κολεγίων.
Όσο αργά όμως και αν εξαπλώθηκε το κίνημα των πανεπιστημίων στην Αγγλία, τόσο ραγδαία
εξελίχθηκε κατά τον 13ο αιώνα στην Ιταλία και τη Γαλλία. Τον 13ο αιώνα ιδρύθηκαν σε ιταλικές
πόλεις αρκετά πανεπιστήμια από σπουδαστές που είχαν αποσκιρτήσει από την Μπολόνια. Το
πρώτο ιδρύθηκε στην Πάδουα το 1222. Λειτούργησε μόνον έξι χρόνια και επανασυστήθηκε το 1260,
όταν οι αρχές της πόλης προσείλκυσαν με ευνοϊκούς όρους τους καθηγητές. Αρχικά ήταν νομική
σχολή, και μόνο κατά τα τέλη του 14ου αιώνα διαχωρίστηκαν οι σχολές των ελευθέριων τεχνών και
της ιατρικής από τη νομική. Στη Φλωρεντία ιδρύθηκε το 1321 ένα πανεπιστήμιο, στηριγμένο στο
πρότυπο της Μπολόνιας, και επανιδρύθηκε το 1348. Φημιζόταν κυρίως για τις ανθρωπιστικές του
σπουδές, ιδίως αφότου ιδρύθηκε εκεί μια έδρα ελληνικών γύρω στο 1400. Αλλά η φήμη της
Φλωρεντίας ως πολιτιστικού κέντρου οφείλεται στην πατρωνεία των τεχνών εκ μέρους των ιδιωτών
και όχι στις δραστηριότητες των πανεπιστημιακών λογίων της. Το πανεπιστήμιο της Νεάπολης
ιδρύθηκε το 1224 από τον Φρειδερίκο Β', παράκμασε με το θάνατό του και επανιδρύθηκε το 1266
από τον πάπα και τον Κάρολο d' Anjou. Οι πάπες ίδρυσαν στη Ρώμη δύο πανεπιστήμια που
τελικά συγχωνεύθηκαν σε ένα.
Μετά το 1300 οι πανεπιστημιακές σπουδές αναπτύχθηκαν θεαματικά. Το 1300 είχαν πια ιδρυθεί
γύρω στα 20 πανεπιστήμια, ενώ ως το 1500 ο αριθμός τους είχε φτάσει τα 79. Τα περισσότερα είχαν
ιδρυθεί από δήμους ή άλλες δημόσιες αρχές. Το πρώτο πανεπιστήμιο στη Γερμανική αυτοκρατορία
ιδρύθηκε στην Πράγα το 1347 από τον Κάρολο Δ', αυτοκράτορα της Γερμανίας και βασιλιά της
Βοημίας. Το πανεπιστήμιο της Βιέννης ιδρύθηκε το 1365 από τον Αψβούργο δούκα Ροδόλφο Δ' της
Αυστρίας, τον κορυφαίο πολιτικό αντίπαλο του Καρόλου Δ' στη νότια Γερμανία. Ακολούθησε η
ίδρυση του πανεπιστήμιου της Χαϊδελβέργης το 1386, της Κολονίας το 1388 και της Ερφούρτης το
1392. Τα πανεπιστήμια της Πράγας και της Βιέννης ήταν οργανωμένα σύμφωνα με το παρισινό
πρότυπο, με την προσθήκη βασιλικών κολεγίων και βιβλιοθηκών. Πανεπιστήμια ιδρύθηκαν επίσης
και στην ανατολική Ευρώπη, με πρώτα της Κρακοβίας το 1364 και της Βούδας το 1389.
Η φοιτητική ζωή
Η φύση του προγράμματος σπουδών και ο τρόπος διδασκαλίας σήμαιναν ότι οι φοιτητές περνούσαν
πολλά χρόνια σπουδάζοντας στο πανεπιστήμιο. Οι περισσότεροι άρχιζαν τις πανεπιστημιακές τους
σπουδές σε ηλικία δεκαπέντε περίπου ετών. Αν και κανονικά έπρεπε να διδάσκονται από
διάφορους ειδικούς, υπεύθυνος για τους νεαρούς φοιτητές ήταν ένας από τους ανώτερους
καθηγητές. Καθώς άνοιγαν όλο και περισσότερες σχολές που κάλυπταν τη στοιχειώδη διδασκαλία
των λατινικών, περιορίστηκε ο χρόνος για τη διδασκαλία της γραμματικής και της ρητορικής στα
πανεπιστήμια, αλλά αυξήθηκε ο χρόνος διδασκαλίας της λογικής. Η διδασκαλία ήταν προφορική. Ο
καθηγητής διάβαζε μεγαλοφώνως σχετικά χωρία από τα επίσημα κείμενα και μετά τα σχολίαζε. Οι
συζητήσεις επικεντρώνονταν κυρίως στο μάθημα της λογικής και διεξάγονταν με τη διαλεκτική
μέθοδο, δηλαδή με την αντιπαράθεση φαινομενικά αντικρουόμενων πηγών, με τελικό σκοπό να
επιτευχθεί μια σύνθεση. Συνήθως οι φοιτητές ανέθεταν σε έναν συμφοιτητή τους να κρατά
σημειώσεις από την παράδοση, μετά την οποία κατέληγαν στην ταβέρνα όπου τις απομνημόνευαν
και επιδίδονταν και σε άλλες δημιουργικές δραστηριότητες.
Ύστερα από τέσσερα ή πέντε χρόνια, ο φοιτητής ένιωθε επαρκώς καταρτισμένος ώστε να δώσει τις
πρώτες προαγωγικές εξετάσεις με τις οποίες θα αποκτούσε τον τίτλο του πτυχιούχου, που
αντιστοιχούσε στον τίτλο του κάλφα. Στη συνέχεια περνούσε δύο χρόνια κάνοντας «έκτακτες» ή
πρόχειρες παραδόσεις τα απογεύματα —στην πραγματικότητα βοηθώντας τον επιβλέποντα
καθηγητή, ο οποίος έκανε την «τακτική» παράδοση το πρωί. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου ο
φοιτητής όφειλε να παρακολουθεί και να συμμετέχει στις εβδομαδιαίες «αντιλογίες» (disputatio)
του καθηγητή του. Μετά από αυτό, ήταν έτοιμος να δώσει εξετάσεις για να γίνει «μάστορας»
(master), οι οποίες κατέληγαν σε μια προφορική «αντιλογία». Μετά τις εξετάσεις, ο φοιτητής
έπρεπε να γίνει δεκτός για διδακτορία δίνοντας μια εναρκτήρια διάλεξη ή συμμετέχοντας σε μια
δημόσια συζήτηση παρουσία μιας ομάδας καθηγητών, στην οποία συγκαταλεγόταν και ο δικός του
πρώην επιβλέπων καθηγητής. Αν και στη διάρκεια του 13ου αιώνα υπήρχαν άφθονοι βιβλιοπώλες
γύρω από τα πανεπιστήμια και οι προχωρημένοι φοιτητές συνήθως κατείχαν τα βασικά κείμενα τα
οποία μελετούσαν, η παράδοση και η εξέταση ήταν μόνο προφορικές, και ο φοιτητής έπρεπε να
τεκμηριώνει τα επιχειρήματά του παραθέτοντας μακροσκελή χωρία από τις πηγές. Αν κάποιος
φοιτητής περνούσε τις εξετάσεις, γινόταν «δάσκαλος των τεχνών» και μπορούσε, μεταξύ άλλων, να
συνεχίσει για την απόκτηση διδακτορικού διπλώματος, να διδάξει ή να περιβληθεί το ιερατικό
σχήμα.
Μέχρι τον 13ο αιώνα οι θεολογικές σπουδές διεξάγονταν κυρίως στη σχολή των τεχνών, ενώ το
παραδοσιακό πρόγραμμα των ελευθερίων τεχνών είχε ολοένα και λιγότερη σχέση με ό,τι
πραγματικά διδάσκονταν οι φοιτητές. Στα μέσα του ίδιου αιώνα ο υποψήφιος σπουδαστής του
πανεπιστημίου έπρεπε να γνωρίζει να διαβάζει και να γράφει λατινικά.
Προφανώς, η μεσαιωνική φιλοσοφία εμπεριέχει ένα ισχυρό εβραϊκό στοιχείο, αλλά τον 12ο και τον
13ο αιώνα καταβλήθηκε σημαντική προσπάθεια για την αφομοίωση της «κλασικής» παράδοσης της
Ρώμης και ιδίως της αρχαίας Ελλάδας. Η ρωμαϊκή επίδραση ήταν έντονη κυρίως σε ζητήματα
ύφους, καθώς η ρωμαϊκή σκέψη ήταν βασικά μίμηση της ελληνικής.
Από τον Πλάτωνα και τον μαθητή (αλλά όχι μιμητή) του, τον Αριστοτέλη, προήλθαν δύο διακριτές
κλασικές παραδόσεις. Με εξαίρεση ένα απόσπασμα από τον Τίμαιο, ελάχιστα έργα του Πλάτωνα
ήταν από πρώτο χέρι γνωστά στη Δύση πριν από τον 13ο αιώνα. Η πλατωνική παράδοση
εμφανίζεται προσαρμοσμένη από τους νεοπλατωνικούς, φιλτραρισμένη από τη θεολογία του ιερού
Αυγουστίνου (βλ. Κεφάλαιο Β'). Μέχρι τον 12ο αιώνα, και σε μεγαλύτερο βαθμό έκτοτε απ' ό,τι
συχνά πιστεύουμε, η μεσαιωνική θεολογία και φιλοσοφία ήταν κατ' ουσίαν πλατωνικές.
Στην πράξη αυτό σήμαινε πως οι φιλόσοφοι πίστευαν ότι η υπέρτατη αλήθεια βρίσκεται πέραν του
υλικού κόσμου. Η πραγματικότητα βρίσκεται στα αρχέτυπα, σε γενικές και τέλεια συγκροτημένες
ιδέες ή μορφές. Ο υλικός κόσμος δεν είναι παρά μια σκιά της επέκεινα υπέρτατης πραγματικότητας,
την οποία ο άνθρωπος, αιχμάλωτος της ύλης μέσα στην οποία ζει, δεν μπορεί να συλλάβει παρά
μόνον αμυδρά. Το κακό είναι μια μη δημιουργημένη στέρηση· δεν υπάρχει, αλλά αντίθετα απορρέει
από την αδιαφορία του ανθρώπου απέναντι στην ίδια του τη φύση, που είναι η αναζήτηση της
μορφής του καλού. Ο άνθρωπος είναι μια ατελής αντανάκλαση του δημιουργού του, του Θεού, ο
οποίος είναι μια άυλη και καθαρή μορφή, αλλά μια μορφή που περιέχει την εμπραγμάτωση, αν και
όχι τη δυνατότητα, καθώς η τελευταία συνεπάγεται το ενδεχόμενο της αλλαγής και, επομένως, της
μη τελειότητας.
Η έκφραση αυτής της ιδέας στη χριστιανική θεολογία αποκαλείται «πραγματιστική» θέση επειδή οι
θιασώτες της υποστήριζαν ότι οι ιδέες εμπεριέχουν μια πραγματικότητα ανεξάρτητα από την ύλη.
Πριν από τον 14ο αιώνα, ελάχιστοι πρέσβευαν την αντίθετη άποψη, που ονομάζεται
«ονοματοκρατία» (ή «νομιναλισμός») επειδή οι υποστηρικτές της πίστευαν ότι οι γενικές ιδέες ήταν
απλά ονόματα. Το πρόβλημα εμφανίστηκε ήδη από τις αμφισβητήσεις της καρολίγγειας περιόδου
γύρω από το ζήτημα της θείας ευχαριστίας. Στα τέλη του 11ου αιώνα, ο Βερεγγάριος της Τουρ,
εφαρμόζοντας τις αριστοτελικές κατηγορίες της ουσίας και του συμβεβηκότος στα στοιχεία της
λειτουργίας, είπε ότι εφόσον το υλικό φαινόμενο (συμβεβηκός) δεν παρουσίαζε μεταβολές και
παρέμενε άρτος και οίνος, έτσι και η ουσία (η παρουσία του Χριστού) δεν μπορούσε παρά να μείνει
αμετάβλητη. Ο Λάνφρανκ του Μπεκ (ο προκάτοχος του Ανσέλμου στην αρχιεπισκοπή του
Καντέρμπουρυ) διατύπωσε τα επιχειρήματά του στη βάση της πραγματιστικής θέσης ότι, παρά τα
φαινόμενα, τα στοιχεία της θείας λειτουργίας υφίστανται κάποιο μετασχηματισμό και
μετατρέπονται σε αίμα και σώμα του Ιησού.
Απέναντι σ' αυτό το φόντο ενδοακαδημαϊκών διαφωνιών γύρω από την πραγματικότητα των
γενικών εννοιών, συντελέστηκε μια θεμελιώδης μετατροπή της κλασικής παράδοσης, που στάθηκε
μια από τις σημαντικότερες εξελίξεις στην πνευματική ιστορία της Δύσης: η ενσωμάτωση του
Αριστοτέλη σε ένα βασικά χριστιανικό πρόγραμμα σπουδών στην Ευρώπη. Στις αρχές του 12ου
αιώνα ο Αριστοτέλης ήταν ακόμα λιγότερο γνωστός από τον Πλάτωνα, αλλά αυτή η κατάσταση
μεταβλήθηκε ταχύτατα. Ο Πέτρος Αβελάρδος αποκαλούσε με σεβασμό τον Αριστοτέλη «ο
Φιλόσοφος» και προφανώς γνώριζε τα έργα του περί λογικής, που ήταν διαθέσιμα σε λατινικές
μεταφράσεις. Ωστόσο, οι μεταφράσεις αυτές προέρχονταν από αραβικές μεταφράσεις των
πρωτότυπων ελληνικών κειμένων. Μεταφράσεις αριστοτελικών έργων κατευθείαν από τα ελληνικά
έγιναν στα τέλη του 12ου αιώνα, ενώ μέχρι τα μέσα του 13ου αιώνα όλα τα σωζόμενα έργα του
Σταγειρίτη φιλοσόφου ήταν πλέον προσιτά στα λατινικά.
Οι λατινικές εκδοχές του αριστοτελικού έργου που πρώτες έφτασαν στη Δύση συχνά
κυκλοφορούσαν μαζί με τα συνοδευτικά σχόλια του Ισπανού μουσουλμάνου Αβερρόη (1126-1198),
που ανέπτυξε περαιτέρω τις αριστοτελικές κατηγορίες της ύλης και της μορφής, του δυνάμει και του
ενεργεία όντος, καθώς και της κίνησης. Σύμφωνα με τον Αβερρόη, η συνεχής εξέλιξη και αλλαγή του
υλικού κόσμου οφείλεται σε ένα έσχατο αίτιο, που ταυτίζεται με τον Θεό. Ιδιαίτερα απεχθής στους
χριστιανούς ήταν η θέση του Αβερρόη ότι η δυνάμει διάνοια του Αριστοτέλη (η ψυχή) πεθαίνει μαζί
με το άτομο ως μορφή του σώματος. Αντί γι' αυτό, υπάρχει μια ενεργεία διάνοια ή ένα είδος
«ανώτερης ψυχής». Ο Αβερρόης διαχώριζε τις σφαίρες της πίστης και της λογικής, πιστεύοντας πως
η καθεμία υπερείχε στο δικό της πεδίο. Επομένως, δεν υπάρχει σύγκρουση μεταξύ αυτών των δύο,
μια αντίληψη που δικαιολογημένα ώθησε μερικούς να ισχυριστούν ότι ο Αβερρόης κήρυττε ένα
δόγμα διπλής αλήθειας.
Ωστόσο, ο ίδιος ο Αριστοτέλης είχε εκφράσει ιδέες που θα μπορούσαν να γίνουν ανεπιφύλακτα
δεκτές από τους χριστιανούς. Από τον δάσκαλό του Πλάτωνα είχε υιοθετήσει την αντίληψη ότι η
μορφή προηγείται της ύλης· ως εκ τούτου, για παράδειγμα, ένα βελανίδι εξελίσσεται σε βελανιδιά
και όχι σε χοίρο. Ο Αριστοτέλης έδινε έμφαση στον κόσμο της ύλης, τον οποίο θεωρούσε αιώνιο.
Ήταν βιολόγος· αν και έγραψε για τη μεταφυσική και την πολιτική θεωρία, ο κύριος όγκος των
κειμένων του αφορούσε επιστημονικά θέματα· σ' αυτά έδωσε βάρος σε μια εξελικτική προσέγγιση
που ερχόταν σε έντονη αντίθεση με τη χριστιανική άποψη περί ιστορίας του ανθρώπου, η οποία
υπογράμμιζε τη θεία παρέμβαση στις ανθρώπινες υποθέσεις με τη μορφή του θαύματος. Για τον
Αριστοτέλη, ο Θεός γίνεται απλώς ένα πρώτο κινητήριο αίτιο («πρώτο κινούν»).
Πιθανόν το πιο σοβαρό πρόβλημα να αφορούσε την επιστημολογία. Η αυγουστίνεια παράδοση, στα
χνάρια του Πλάτωνα, υποστήριζε ότι η γνώση μας για τη μορφή είναι εμφυτευμένη μέσα μας από
τον Θεό με τη μορφή των ιδεών. Ο άνθρωπος ερευνά τον κόσμο της ύλης με αυτό το ατελές
εργαλείο, τη λογική, στηριγμένος στην προγενέστερη γνώση αυτών των μορφών. Εντούτοις, ο
Αριστοτέλης υποστήριξε ότι ο άνθρωπος αποκτά γνώση, συγκαταλεγομένης και της γνώσης της
μορφής, μέσω της αισθητηριακής αντίληψης και όχι χάρη σε μια έμφυτη ή εντυπωμένη στη μνήμη
γνώση ή, όπως θα το διατύπωναν οι αυγουστινιανοί, μέσω της θείας φώτισης.
Η Εκκλησία δεν είχε αντίρρηση να διαβάζουν οι φοιτητές της θεολογίας το αριστοτελικό έργο,
επειδή τους θεωρούσε αρκετά ώριμους ώστε να κατανοήσουν τα όριά του. Ωστόσο, το 1215 ο
πάπας απαγόρευσε τη διδασκαλία του Αριστοτέλη στους κατά πολύ νεότερους φοιτητές της σχολής
των ελευθέριων τεχνών στο Παρίσι. Όπως ήταν φυσικό, η απαγόρευση τούς ώθησε να μελετούν
αυτά τα βιβλία στον ελεύθερο χρόνο τους, και οι συνετοί λόγιοι συνειδητοποίησαν ότι στο
αριστοτελικό έργο υπήρχαν πολλά στοιχεία που μπορούσαν να αξιοποιηθούν από τους χριστιανούς.
Το 1255, ο πάπας Αλέξανδρος Δ' αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να αποδεχτεί τα έργα του
Αριστοτέλη ως βάση του trivium. Η επίδρασή τους στο quadrivium ήταν ακόμα πιο καθοριστική. Το
1366 το πανεπιστήμιο αναθεώρησε το πρόγραμμα μαθημάτων, καθιστώντας υποχρεωτική τη γνώση
όλου του σώματος του αριστοτελικού έργου για την άδεια διδασκαλίας των τεχνών.
Φαίνεται ότι οι διανοούμενοι του 13ου αιώνα διαισθάνονταν ότι, με τη συνεχή επιστροφή στα
κλασικά κείμενα, βρίσκονταν στο κατώφλι μιας υπέρτατης συμφιλίωσης της περίτεχνής τους
εξέτασης του κόσμου της ύλης με τα προτάγματα της θρησκευτικής αποκάλυψης. Ιδίως το τάγμα
των Δομικανικών τάχθηκε υπέρ του Αριστοτέλη, ίσως επειδή, ως ένα βαθμό, το ανταγωνιστικό
τάγμα των Φραγκισκανών τον απέρριπτε εμφατικά. Οι Δομινικανοί έγραψαν «συστήματα»
(summae), δηλαδή πραγματείες σε διαλεκτική μορφή που φιλοδοξούσαν να αποτελέσουν τις
«υπέρτατες» απόψεις επί των θεμάτων που πραγματεύονταν.
Ο Αλβέρτος του Λάουινγκεν, γνωστός ως Αλβέρτος ο Μέγας, ένας Δομινικανός μοναχός της
Κολονίας που δίδαξε και στο Παρίσι, ήταν ένας εμπειρικός επιστήμονας ο οποίος συνέβαλε στη
διάδοση του επιστημονικού έργου του Αριστοτέλη. Επίσης συνέταξε ένα Θεολογικό σύστημα,
προσπαθώντας να διαχωρίσει τον Αριστοτέλη από τον Αβερρόη και να συμφιλιώσει τη μεταφυσική
των Ελλήνων με τον χριστιανισμό. Ο πιο διάσημος μαθητής του Αλβέρτου ήταν ο Θωμάς από το
Ακουίνο, ο άγιος Θωμάς Ακινάτης (1225-1274). Αυτός και ο ιερός Αυγουστίνος θεωρούνται οι δύο
μεγαλύτεροι χριστιανοί φιλόσοφοι του Μεσαίωνα.
Γόνος μιας οικογένειας Ιταλών ευγενών, ο άγιος Θωμάς δίδαξε στα πανεπιστήμια του Παρισιού και
της Νεάπολης. Στα πιο σημαντικά του έργα, το Θεολογικό σύστημα και το Σύστημα καθολικής πίστης
κατά των ειδωλολατρών, ανέπτυξε μια χριστιανική φιλοσοφία ιδωμένη μέσα από τις αριστοτελικές
κατηγορίες αλλά στηριγμένη στη διαλεκτική μέθοδο που περιέχεται σε πηγές αναμφίβολης
ορθοδοξίας, όπως τα έργα των πατέρων της Εκκλησίας, η Βίβλος και ορισμένες αναφορές από το
κανονικό δίκαιο.
Ο Ακινάτης βασικά αποδεχόταν τις αριστοτελικές ιδέες της αιτιότητας στην πραγματεία του περί του
κόσμου της ύλης, αλλά έπρεπε να τις τροποποιήσει προς την κατεύθυνση της διδασκαλίας του
Αυγουστίνου όσον αφορά τον Θεό και την αιώνια αλήθεια. Ενστερνίστηκε την αριστοτελική
διάκριση μεταξύ ουσίας και ύπαρξης (που συμπίπτουν μόνο στον Θεό), αλλά προσέθεσε ότι δεν
υπάρχει ουσία δίχως ύπαρξη. Η ύλη δεν έχει ύπαρξη ανεξάρτητη από τη μορφή. Απέρριψε την
αριστοτελική αντίληψη περί πολλαπλότητας των μορφών, επισημαίνοντας ότι υπάρχει μία μόνο
ουσιαστική μορφή (λόγου χάρη, η ανθρωπότητα), και ότι η ύλη είναι η αρχή της εξατομίκευσης στο
μεμονωμένο σώμα. Ωστόσο, το επιμέρους σαρκίο έχει και αυτό τη μορφή του, την ψυχή, που είναι
αθάνατη.
Ο «χριστιανικός αριστοτελισμός» του Ακινάτη δέχτηκε σφοδρές επικρίσεις ακόμα και πριν από το
θάνατό του. Το 1270, δεκατρείς προτάσεις του καταδικάστηκαν ως αιρετικές από τον επίσκοπο του
Παρισιού, ενώ ο Ακινάτης δεν κυρύχθηκε άγιος παρά μόνο το 1323, δηλαδή με αξιοσημείωτη
καθυστέρηση για μια τόσο επιφανή προσωπικότητα. Μόνο τον 16ο αιώνα ο Ακινάτης άρχισε να
αντιμετωπίζεται ως αυθεντία. Σε μεγάλο βαθμό, το πρόβλημα αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η
εκκλησιαστική ιεραρχία εξακολουθεί να συσχετίζει τους χριστιανούς αριστοτελικούς με τους πιο
ριζοσπάστες «Λατίνους αβερροϊστές», που υιοθετούσαν τα σχόλια του Αβερρόη στο αριστοτελικό
έργο. Ο ετερόδοξος αριστοτελισμός έφτασε στο απόγειό του στο Παρίσι στα τέλη του 13ου αιώνα
με το έργο του Σιγέρου της Βραβάντης και του Βοηθίου της Δακίας, που αμφότεροι δίδαξαν στη
σχολή των τεχνών. Ωστόσο, κανένας από τους δύο δεν ήταν συστηματικός θεολόγος, και τα γραπτά
που άφησαν είναι λίγα.
Σχεδόν όλοι οι επικριτές του Ακινάτη ήταν Φραγκισκανοί. Ο πιο επιφανής από αυτούς ήταν ο άγιος
Μποναβεντούρα (1221-1274), ο γενικός μάγιστρος του τάγματος των Φραγκισκανών, τα έργα του
οποίου ακολουθούν την αυγουστίνεια παράδοση. Το πιο σημαντικό του έργο ήταν τα Σχόλια στις
Προτάσεις [του Πέτρου του Λομβαρδού], μαζί με αρκετές συλλογές κηρυγμάτων. Ενώ ο
Μποναβεντούρα δεν αρνιόταν τη χρησιμότητα της λογικής, και μάλιστα αποδεχόταν την
αριστοτελική θέση ότι η γνώση αντλείται από την αισθητηριακή αντίληψη, απεχθανόταν την τάση
της υπερβολικής προβολής της σε βάρος της πίστης και του συναισθήματος. Ο νους πρέπει να έχει
στην ψυχή ένα αιώνιο πρότυπο με βάση το οποίο να μετρά τα δεδομένα που εξάγονται από τις
αισθήσεις, και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη θεία φώτιση. Ο Μποναβεντούρα αρνιόταν την
ιδέα της αιωνιότητας της ύλης, για την οποία πίστευε ότι ερχόταν σε αντίθεση με την αποκάλυψη
και περιόριζε τη θεία βούληση. Κατ' αυτόν, η ψυχή είναι μια σύνθεση ύλης και μορφής που δεν
υφίσταται πριν από το σώμα, αλλά επιβιώνει μετά τη φθορά του ως μορφή του σώματος.
Παραδόξως, για ορισμένους Φραγκισκανούς επιστήμονες οι αριστοτελικοί ήταν υπερβολικά
εγκόσμιοι. Ο Οξφορδιανός Ροβέρτος Γκρόστεστ (περί το 1168-1253), που πέθανε ως επίσκοπος του
Λίνκολν, θαύμαζε τον Αριστοτέλη και μάλιστα μετέφρασε τα Ηθικά Νικομάχεια στα λατινικά.
Εντούτοις, το έργο του τονίζει τη νεοπλατωνική «μεταφυσική του φωτός», όπου το φως εξετάζεται
τόσο από επιστημονική σκοπιά όσο και ως σύμβολο θείας φώτισης. Ο Γκρόστεστ πραγματοποίησε
λαμπρά πειράματα στην οπτική. Ο μαθητής του Ρογήρος Βάκων (πέθανε το 1294) απέκτησε ακόμα
μεγαλύτερη φήμη μέσω της υποτιθέμενης ιδιότητάς του ως μάγου, που οφείλεται στην ανησυχία
της Εκκλησίας για τις απόψεις του περί αλχημείας και αστρολογίας. Η επιστημονική παράδοση
συνεχίστηκε στην Οξφόρδη, που έγινε το πρώτο πανεπιστήμιο στη δυτική Ευρώπη όπου οι φυσικές
επιστήμες διαχωρίστηκαν από τις θεολογικές σπουδές.
Χαρακτηριστική έκφραση του νεορωμαϊκού αρχιτεκτονικού ρυθμού του πρώιμου Μεσαίωνα είναι η
βασιλική, μια επιμήκης αίθουσα με κλίτη και μια ημικυκλική αψίδα στο ένα άκρο. Από τον 4ο αιώνα
σε ορισμένους ρωμαϊκούς ναούς προστίθεται ένα εγκάρσιο κλίτος, μια κάθετη προέκταση κοντά
στην αψίδα, με αποτέλεσμα η κάτοψη του ναού να αποκτά σχήμα σταυρού. Οι τοίχοι ήταν βαριοί
και χοντροί και είχαν λιγοστά παράθυρα.
Ο «ρομανικός» ρυθμός αναπτύχθηκε γύρω στο 800 στη Λομβαρδία και μετά διαδόθηκε στον Βορρά.
Ο λομβαρδικός ρομανικός ρυθμός ξέφυγε από τις βυζαντινές επιδράσεις, που ήταν χαρακτηριστικό
στοιχείο της καρολίγγειας αρχιτεκτονικής, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη πιο περίτεχνης θολοδομίας.
Ο ημικυλινδρικός θόλος ήταν μια ενιαία ημικυκλική καμάρα όπου η οροφή δεν στηριζόταν
απευθείας σε υποστυλώματα αλλά σε όλο το μήκος του τοίχου, δημιουργώντας μια φυγόκεντρη
δύναμη. Με τον καιρό ο τοίχος αντικαταστάθηκε από υποστυλώματα, και οι ημικυλινδρικοί θόλοι
περιορίστηκαν στον κυρίως ναό, ενώ ξεχωριστοί θόλοι κάλυπταν τα πλευρικά κλίτη. Το
σταυροθόλιο, που σχηματίζεται από την αλληλοτομή δύο ημικυλινδρικών θόλων, αντικατέστησε
βαθμιαία τον ημικυλινδρικό θόλο στο μεσαίο και τα πλευρικά κλίτη. Στους γαλλικούς ναούς
προστέθηκε ένας εσωτερικός περιμετρικός διάδρομος γύρω από την κόχη του ιερού. Ο δεύτερος
ναός στο αβαείο του Κλουνύ, που ανεγέρθηκε στο δεύτερο μισό του 10ου αιώνα, αποτέλεσε το
πρότυπο για τη διάδοση των άλλων χαρακτηριστικών του ρομανικού ρυθμού: το ημικυκλικό τόξο, τα
κλίτη στον κυρίως ναό, τους πύργους στις άκρες των κλιτών, τους περιμετρικούς εσωτερικούς
διαδρόμους με τα ακτινωτά παρεκκλήσια, τους πολλαπλούς κίονες ή πεσσούς και τα εγκάρσια τόξα
στο υψηλότερο επίπεδο, το χαμηλό χοροστάσιο (το υπερώο με τα εν σειρά παράθυρα πάνω από το
υπερυψωμένο κεντρικό κλίτος), τα σταυροθόλια πάνω από τα κλίτη και μερικές φορές μια στοά και
φορητά γλυπτά. Ωστόσο, μέχρι τον 11ο αιώνα, τα ρομανικά κτίρια ήταν χαμηλά και μάλλον
κοντόχοντρα, αν και συχνά είχαν μεγάλες διαστάσεις. Από τότε, σε ορισμένους ρομανικούς ναούς
άρχισαν να εμφανίζονται αντηρίδες στηριγμένες σε παραστάδες οι οποίες αλληλοτέμνονταν στην
οροφή, αλλά αυτό το στοιχείο αναπτύχθηκε πολύ περισσότερο στον γοτθικό ρυθμό.
Ο γοτθικός ρυθμός βασίζεται σε μια σειρά αρχιτεκτονικές καινοτομίες, όπως το οξυκόρυφο τόξο και
τους θόλους με νευρώσεις ή βεργία (η κατασκευή τους μοιάζει με το σταυροθόλιο αλλά έχουν
ισχυρότερα υποστηρίγματα), που επιτρέπουν τη δημιουργία υψηλότερων οροφών απ' ό,τι ο
ρομανικός ρυθμός, αλλά και το άνοιγμα περισσότερων παραθύρων στους εξωτερικούς τοίχους. Το
οξυκόρυφο τόξο συνήθως αγκυρώνεται στα υποστυλώματα (κίονες ή πεσσοί), που διαχωρίζουν τα
πλευρικά κλίτη, και όχι στους φέροντες τοίχους του κτιρίου. Έτσι, το κεντρικό κλίτος μπορούσε να
έχει μεγαλύτερο ύψος από τα πλευρικά. Στα υποστυλώματα αυτά στηρίζονται θόλοι με διαγώνιες
νευρώσεις που αλληλοτέμνονται στην οροφή, κατανέμοντας πιο ομαλά το βάρος της κατασκευής
στους εξωτερικούς τοίχους και τα εσωτερικά πλευρικά κλίτη. Οι τοίχοι ήταν λεπτοί και είχαν πολλά
παράθυρα με υαλοστάσια (βιτρό). Καθώς οι αρχιτέκτονες σχεδίαζαν όλο και ψηλότερα κτίρια, οι
εξωτερικοί τοίχοι στηρίζονταν και σε «μετέωρες» ή «ελεύθερες» αντηρίδες (ή «επίστεγες»),
προσαρμοσμένες σε υποστυλώματα που ήταν αγκυρωμένα στο έδαφος έξω από το κτίριο. Αυτές οι
«ελεύθερες» αντηρίδες εμφανίζονται ιδίως στον περιμετρικό διάδρομο γύρω από την κόχη του
ιερού, το οποίο είχε περισσότερες γυάλινες επιφάνειες σε σχέση με τη λιθοδομή απ' ό,τι οι πλευρές,
και παρουσίαζε το μειονέκτημα μιας κυκλικής και επομένως κάπως φυγόκεντρης δομής, σε
αντίθεση με το ορθογώνιο σχήμα των πλαϊνών τοίχων.
Η εσωτερική λογική του γοτθικού ρυθμού, με την έμφασή του στο κατακόρυφο στοιχείο και την
τάση της συμφιλίωσης των αντιθέτων, έχει συγκριθεί (με την έννοια ότι είναι προϊόντα του ίδιου
πνευματικού κλίματος) με τη σχολαστική μέθοδο έρευνας, όπου οι αντιθέσεις συντίθενται σε ένα
αρμονικό σύνολο. Ορισμένοι θεωρούν ότι ο γοτθικός ρυθμός είναι μια συνειδητή δημιουργία του
Συζέ (περί το 1081-1151), ηγουμένου του Αγίου Διονυσίου και κύριου συμβούλου των βασιλιάδων
Λουδοβίκου Ϛ' και Λουδοβίκου Ζ'. Ο Συζέ μας άφησε μια έκθεση της ανοικοδόμησης του ναού του
αβαείου του Αγίου Διονυσίου όπου μέσω της θεώρησης του φωτός εκφράζονται αρχές περί
οικοδομικής, καθώς και περί πνευματικής ανάτασης. Ωστόσο, όπως συμβαίνει με το καθετί στην
ιστορία, ο γοτθικός ρυθμός ήταν προϊόν μιας ιστορικής εξέλιξης. Ο καθεδρικός της Σανς, που
χτίστηκε γύρω στο 1130, και όχι ο ναός του Αγίου Διονυσίου, είναι το πρωιμότερο ολοκληρωμένο
δείγμα γοτθικού ρυθμού. Το οξυκόρυφο τόξο δεν είναι εγχώριο στοιχείο της Ιλ-ντε-Φρανς (της
περιοχής του Παρισιού), αλλά δάνειο από τους μουσουλμάνους. Μεταφέρθηκε στη Γαλλία από τους
Βουργουνδούς, που είχαν πολεμήσει στην Ισπανία, ενώ οι θόλοι με νευρώσεις εμφανίστηκαν
αρχικά στην Αγγλία και μετά διαδόθηκαν στη Νορμανδία και από εκεί στα εδάφη των Καπετιδών. Οι
τοίχοι των αγγλικών και νορμανδικών ναών συνέχισαν να είναι τόσο χοντροί που δεν χρειάστηκε να
εφαρμοστούν οι νέες τεχνικές για την ελάφρυνση του βάρους τους, οι οποίες έτσι έφτασαν στην
πληρέστερη ανάπτυξή τους στην Ιλ-ντε-Φρανς.
Υπάρχουν αρκετές διακριτές παραλλαγές του γοτθικού ρυθμού. Οι ναοί του βασιλείου των
Καπετιδών, με χαρακτηριστικά δείγματα τους καθεδρικούς του Παρισιού, της Λαν, της Σουασσόν και
αργότερα της Μπουρζ, έχουν εξαμερείς θόλους και μια στοά πάνω από τα πλευρικά κλίτη.
Χαρακτηριστικοί είναι επίσης οι δυο πύργοι σε κάθε πλευρά της κύριας όψης και ένας διπλός
περιμετρικός διάδρομος στο ιερό βήμα. Οι ναοί του βόρειου γαλλικού γοτθικού ρυθμού, με
εξαίρεση μερικούς καθεδρικούς, συχνά δεν είχαν εγκάρσιο κλίτος. Αναπτύσσονταν σε τέσσερις
ορόφους, αλλά μερικές φορές οι πάνω όροφοι συμπτύσσονταν σε εξώστες.
Στο βασίλειο των Πλανταγενετών εμφανίζεται μια άλλη παραλλαγή του γοτθικού ρυθμού. Αν και
εδώ χρησιμοποιήθηκε ο θόλος με νευρώσεις, η συνολική εικόνα των καθεδρικών ναών της
Ανδηγαυίας και του Πουατού πλησιάζει περισσότερο τον ρομανικό ρυθμό επειδή οι ναοί είναι
χαμηλοί και πλατείς. Στη Βουργουνδία, υπό την επίδραση των Κιστερκιανών, γεννήθηκε ένας τρίτος
γοτθικός ρυθμός, με έμφαση στη λιτότητα της γραμμής και την εξάλειψη του γλυπτού διακόσμου,
του διπλού περιμετρικού διαδρόμου και του τριφόριου. Κατά τον 13ο αιώνα, η απλότητα
εγκαταλείπεται και οι γραμμές γίνονται πιο καμπύλες και περίτεχνες.
Ήταν επόμενο οι αρχιτεκτονικοί ρυθμοί να μεταβληθούν κατά τον 13ο αιώνα. Η αλλαγή αυτή
οφείλεται στην αύξηση του ύψους που εξασφαλίζεται με τις ελεύθερες αντηρίδες. Οι καθεδρικοί
της Σαρτρ (άρχισε το 1194), της Ρενς (άρχισε το 1210), της Παναγίας των Παρισίων (άρχισε το 1165
και τροποποιήθηκε το 1230) και της Αμιένης (άρχισε το 1220) θεωρούνται τα λαμπρότερα γοτθικά
οικοδομήματα. Τα παράθυρα έγιναν πιο πλατιά και ψηλά και κοσμούνταν με εξαίσια
υαλογραφήματα, ένα από τα πιο λαμπρά επιτεύγματα της δυτικής τέχνης. Το μεσαίο κλίτος
απέκτησε μεγαλύτερο ύψος καθώς οι εγκάρσιοι θόλοι εξασφάλιζαν ακόμα πιο ομαλή κατανομή του
βάρους, αλλά οι θόλοι ήταν τετραμερείς αντί για εξαμερείς. Τα μεσαία κλίτη απέκτησαν εκπληκτικό
ύψος. Διαφορετικές στέγες κάλυπταν το κεντρικό και τα πλευρικά κλίτη. Τα πλευρικά παρεκκλήσια,
που δεν εμφανίζονταν συχνά τον 12ο αιώνα, έγιναν πιο διαδεδομένα τον 13ο. Η κατασκευή
απλοποιήθηκε στον κυρίως ναό με το χαμηλό τριφόριο ως δεύτερο όροφο και μια γαλαρία ως τρίτο.
Οι ναοί του Μπωβαί και του Σαιντ-Σαπέλ στο Παρίσι, που ανεγέρθηκαν κάπως αργότερα, ανήκουν
στον «ακτινωτό» ρυθμό. Στις αρχές του 14ου αιώνα, ο αγγλικός γοτθικός ρυθμός, που ξεχωρίζει από
τον γαλλικό κυρίως λόγω της έμφασής του στους κάπως τετράγωνους καθεδρικούς και την κεντρική
σπείρα παρά στους πύργους στην πρόσοψη και τα εγκάρσια κλίτη, είχε αποκτήσει πλούσια
διακόσμηση —ο «διακοσμημένος» ρυθμός, όπως τον αποκαλούν οι ιστορικοί της τέχνης ή ο
«φλογόμορφος», όπως αναπτύχθηκε στη Γαλλία. Αυτός ο ρυθμός διακρίνεται για τον πλούσιο
αρχιτεκτονικό του διάκοσμο, αλλά η αλλαγή δεν είναι απλώς διακοσμητική, καθώς οι νευρώσεις
εξελίσσονται σε ένα περίτεχνο δίκτυο από ευθείες και καμπύλες γραμμές. Το τριφόριο
εξαφανίστηκε και επικράτησε μια διώροφη κατασκευή. Ωστόσο, το συνολικό αποτέλεσμα εκφράζει
περισσότερο αρχιτεκτονική δεξιοτεχνία παρά οργανική ενότητα.
ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Israel Abrahams, Jewish Life in the Middle Ages, Φιλαδέλφεια, Jewish Publication Society of America,
1911.
Warren O. Ault, Open-Field Farming in Medieval England: A Study of Village ByLaws, Νέα Υόρκη,
Barnes & Noble, 1972.
H. S. Bennett, Life on the English Manor, Cambridge, Cambridge University Press, 1960.
John F. Benton (επιμ.), Self and Society in Medieval France: The Memoirs of Abbot Guibert of Nogent
(1064-c. 1125), Νέα Υόρκη, Harper & Row, 1970.
Maurice Beresford, New Towns of the Middle Ages: Town Plantation in England, Wales and Gascony,
Νέα Υόρκη, Praeger, 1967.
Anthony Black, Guilds and Civil Society in European Political Thought from the Twelfth Century to the
Present, Ithaca, Νέα Υόρκη, Cornell University Press, 1984.
J. L. Bolton, The Medieval English Economy, 1150-1500, Totowa, Νέα Ιερσέη, Rowman & Littlefield,
1980.
Christopher Ν. L. Brooke, με τη συνεργασία του Gillian Keir, London 800-1216: The Shaping of a City,
Berkeley/Los Angeles, University of California Press, 1975.
W. F. Butler, The Lombard Communes: A History of the Republics of North Italy, Westport, Conn.,
Greenwood Press, 1969, ανατύπωση της έκδοσης. T. Fischer Unwin, 1906.
—The Cambridge Economic History of Europe, επιμ. M. M. Postan κ.ά., I: The Agrarian Life of the
Middle Ages, 2
1966· II: Trade and Industry in the Middle Ages, 2
G. G. Coulton, Medieval Panorama: The English Scene from Conquest to Reformation, Νέα Υόρκη,
Meridian Books, 1955.
1987· III: Economic Organisation and
Policies in the Middle Ages, 1965, όλα Cambridge, Cambridge University Press.
—From St. Francis to Dante: Translations from the Chronicle of the Franciscan Salimbene (1221-88),
ανατύπωση, Φιλαδέλφεια, University of Pennsylvania Press, 1972.
H. C. Darby (επιμ.) A New Historical Geography of England before 1600, Cambridge, Cambridge
University Press, 1976.
Georges Duby (επιμ.), A History of Private Life: II. Revelations of the Medieval World, μτφρ. Arthur
Goldhammer, Cambridge, Mass., Belknap Press of Harvard University Press, 1988.
Edith Ennen, The Medieval Town, Amsterdam, North Holland, 1978.
Galbert of Bruges, The Murder of Charles the Good, Count of Flanders, μτφρ. και εισαγωγή James
Bruce, Νέα Υόρκη, Harper & Row, 2
Bruce Ε. Gelsinger, Icelandic Enterprise: Commerce and Economy in the Middle Ages, Columbia, SC,
University of South Carolina Press, 1981.
1967.
Frances & Joseph Gies, Marriage and the Family in the Middle Ages, Νέα Υόρκη, Harper & Row, 1987.
Jean Gimpel, The Medieval Machine: The Industrial Revolution of the Middle Ages, Νέα Υόρκη,
Holt.Rinehart and Winston, 1976.
S. D. Goitein (επιμ. και μτφρ.), Letters of Medieval Jewish Traders, Princeton, Princeton University
Press, 1973.
André E. Guillerme, The Age of Water: The Urban Environment in the North of France, AD 300-1800,
College Station, Texas, Texas A+M University Press, 1988.
Gerald A. J. Hodgett, A Social and Economic History of Medieval Europe, Λονδίνο, Methuen, 1972.
Paul M. Hohenberg/Lynn Hollen Lees, The Making of Urban Europe, 1000-1950, Cambridge, Mass.,
Harvard University Press, 1985.
George C. Homans, English Villagers of the Thirteenth Century, Cambridge, Mass., Harvard University
Press, 1941.
J. Κ. Hyde, Society and Politics in Medieval Italy, Νέα Υόρκη, St. Martin's Press, 1973.
Robert S. Lopez/Irving W. Raymond (επιμ. και μτφρ.), Medieval Trade in the Mediterranean World:
Illustrative Documents, Νέα Υόρκη, W. W. Norton, 1955.
Achille Luchaire, Social France of the Time of Philip Augustus, Νέα Υόρκη, Henry Holt & Co, 1912,
ανατύπωση με εισαγωγή του John W. Baldwin, Νέα Υόρκη, Harper & Row, 1967.
Gino Luzzatto, An Economic History of Italy from the Fall of the Roman Empire to the Beginning of the
Sixteenth Century, μτφρ. Philip Jones, Λονδίνο, Routledge & Kegan Paul, 1961.
Edward Miller/John Hatcher, Medieval England: Rural Society and Economic Change, 1086-1348,
Λονδίνο, Longman, 1978.
Michel Mollat, The Poor in the Middle Ages: An Essay in Social History, μτφρ. Arthur Goldhammer,
New Haven, Yale University Press, 1986.
John H. Mundy/Peter Riesenberg, The Medieval Town, Princeton, D. Van Nostrand, 1958.
Henri Pirenne, Economic and Social History of Medieval Europe, Νέα Υόρκη, Harcourt Brace, 1957.
—Early Democracies in the Low Countries: Urban Society and Political Conflict in the Middle Ages and
the Renaissance, Νέα Υόρκη, Harper & Row, 1963.
Colin Platt, Medieval Southampton: The Port and Trading Community, AD 1000-1600, Λονδίνο,
Routledge & Kegan Paul, 1973.
—Medieval England: A Social History and Archaeology from the Conquest to 1600 A.D., Νέα Υόρκη,
Charles Scribner's Sons, 1978.
—The English Medieval Town, Λονδίνο, Granada Publishing, 1979.
M. M. Postan, The Medieval Economy and Society: An Economic History of Britain in the Middle Ages,
Harmondsworth, Penguin Books, 1975.
Susan Reynolds, An Introduction to the History of English Medieval Towns, Οξφόρδη, Clarendon
Press, 1977.
Josiah Cox Rüssel, Late Ancient and Medieval Population, Φιλαδέλφεια, Transactions of the American
Philosophical Society 43, αρ. 3, 1958.
—Medieval Regions and Their Cities, Bloomington, Indiana University Press,1972.
Peter Spufford, Money and its Use in Medieval Europe, Cambridge, Cambridge University Press, 1988.
Sylvia L. Thrupp, Change in Medieval Society, Νέα Υόρκη, Appleton-Century-Crofts, 1964.
J. Z. Titow, English Rural Society 1200-1350, Νέα Υόρκη, Barnes & Noble, 1969. Daniel Waley, The
Italian City-Republics, Λονδίνο, Longman, 2
1988
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΚΟΥΑΤΡΟΤΣΕΝΤΟ (15ος ΑΙΩΝΑΣ)
Μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους, το 1453, πολλοί μορφωμένοι Έλληνες, κυρίως λόγιοι, κατέφυγαν στην Ιταλία. Αυτοί έφεραν μαζί τους τον σπουδαίο πολιτισμό της αρχαίας Ελλάδας, που είχε συνεχιστεί στη Ρώμη και στο Βυζάντιο. Η ανθηρή οικονομία της δυτικής Ευρώπης, μετά το Μεσαίωνα, ευνόησε την αναζήτηση νέων επιστημονικών εξηγήσεων για τα μυστήρια του κόσμου και του σύμπαντος. Ιταλοί γλύπτες, ζωγράφοι και αρχιτέκτονες, σφράγισαν με τα έργα τους τη νέα εποχή. Η τέχνη του Μεσαίωνα, διαποτισμένη με το πνεύμα και τις αξίες του Χριστιανισμού, απέφευγε να αποδώσει ρεαλιστικά το ανθρώπινο σώμα και περιοριζόταν στην αυστηρή απόδοση των μορφών. Σε αντίθεση με την τεχνοτροπία αυτή, οι αναγεννησιακοί καλλιτέχνες τολμούν να αποδώσουν με λεπτομέρειες το γυμνό σώμα. Στα έργα τους οι ανθρώπινες φιγούρες αποκτούν πλαστικές και αρμονικές αναλογίες.
Κατά την Αναγέννηση(Rinascimento)εγκωμίασαν τον Τζίοττο ως τον ζωγράφο που οδήγησε σε μια αληθινή αναβίωση της τέχνης και με αυτό εννοούσαν πως το έργο του ήταν εξίσου καλό με των ξακουστών καλλιτεχνών που επαινούσαν στα βιβλία τους οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι συγγραφείς. Η περίοδος που μεσολάβησε ανάμεσα στην κλασική εποχή και τη νέα εποχή που προσδοκούσαν, ήταν ένα θλιβερό διάλειμμα, το μεσοδιάστημα.Από ιστορικής πλευράς η Αναγέννηση εμφανίζεται ως περίοδος βαθειάς κρίσεως των δύο βασικών θεσμών του Μεσαίωνα, του παπισμού και της αυτοκρατορίας. Ο αγώνας ανάμεσα στις δύο αυτές δυνάμεις και η παρεμβολή σε αυτόν, του αστικού στοιχείου και των εθνικών μοναρχιών, κλόνισαν τον ένα έπειτα από τον άλλο τους στυλοβάτες της παλαιάς τάξεως πραγμάτων, ενώ πρόβαλλε όλο και πιο έντονα η ανάγκη νέων πολιτικών θεσμών. Η άνοδος της εμπορικής, τραπεζικής και βιομηχανικής αστικής τάξεως τροποποίησε βαθύτατα τη διάρθρωση της ευρωπαϊκής κοινωνίας μεταδίδοντάς της το ρεαλιστικό πνεύμα που χαρακτήριζε την καινούρια αυτή τάξη και δημιουργώντας τη νέα μορφή του λαϊκού πνευματικού ανθρώπου, επιστήμονα και καλλιτέχνη.
Η μεγάλη αυτή ανανέωση του ευρωπαϊκού πολιτισμού έχει κύριο γνώρισμά της, την αναζήτηση στο παρελθόν, των προτύπων επάνω στα οποία θα στηριζόταν για την αναγέννηση του ιδεώδους εκείνου κόσμου, που ο Μεσαίωνας είχε καταστρέψει ή παραμορφώσει.Ο ουμανισμός κατέκτησε τα πανεπιστήμια, που έγιναν μαζί με τις ηγεμονικές και βασιλικές αυλές τα μεγάλα κέντρα τις ευρωπαϊκής Αναγεννήσεως, όπως η Βιέννη στην Αυστρία, το Παρίσι στη Γαλλία, η Κολωνία στη Γερμανία. Στην ιβηρική χερσόνησο, όπου είχε μετατοπιστεί το κέντρο των πολιτικών πραγμάτων της Ευρώπης με τις νέες μεγάλες γεωγραφικές ανακαλύψεις, πρώτος ο Πορτογάλος Φρανσίσκο ντε Σα ντε Μιράντα εισήγαγε στην Πορτογαλία τις καλλιτεχνικές μορφές και τις αισθητικές αρχές της Αναγέννησης, τις οποίες οδήγησε στην τελειότητα ο Λουίς ντε Καμόενς και στην Ισπανία οι Μποσκάν και Γκαρθιλάσο ντε λα Βέγκα.
Για να κατανοηθεί ο αγγλικός αναγεννησιακός πολιτισμός, όπου ο αντίκτυπος της ιταλικής Αναγέννησης έγινε αισθητός με μεγάλη βραδύτητα, πρέπει να ληφθεί υπόψη, η κίνηση για τη θρησκευτική αναγέννηση και η ανταρσία εναντίον του μεσαιωνικού καθολικισμού.Οι παλαιότερες εκδηλώσεις της Αναγέννησης στην τέχνη εμφανίζονται στις πρώτες δεκαετίες του 15ου αιώνα, όταν ο Μαζάτσιο και ο Ντονατέλλο χειραφετούνται από τη γραμμικότητα και τον μυστικισμό της γοτθικής εποχής και χρησιμοποιούν την προοπτική μέθοδο του Μπρουνελλέσκι για να προβάλλουν τις μορφές τους σε έναν τρισδιάστατο πλαστικό χώρο, θεμελιώνοντας έτσι την τέχνη πάνω σε νέες αρχές και βασικά στην έκφραση της πραγματικότητας και την προσέγγιση στην φύση. Με τους καλλιτέχνες αυτούς συντελείται η ανακάλυψη του κόσμου και του ανθρώπου.
Αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη σημειώνεται, στις αρχές του 15ου αιώνα, μια μεταστροφή προς τον νατουραλισμό, εντονότερη στις βόρειες χώρες, όπου η λεγόμενη «Αναγέννηση του Βορρά», παρουσιάζει το 1432, το πολύπτυχο των αδελφών Χούμπερτ και Γιαν Βαν Άυκ «Ο μυστικός αμνός», έργο που διακρίνεται για την επιμελή και ακριβή παρατήρηση και εκτέλεση του τοπίου, των εσωτερικών και των ανθρώπινων τύπων. Ο λεπτομερειακός νατουραλισμός, είναι φαινόμενο διαφορετικό από το ιταλικό. Στην Ιταλία επικρατεί η νέα αντίληψη της εσωτερικής ενότητας του χώρου, και διατυπώνεται με τη μαθηματική αναπαραστατική μέθοδο της προοπτικής και με την πλαστική και ανατομικά ορθή απόδοση του ανθρώπινου σώματος.
Στη διαμόρφωση των νέων αρχών συμβάλλει η επανεύρεση και επανεκτίμηση του κλασικού κόσμου από την ουμανιστική κίνηση, στοιχείο θεμελιακό του τέλους του 15ου και ολόκληρου του 16ου αιώνα. Ο Μπρουνελλέσκι, ο Μαζάτσιο και ο Ντονατέλλο είναι οι τρεις πρωτεργάτες της αναγεννησιακής τέχνης. Στα έργα του αρχιτέκτονα Μπρουνελλέσκι εμφανίζεται για πρώτη φορά μια νέα αντίληψη του χώρου, θεμελιωμένη στην προοπτική, όπου κάθε επίπεδο και κάθε όγκος υποτάσσεται σε μια καθορισμένη γεωμετρική τάξη και στις οργανικές αναλογίες των τμημάτων του κτιρίου. Ο αρχιτέκτονας δεν είναι πια ένας απλός εκτελεστής, αλλά ο δημιουργός του αρχιτεκτονικού συνόλου. Παράλληλα ο ζωγράφος Μαζάτσιο προσχωρεί στις νέες αντιλήψεις, υποτάσσει τις μορφές του στον χώρο και τις πλουτίζει με σωματική ρώμη και ηθική επίγνωση της αξίας της ανθρώπινης προσωπικότητας, άγνωστα χαρακτηριστικά στον γοτθικό κόσμο. Ο Ντονατέλλο θεωρεί ότι η τεχνική δεν είναι μέσον που μεταβιβάζεται και γίνεται αποδεκτό συμβατικά, αλλά μια συνεχείς δημιουργία και έρευνα με σκοπό να αποκαλύψει τις αξίες του χώρου με τις οποίες οικοδομείται και εκφράζεται η υλική υπόσταση. Το 1435 ο Λεόν Μπαττίστα Αλμπέρτι δημοσίευσε το Περί ζωγραφικής έργο του, αφιερωμένο στον Μπρουνελλέσκι, όπου μαζί με την αξιολόγηση των νέων αντιλήψεων, παρουσίαζε και τους κανόνες της νέας τέχνης. Σύμφωνα με αυτούς, η αρχιτεκτονική έπρεπε να στηρίζεται στην προοπτική, αλλά και να ανατρέχει στην αρχαιότητα και η ζωγραφική να χρησιμοποιεί τις ρυθμολογικές υπαγορεύσεις αποβλέποντας στο «κάλλος», δηλαδή στην συμφωνία και αρμονία των μερών. Το 1452, στο έργο του Περί οικοδομικής, επανερχόταν στις χαράξεις του Βιτρούβιου που δίδασκαν την ευρυθμία και τη συμμετρία των μερών.
Ενδιαφέρουσα είναι η τοποθέτηση του Γκιμπέρτι. Με το καλλιτεχνικό και θεωρητικό του έργο προσπαθεί να συνδέσει την τέχνη του 14ου αιώνα με τη νέα τέχνη. Ενώ στα γλυπτά του η παρουσία γοτθικών στοιχείων είναι συχνή, στα Σχόλιά του, τονίζεται η υπεροχή της κλασικής τέχνης, η ιστορική σχέση με τον 14ο αιώνα και ταυτόχρονα η σημασία της οπτικής για την τέχνη. Στρέφει την προσοχή του στη μαθηματική και γεωμετρική μορφή του σχεδίου και τη θεωρεί βασικό στοιχείο για τη νέα καλλιτεχνική όραση.
Στον 15ο αιώνα, λεγόμενο και ως Quattrocento, δηλαδή τα «Τετρακόσια», όλοι σχεδόν οι Ιταλοί ζωγράφοι συμμετείχαν στην καλλιτεχνική ανανέωση προβάλλοντας από τους αναγεννησιακούς εκφραστικούς τρόπους όσους συμφωνούσαν περισσότερο με την προσωπικότητά τους. Δηλαδή, την προοπτική, την πλαστικότητα, την επαναφορά των θεμάτων από τη μυθολογία,- όπως την παρουσιάζει στα έργα του ο Φλωρεντινός ζωγράφος Σάντρο Μποττιτσέλλι, που εμπνέεται από τον αρχαίο κόσμο χωρίς να προσπαθεί να εφαρμόσει τους κανόνες της αρχαιότητας και άλλοτε εμπνέεται από το μυθικό κόσμο, όπου εμφανίζεται σαν φορέας ηθικών μηνυμάτων με περιεχόμενο συμβολικό και θρησκευτικό - ή από τον ρωμαϊκό κόσμο. Οι σημαντικότεροι οπαδοί των αρχών του Μπρουνελλέσκι και του Μαζάτσιο την εποχή αυτή ήταν, ο Πάολο Ουτσέλλο, ο Αντρέα ντελ Καστάνιο και ο Ντομένικο Βενετσιάνο, με τον οποίο συνδέεται η τέχνη του Πιέρο ντε λα Φραντσέσκα.
Επίσης ο ζωγράφος Φρα Αντζέλικο, έμεινε πιστός στις ιδέες της γοτθικής τέχνης και παράλληλα εφάρμοσε στα έργα του τις νέες μεθόδους του Μαζάτσιο, για να εκφράσει κυρίως τα παραδοσιακά θέματα τις θρησκευτικής τέχνης. Ενώ ζωγράφοι σαν τον Φρα Αντζέλικο μπορούσαν να χρησιμοποιούν το καινούριο χωρίς να αλλάξουν το πνεύμα του παλιού, άλλοι λιγότερο ευσεβείς και λιγότερο φιλόδοξοι καλλιτέχνες, εφάρμοζαν τις νέες μεθόδους με ελαφριά καρδιά, χωρίς να νοιάζονται πολύ για τη δυσκολία που παρουσίαζαν. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκει ο ζωγράφος Μπενότσο Γκότσολι, μαθητής του Φρα Αντζέλικο.
Οι πραγματείες του Πιέρο ντε λα Φραντσέσκα «Η προοπτική στη ζωγραφική» και «Πέντε συστήματα ευρυθμίας», επηρέασαν το έργο των Λαουράνα και ύστερα από μερικά χρόνια την αρχιτεκτονική του Μπραμάντε, καθώς και ζωγράφους όπως τον Αντονέλλο ντα Μεσσίνα, τον Τζοβάννι Μπελλίνι, τον Περουτζίνο. Ο Αντρέα Μαντένια ανέπτυξε κατά τρόπο εντελώς προσωπικό τις αναγεννησιακές ιδέες. Στους πίνακές του, η ηρωική πλευρά του ουμανισμού, που είχε εμφανιστεί παλαιότερα με τα έργα του Ντονατέλλο και του Αντρέα ντελ Καστάνιο, διαμορφώνεται σε μυθικό όραμα του ρωμαϊκού κόσμου. Στη Φερράρα οι ζωγράφοι Κόσσα, Έρκολε ντε Ρομπέρτι και Κοσμέ Τούρα, δημιουργούν ένα ιδιότυπο ύφος, συνδυασμό των υποδειγμάτων του Μαντένια και του Πιέρο ντε λα Φραντσέσκα, με τη γοτθική, συμβολική αστρολογική κυρίως παράδοση και τη φλαμανδική ζωγραφική.
Η δεύτερη φάση της Αναγέννησης αναπτύσσεται στις αρχές του 16ου αιώνα (Cinquecento) με σημαντικότερο κέντρο τη Ρώμη και καθορίζεται από δύο ρεύματα αναζητήσεων, το ένα επιδιώκει να φτάσει σε ένα σαφές και ορθολογιστικό όραμα της φύσεως και το άλλο στην πραγμάτωση του ιδανικού «κάλλους». Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, ο Μπραμάντε, ο Ραφαήλ και ο Μιχαήλ Άγγελος αποτελούν σταθμούς μέσα στην εξέλιξη αυτή. Ο Βαζάρι στο έργο του «Βίοι των καλλιτεχνών», είχε ήδη διαγνώσει ότι οι αρχές του 16ου αιώνα ήταν η χρυσή εποχή της Αναγέννησης και ότι η τεχνοτροπία του Ραφαήλ και του Μιχαήλ Άγγελου αντιπροσώπευε το κορύφωμα της ανόδου. Η εξέλιξη των αναζητήσεών τους ήταν το πρώτο βήμα για τον μανιερισμό, που σήμερα αναγνωρίζεται ότι ενώ έχει αναγεννησιακές τις ρίζες, είναι και εντελώς αυτόνομος από την Αναγέννηση, κυρίως για την έντονη κριτική του διάθεση απέναντι στην κλασική τέχνη. Στην αρχιτεκτονική, τον Μπραμάντε και τον Ραφαήλ διαδέχονται ο Αντόνιο ντα Σανγκάλλο, ο Περούτσι, ο Βινιόλα και ο Σέρλιο. Στη ζωγραφική, από τους πολυάριθμους οπαδούς του Ραφαήλ και του Λεονάρντο ντα Βίντσι, ξεχωρίζει για την μεγάλη σημασία των πειραματισμών του ο Κορρέτζιο.
Ο Τζορτζιόνε στα έργα του υποτάσσει τα πάντα, όχι στην προοπτική, αλλά στο χρώμα, που θεωρεί ότι καθιστά τον άνθρωπο κοινωνό του κοσμικού χώρου. Σε αυτήν την αρχή στηρίζεται όλη η πορεία της βενετσιάνικης ζωγραφικής και διακρίνεται τόσο στο έργο του Τισιανού, όπου κάτω από τη ρωμαλέα και αισθησιακή επιφάνεια διατηρούνται οι μεγαλειώδεις κλασικές αναλογίες της ανθρώπινης μορφής κατά την παράδοση του μνημειώδους ύφους του Μιχαήλ Άγγελου, όσο και στις προσπάθειες του Τιντορέττο να συμφιλιώσει το σχέδιο του Μιχαήλ Άγγελου με το χρώμα του Τισιανού και τέλος ως την απόλυτη ελευθερία της φαντασίας του Βερονέζε. Αλλά ενώ ο Βερονέζε όπως και ο Τιντορέττο και ο Γιάκοπο Μπασσάνο συμμετέχουν στην κρίση του μανιερισμού, η αρχιτεκτονική στη Βενετία προχωρεί, δίχως παρεκκλίσεις, από την κλασικιστική παράδοση με τον Σανσοβίνο, στη συνέχιση των αρχών του Μπραμάντε με τον Σανμικέλι, για να καταλήξει στην φειδιακή ηρεμία του Παλλάντιο. Δεν ήταν μόνο στα μεγάλα κέντρα, όπως η Βενετία, που οι καλλιτέχνες ανακάλυψαν νέες δυνατότητες και νέες μεθόδους. Ο ζωγράφος που αργότερα θεωρήθηκε ο πιο προοδευτικός και ο πιο τολμηρός καινοτόμος όλης της περιόδου ζούσε απομονωμένος στην Πάρμα, μια μικρή πόλη στην βόρεια Ιταλία, ήταν ο Κορρέτζιο. Ο οποίος εκμεταλλεύτηκε την ανακάλυψη, ότι το χρώμα και το φως μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να εξισορροπούν τις φόρμες και να οδηγήσουν το βλέμμα του θεατή προς ορισμένες κατευθύνσεις.
Στην υπόλοιπη Ευρώπη, όπου η γοτθική παράδοση είχε ισχυρότερες ρίζες και όπου είχε διαδοθεί ο νατουραλισμός του 15ου αιώνα, η ιταλική Αναγέννηση συνάντησε αρχικά πολλές αντιδράσεις. Οι καλλιτέχνες των χωρών του Βορρά δεν είχαν ίσως πολύ διαφορετικούς στόχους από τους συναδέλφους τους στην Ιταλία. Στην αρχιτεκτονική εξακολουθούσαν να επεξεργάζονται τον γοτθικό ρυθμό του 14ου αιώνα. Η ανάπτυξη της ζωγραφικής και της γλυπτικής στην Ευρώπη τον 15ο αιώνα έμεινε πιστή στην γοτθική παράδοση. Οι μαθηματικοί κανόνες της προοπτικής, τα μυστικά της επιστημονικής ανατομίας και η μελέτη των ρωμαϊκών μνημείων δεν είχαν ταράξει την πνευματική ηρεμία των καλλιτεχνών του Βορρά. Για αυτό το λόγο μπορούμε να πούμε ότι εξακολουθούσαν να ανήκουν στο Μεσαίωνα, ενώ οι συνάδελφοί τους από την άλλη μεριά των Άλπεων είχαν ήδη προχωρήσει στη νεότερη εποχή. Ο Γιαν βαν Άυκ τους είχε διδάξει πώς να καταστήσουν την εικόνα καθρέπτη της φύσης, προσθέτοντας τη μια λεπτομέρεια πάνω στην άλλη, έως ότου καλυφθεί όλος ο χώρος με τη συνδρομή της προσεκτικής παρατήρησης.
Γιαν βαν Άικ, Το ζεύγος Αρνολφίνι
Στέφαν Λόχνερ
Ροτζιερ βαν ντερ Βάιντεν
Ζωγράφοι του Βορρά που επηρεάστηκαν από τον Γιαν βαν Άυκ ήταν οι Στέφαν Λόχνερ και Ρογήρος βαν ντερ Βάυντεν.Τον 16ο αιώνα ένας καλλιτέχνης που ένιωθε την επιθυμία να κατανοήσει σε βάθος τις νέες αρχές της τέχνης και να αποφασίσει μόνος του αν του ήταν χρήσιμες, ήταν ο γερμανός καλλιτέχνης Άλμπρεχτ Ντύρερ. Ενώ απέδειξε πως ήταν κληρονόμος στην απεικόνιση των φανταστικών μορφών και των οραμάτων των καλλιτεχνών της γοτθικής παράδοσης, δεν έμενε ωστόσο ικανοποιημένος με το επίτευγμά του.
Οι σπουδές και τα σχέδιά του φανερώνουν πως τον ενδιέφερε να μελετήσει την ομορφιά της φύσης και να την αντιγράψει με υπομονή και πιστότητα, όπως όλοι οι καλλιτέχνες μετά τον Γιαν βαν Άυκ, που δίδαξε στους ζωγράφους του Βορρά πως ο κύριος στόχος της τέχνης τους θα έπρεπε να είναι η αναπαράσταση της φύσης. Οι καλλιτέχνες που προσπάθησαν να αφομοιώσουν την νέα γνώση, όπως είχε κάνει ο Ντύρερ στη Γερμανία, διχάστηκαν συχνά ανάμεσα στην πίστη τους για τις παλιές μεθόδους και στην αγάπη τους για το νέο. Ένας από τους ζωγράφους αυτούς ήταν και ο Μαμπούζε, ο οποίος ζωγράφιζε τις μορφές σύμφωνα με την παράδοση του Βαν Άυκ. Σύντομα όμως οι ρυθμολογικές και επιστημονικές κατακτήσεις της επικράτησαν παντού, ιδιαίτερα στη μορφή του μανιερισμού.
Η Ρωμαϊκή τέχνη αποτελεί μια φυσική συνέχεια της Ελληνιστικής. Η τεράστια καλλιτεχνική παραγωγή συνεχίζεται πάνω στο ίδιο πνεύμα, πολλές φορές με απευθείας αντιγραφές ελληνιστικών έργων. Στην Πομπηία έχουν σωθεί πολλές τοιχογραφίες σχεδόν σε όλα τα σπίτια και τις επαύλεις και παρουσιάζουν τεράστια ποικιλία θεμάτων. Οι τοιχογραφίες μοιάζουν με εικόνες θεατρικών σκηνών και έχουν φιλοτεχνηθεί με την ψευδαισθητική τεχνική (trompe I'oeil), προκειμένου να δημιουργήσουν στους τοίχους προοπτικούς, διακοσμητικούς χώρους. Ο καλλιτέχνης, προκειμένου να «εξαφανίσει» τον τοίχο, προσπαθεί να δημιουργήσει την οπτική απάτη ενός κήπου. Η απεικόνιση είναι λεπτομερής, με ιδιαίτερη έμφαση στο προοπτικό βάθος.
Οι δύο βασικές μορφές τέχνης το Μεσαίωνα είναι η ρωμανική και η γοτθική. H ονομασία ρομανική αναφέρεται στην τέχνη της Δυτικής Ευρώπης τον 11ο και το 12ο αιώνα η οποία βασίζεται σε μια ελεύθερη μεταφορά των αρχών της ρωμαϊκής τέχνης.
Αναγέννηση
Η τέχνη αποδεσμεύτηκε από το θρησκευτικό δογματισμό, και η ομορφιά του πραγματικού κόσμου ήταν πλέον το νέο πεδίο της καλλιτεχνικής αναζήτησης. Ο άνθρωπος και ο χώρος γύρω από αυτόν αποτέλεσαν το κεντρικό σημείο αναφοράς των καλλιτεχνικών μελετών της Αναγέννησης. Ο καλλιτέχνης επιδίωκε να αναβιώσει, μέσα από την τέχνη, το μεγαλείο της αρχαιότητας, και ο στόχος αυτός εξαπλώθηκε σιγά σιγά από τις πόλεις της Βόρειας Ιταλίας στην υπόλοιπη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη. Η στροφή στην αρχαιότητα έμεινε γνωστή με τον όρο «Ανθρωπισμός» (Ουμανισμός).
Στη διάρκεια της Αναγέννησης οι καλλιτέχνες προσπαθούσαν να προσεγγίσουν με αντικειμενικό τρόπο το ωραίο, την αρμονία και τη χάρη. Θεωρούσαν ότι οι ιδιότητες αυτές αντανακλούν τα χαρακτηριστικά του πραγματικού κόσμου και του τελειότερου δημιουργήματος της φύσης, δηλαδή του ανθρώπου. Ο καλλιτέχνης θα έπρεπε να μελετήσει προσεκτικά τα χαρακτηριστικά της φύσης και στη συνέχεια να προχωρήσει στην επιλογή των στοιχείων που θα του επέτρεπαν να συνθέσει μια ιδανική εικόνα της πραγματικότητας. Το καλλιτεχνικό έργο θα στηριζόταν έτσι σε μια γενικευμένη αλήθεια της φύσης, θα ισορροπούσε ανάμεσα στο ιδανικό και το πραγματικό, ανάμεσα στο γενικό και το μερικό, χωρίς όμως να απομακρύνεται από την πραγματικότητα. Ωστόσο, δεδομένου ότι οι αρχαίοι είχαν μελετήσει τη φύση και γνώριζαν τους νόμους της, μέσα από την αναβίωση του αρχαίου πνεύματος μπορούσαν να εξασφαλιστούν η αρμονία με τη φύση και η ζητούμενη οικουμενική τάξη.
Ο καλλιτέχνης-διανοούμενος απομακρύνθηκε από τη συντεχνιακή παραγωγή του Μεσαίωνα και, απαιτώντας την αυτονομία του ρόλου του, τοποθετήθηκε στην πρωτοπορία των νέων κυρίαρχων κοινωνικών τάξεων. H ζωγραφική, η γλυπτική και η αρχιτεκτονική ανακηρύχθηκαν «ελευθέριες τέχνες», δραστηριότητες δηλαδή για «ελεύθερα πνεύματα και για ευγενείς ψυχές», όπως έγραψε ο Αλμπέρτι, ο δε καλλιτέχνης αμειβόταν γι' αυτή ακριβώς την ενασχόλησή του με την καλλιτεχνική-πνευματική παραγωγή. Ο καλλιτέχνης της Αναγέννησης μελετούσε τις φυσικές επιστήμες, την ιατρική και την κλασική φιλολογία, ανέπτυσσε ένα θεωρητικό προβληματισμό και επιδίωκε να καθορίσει τις αρχές και τις αξίες της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Μέσα από αυτή τη γενική παιδεία αλλά και την πρόοδο των φυσικών επιστημών άρχισε να εφαρμόζει την προοπτική σχεδίαση και τη θεωρία των αναλογιών στην απεικόνιση της πραγματικότητας. Η τάξη και η αρμονία του κόσμου απεικονίζονταν στην επιφάνεια του πίνακα σύμφωνα με τους κανόνες της κεντρικής προοπτικής. Μέσω της προοπτικής και των βραχύνσεων επιτεύχθηκε η απόδοση της τρίτης διάστασης (δηλαδή του βάθους) των αντικειμένων και του χώρου στην επίπεδη επιφάνεια.
Η προοπτική είναι ένας μαθηματικός τρόπος για την ψευδαισθητική απόδοση του βάθους, της τρίτης δηλαδή διάστασης, που λείπει από τη διδιάστατη ζωγραφική επιφάνεια. Για να το επιτύχει αυτό, ο ζωγράφος τοποθετεί το «σημείο φυγής» στο κέντρο του πίνακα, επάνω στη γραμμή του ορίζοντα, που αντιστοιχεί στο ύψος των ματιών του θεατή και προς το οποίο συγκλίνουν όλες οι παράλληλες ευθείες. Αυτή η οργάνωση ενός επιπέδου ονομάζεται κεντρική προοπτική. H αναφορά στην ελληνορωμαϊκή τέχνη και μελέτη της φύσης συμβαδίζει με την προοπτική, τη μελέτη του προτύπου και την επιλογή θεμάτων από τη μυθολογία.
H ψευδαίσθηση του βάθους που δημιουργείται με τον προοπτικό σχεδιασμό, η ισορροπία της σύνθεσης και η χρήση των αναλογιών οδηγούσαν το ζωγράφο στη μαθηματική οργάνωση της εικόνας, αλλά και στη μελέτη της ανατομίας του ανθρώπινου σώματος, καθώς το ενέτασσαν στην προσδιορισμένη διάταξη των σχημάτων και των χρωμάτων.
H καλλιτεχνική αναπαράσταση συνέβαλε στη μετάδοση της γνώσης, και ο καλλιτέχνης, ως διαμεσολαβητής, έπρεπε να διαθέτει βαθιά και ευρεία εξοικείωση με την πραγματικότητα που τον περιέβαλε. Η ζωγραφική έγινε μια διαδικασία με συγκεκριμένα προβλήματα και λύσεις που μπορούσαν να επαληθευτούν. H τεχνική της ζωγραφικής εξελίχτηκε μαζί με την επιστημονική αναζήτηση και εναρμονίστηκε μαζί της στην ανακάλυψη των νόμων της φύσης και του σύμπαντος. H ανάμειξη των χρωμάτων με λάδι - θεωρείται ότι ο Ολλανδός ζωγράφος Γιαν Βαν Άυκ (1390-1441) «εφηύρε» την τεχνική της ελαιογραφίας, η οποία μέσω του μαθητή του Πέτρους Κρίστους πέρασε στην Ιταλία - έδωσε τη δυνατότητα στους καλλιτέχνες να μπορέσουν να επιμεληθούν περισσότερο τη λεπτομέρεια επάνω στη ζωγραφική επιφάνεια, να αυξήσουν την ένταση των χρωμάτων και να αποδώσουν με μεγαλύτερη δύναμη το φως και την ατμόσφαιρα που διαχέονται επάνω στην επιφάνεια του έργου. Οι αρχές της ιταλικής Αναγέννησης εξαπλώθηκαν βόρεια των Άλπεων κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα και επηρεάστηκαν από τα ντόπια χαρακτηριστικά της τέχνης, παράλληλα με τα πρώτα σημάδια του Μανιερισμού.
H ΡΩΜΗ ΤΟΥ ΛΕΟΝ ΜΠΑΤΙΣΤΑ ΑΛΜΠΕΡΤΙ (σχέδιο )
Μιχαήλ Άγγελος
Ο Μικελάντζελο ντι Λοντοβίκο Μπουοναρότι Σιμόνι (Michelangelo di Lodovico Buonarroti Simoni, 6 Μαρτίου 1475 - 18 Φεβρουαρίου 1564(, γνωστός περισσότερο ως Μιχαήλ Άγγελος, ήταν γλύπτης, ζωγράφος, αρχιτέκτονας και ποιητής της Αναγέννησης. Σήμερα αναγνωρίζεται ως ένας από τους σπουδαιότερους δημιουργούς στην ιστορία της τέχνης. Υπήρξε ο μοναδικός καλλιτέχνης της εποχής, του οποίου η βιογραφία εκδόθηκε πριν το θάνατό του, στους Βίους του Τζόρτζιο Βαζάρι, ο οποίος επέλεξε να τον τοποθετήσει στην κορυφή των καλλιτεχνών, χρησιμοποιώντας για τον Μιχαήλ Άγγελο το προσωνύμιο ο θεϊκός (Il Divino). Στα δημοφιλέστερα έργα του ανήκουν οι νωπογραφίες που φιλοτέχνησε για το Παπικό παρεκκλήσιο του Βατικανού (Καπέλα Σιξτίνα), το άγαλμα του Δαβίδ και η Πιετά (αποκαθήλωση) στην Βασιλική του Αγίου Πέτρου, στη Ρώμη.
Ο Τζάκομο ντέλλα Πόρτα (ιταλικά: Giacomo della Porta, περίπου 1532 – 1602) ήταν Ιταλός αρχιτέκτονας και γλύπτης, ο οποίος εργάστηκε για πολλά σημαντικά κτίρια στην πόλη της Ρώμης, συμπεριλαμβανομένης και της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου. Ως αποτέλεσμα, κέρδισε τον τίτλο του Αρχιτέκτονα του Ρωμαϊκού Λαού. Κατά τη διάρκεια της μακράς καριέρας του, ολοκλήρωσε μια πληθώρα έργων για πολλούς Πάπες και μέλη της ρωμαϊκής αριστοκρατίας.
Jiacomo della Porta
Ο Τζάκομο ντέλλα Πόρτα γεννήθηκε στην Πορλέτσα της Λομβαρδίας. Στο έργο του επηρεάστηκε από το Μιχαήλ Άγγελο, με τον οποίο συνεργάστηκε, καθώς και από τον Τζάκομο Μπαρότσι ντα Βινιόλα, τον δάσκαλό του στην αρχιτεκτονική. Μετά το 1563 εκτέλεσε έργα του Μιχαήλ Αγγέλου για την ανοικοδόμηση ανοιχτών χώρων της Ρώμης. Στον Καπιτωλίνο, επενέβη στην πρόσοψη και τα σκαλιά του Παλάτσο Σανατόριο, αλλά και στην Κορντονάτα Καπιτολίνα. Μετά το θάνατο του Βινιόλα το 1573, συνέχισε την κατασκευή της Εκκλησίας του Ιησού, ενώ το 1584 έκανε μετατροπές στην πρόσοψη βάσει δικών του σχεδίων. Κατέστησε την πρόσοψη του Σαν Λουίτζι ντέι Φραντσέζι ένα διακοσμητικό έργο ανεξάρτητο από το κυρίως σώμα της κατασκευής, μια μέθοδος που βρήκε πολλούς μιμητές αργότερα. Από κοινού με τον Κάρλο Μαντέρνο έχτισε το ναό του Σαν Τζοβάννι ντέι Φιορεντίνι σύμφωνα με σχέδια του Σανσοβίνο.
Από το 1573 αποτέλεσε τον επικεφαλής της ανοικοδόμησης της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου, και αργότερα, σε συνεργασία με τον Ντομένικο Φοντάνα, ολοκλήρωσε το θόλο το 1588-1590.
Ο Τζάκομο ντέλλα Πόρτα κατασκεύασε πολλές από τις κρήνες της πόλης που χρονολογούνται το 16ο αιώνα. Ανάμεσά τους συναντούμε τα συντριβάνια στην Πιάτσα ντελ Πόπολο, καθώς και τις Φοντάνα ντι Νετούνο και Φοντάνα ντελ Μόρο στην Πιάτσα Ναβόνα. Απεβίωσε στη Ρώμη το 1602.
Rafaello
O Ραφαήλ ή Ραφαέλο Σάντσιο (ιταλ. Raffaello Sanzio, 28 Μαρτίου ή 6 Απριλίου 1483 - 6 Απριλίου 1520) ήταν Ιταλός ζωγράφος και αρχιτέκτονας της ύστερης Αναγέννησης. Υπήρξε ένας από τους επιφανέστερους καλλιτέχνες της εποχής του, του οποίου η φήμη και η αξία υπήρξαν ανάλογες με εκείνες του Μιχαήλ Άγγελου και του Λεονάρντο ντα Βίντσι. Γεννήθηκε στο Ουρμπίνο και μαθήτευσε αρχικά στο πλευρό του πατέρα του, Τζιοβάνι Σάντι, και αργότερα εκπαιδεύτηκε στο εργαστήριο του Περουτζίνο. Παράλληλα, ήρθε νωρίς σε επαφή με κύκλους μορφωμένων ουμανιστών.
Τα πρώιμα έργα του χρονολογούνται στις αρχές του 16ου αιώνα και φιλοτεχνήθηκαν κατά κύριο λόγο στην Περούτζια, πριν εγκατασταθεί στη Φλωρεντία και αργότερα στη Ρώμη. Εκεί ολοκλήρωσε ορισμένα από τα σπουδαιότερα έργα του, μεταξύ των οποίων οι τοιχογραφίες στο Βατικανό. Αυτά τα έργα ακολούθησαν τη λεγόμενη Σχολή των Αθηνών, ως έκφραση κλασικής τέχνης. Ως αρχιτέκτων προσανατολίστηκε στις επιλογές του Μπραμάντε, μετά το θάνατο του οποίου ανέλαβε τη διεύθυνση των έργων στην εκκλησία του Αγίου Πέτρου. Πέθανε απρόσμενα σε ηλικία 37 ετών στη Ρώμη. Χαρακτηρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους της Ευρώπης, του οποίο το έργο θαυμάζεται για την καθαρότητα της φόρμας του και τη δεξιοτεχνία του.
Ο Ραφαήλ προσλήφθηκε για να διακοσμήσει με νωπογραφίες τέσσερα δωμάτια στο Αποστολικό Παλάτι του Βατικανού. Σήμερα, αυτά τα δωμάτια ονομάζονται "τα δωμάτια Ραφαήλ" ή "Stanze di Rafaello" στην Ιταλική.
CONTRAPPOSTO και SFUMMATO
Ραφαέλλο Σάντι ή Σάντσιο του Ουρμπίνο, Η Σχολή των Αθηνών
Ευχαριστούμε την καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης κα Δώρα Καραγκούνη για τη διδασκαλία της στο έργο του Ραφαέλλο.
Ηλιόδωρος
Η πόλη φλεγόμενη
Η Σχολή των Αθηνών (Βατικανό)
Οι Κύριες και οι Θεολογικές Αρετές
Άγιος Πέτρος
Η ομάδα του Παρνασσού
Υπενθυμίζουμε πως ο Ραφαέλλο γεννήθηκε το 1483 στο δουκάτο Ουρμπίνο, το οποίο αποτελούσε την εποχή εκείνη σημαντικό πνευματικό κέντρο, κατά την περίοδο της ηγεμονίας του Φεντερίκο ντα Μοντεφέλτρο. Ο πατέρας του, Τζοβάνι Σάντι, ήταν διακεκριμένος ζωγράφος που συχνά πρόσφερε τις υπηρεσίες του στην Αυλή του δούκα και έχαιρε επίσης ιδιαίτερης εκτίμησης ως ποιητής και χρονικογράφος. Πέθανε όταν ο Ραφαήλ ήταν μόλις έντεκα ετών και ενώ, τρία χρόνια νωρίτερα, είχε πεθάνει η μητέρα του, Μάγια ντι Μπατίστα Κιάρλα. Υπήρξε ο πρώτος δάσκαλος του γιου του στη ζωγραφική, ο οποίος σύμφωνα με τον Τζόρτζιο Βαζάρι μαθήτευσε αργότερα στο πλευρό του Περουτζίνο, στην Περούτζια. Ο τελευταίος αποτελούσε έναν από τους πλέον διακεκριμένους και επιτυχημένους ζωγράφους της εποχής, αναλαμβάνοντας την εκπαίδευση του Ραφαήλ ενώ βρισκόταν στην κορυφή της δόξας του. Η άφιξή του στην Περούτζια και η έναρξη της συνεργασίας του με τον Περουτζίνο δεν έχει προσδιοριστεί με ακρίβεια, ωστόσο τοποθετείται περίπου το 1495.
Peruggino, Μαντόνα
Ραφαέλλο, Μαντόνα Σιξτίνα
Ραφαέλλο, Μαντόνα και βρέφος
Ραφαέλλο, Μαντόνα και βρέφος
Φρα Αντζέλικο Λίππι, Μαντόνα και βρέφος
Ραφαέλλο, η Μαντόνα της Σετζόλα
Peruggino, Λορέντζος
Peruggino, Pieta
Η πρώτη επίσημη καταγραφή της δραστηριότητάς του χρονολογείται στις 10 Δεκεμβρίου του 1500, σύμφωνα με έγγραφο που πιστοποιεί πως ανέλαβε να φιλοτεχνήσει ένα ιερό, με προθεσμία έως το Σεπτέμβριο του 1502. Ανέλαβε τις πρώτες παραγγελίες έργων του για εκκλησίες στην Τσιττά ντι Καστέλλο και στην Περούτζια, πόλεις που βρίσκονταν σε μικρή απόσταση από το Ουρμπίνο, ενώ φιλοτέχνησε επίσης τα σχέδια για μία σειρά νωπογραφιών για τη Biblioteca Piccolomini της Σιένα, έργο που ανέλαβε να ολοκληρώσει ο Μπερναρντίνο Πιντουρίκιο. Η πιθανώς παλαιότερη και άθικτη μέχρι σήμερα εικόνα που φιλοτέχνησε για την εκκλησία του Αγίου Δομήνικου στην Τσιττά ντι Καστέλλο, μία σύνθεση με θέμα τη σταύρωση του Χριστού (π.1502-3, Εθνική Πινακοθήκη Λονδίνου), παρουσιάζει αρκετά κοινά στοιχεία με έργα του Περουτζίνο, γεγονός που μαρτυρά την επίδραση του τελευταίου στην τεχνοτροπία του Ραφαήλ.
H "νομαδική" ζωή του Ραφαέλλο σε διάφορες πόλεις της βόρειας Ιταλίας επισκιάσθηκε από την παραμονή του στη Φλωρεντία, ίσως από το 1504. Ο "ζωγράφος του Ουρμπίνο", αποδεσμευόμενος σταδιακά από την επιρροή του δάσκαλού του Περουτζίνο, τώρα επηρεάζεται από τον Φρα Μπαρτολομέο και, κυρίως, από τον Λεονάρντο ντα Βίντσι, που εκείνη την περίοδο είχε επιστρέψει στην πόλη. Στις συνθέσεις του Ραφαέλλο εμφανίζονται σιγά σιγά γυμνοί πολεμιστές, πορτραίτα γυναικών σε τρία τέταρτα, η θεματική της Αγίας Οικογένειας, κοκ. Στην "Αγία Αικατερίνη της Αλεξάνδρειας" ο Ραφαέλλο υιοθετεί το contrapposto, ενώ η τεχνική χρωματισμού του γίνεται με sfummato, ώστε να αποδοθεί η διαφάνεια της ανθρώπινης σάρκας. Για πρώτη φορά εμφανίζονται, στα έργα του, οι "ματιές" που διασταυρώνονται ανάμεσα στις ομάδες που πλαισιώνουν τις πολυπρόσωπες συνθέσεις τους.
Αγία Αικατερίνη
Aντίγραφο της χαμένης "Λήδας με τον Κύκνο" του Μικελάντζελο, που υποτίθεται πως επηρέασε το contrapposto του Ραφαέλλο
Το κοντραππόστο στο άγαλμα "Δαβίδ" του Μικελάντζελο
O Leonardo da Vinci ήταν πάνω από τριάντα χρόνια γεροντότερος από τον Ραφαέλλο, αλλά ο Μιχαήλ Άγγελος, που βρισκόταν εκείνη την περίοδο στη Ρώμη, ήταν μόλις οκτώ χρόνια μεγαλύτερός του. Ο Μιχαήλ Άγγελος απεχθανόταν τον Λεονάρντο ντα Βίντσι, και σταδιακά έφτασε να απεχθάνεται και τον Ραφαέλλο, αποδίδοντάς του συνωμοσίες εις βάρος του. Η "Εναπόθεσις του σώματος του Ιησού" αντλεί τη θεματική της από κλασικές ρωμαϊκές σαρκοφάγους και είναι δείγμα ενός πρώιμου κλασικισμού.
Ραφαέλλο, Προσωπογραφία του Μπίνο Αλτόβιτι
Ραφαέλλο, Η διάσωση του Μωϋσή
Rafaello, Πορτραίτο Κυρίας που κρατά μονόκερω
Ραφαέλλο, Οι τρεις Χάριτες
Συγκρίνετε με τις μεταγενέστερες "Τρεις Χάριτες" του Ρούμπενς
MICHELANGELO BUONAROTTI
Το έργο του Μιχαήλ Άγγελου δίδαξε η Δώρα Καραγκούνη, προβάλλοντας έργα γλυπτικής και ζωγραφικής, καθώς και διαφάνειες από την Capella Sixtina.
ΜΙχαήλ Άγγελος, Pieta (Αποκαθήλωσις)
Υπενθυμίζουμε ότι ο Μιχαήλ Άγγελος απεικόνισε τεράστια και απόκοσμη την Κυμαία Σίβυλλα στην οροφή της Καπέλα Σιξτίνα στο Βατικανό (1508-1512). Στην ιταλική Κύμη κατέφυγε όταν εκδιώχθηκε από τη Ρώμη (509)π.Χ.), ο Ταρκύνιος ο Υπερήφανος, ο έβδομος κατά παράδοση και τελευταίος βασιλιάς της Ρώμης ετρουσκικής καταγωγής. Λέγεται μάλιστα ότι ο παππούς του ήταν Έλληνας από την Κόρινθο.Στον Ταρκύνιο τον Υπερήφανο – σύμφωνα πάλι με την παράδοση – παρουσιάστηκε η Κυμαία Σίβυλλα, που ήταν ιδιαιτέρως σεβαστή στους Ρωμαίους, και του άφησε τρία από τα εννέα βιβλία με τους σιβυλλικούς χρησμούς γύρω από την θρησκεία και την πολιτική των Ρωμαίων.
Μιχαήλ Άγγελος, Δελφική Σίβυλλα (προσέξτε την κόρη και συγκρίνετέ την με την απόδοση της Θεοτόκου στην Pieta, καθώς και με το πρόσωπο του Δαβίδ. Σημειώστε τον αμφίρροπο χαρακτήρα με τον οποίον αποδίδονται τα γνωρίσματα του φύλου)
Μιχαήλ Άγγελος, Δαβίδ (κεφάλι)
ΜΙχαήλ Άγγελος, ανδρικό γυμνό (Καπέλα Σιξτίνα)
Μιχαήλ Άγγελος, προσχέδιο για Madonna
Μιχαήλ Άγγελος, προσχέδιο για ανδρικό γυμνό
ΚΑΠΕΛΑ ΣΙΞΤΙΝΑ
Πανοραμική άποψη της οροφής
H KΥΜΑΙΑ ΣΙΒΥΛΛΑ
Στο κλασικό μακροσκελές ποίημα του T. S. Eliot Η ΕΡΗΜΗ ΧΩΡΑ, (μετάφραση του Waste Land από τον Σεφέρη) υπάρχει η εξής παραπομπή στα αρχαία Ελληνικά και στα Λατινικά:
Nam Sibyllam quidem Cumis ego ipse oculis meis vidi in ampulla pendere, et cum illi pueri dicerent: Σίβυλλα τί θέλεις; respondebat illa: ἀποθανεῖν θέλω.
(μετάφραση: "Γιατί είδα με τα ίδια μου τα μάτια τη Σίβυλλα να κρέμεται σε μια φιάλη, και όταν τα νεαρά αγόρια την ερώτησαν "Σίβυλλα, τι θέλεις;", εκείνη απάντησε:"Να πεθάνω θέλω!")
Η προσωνυμία της ηλικιωμένης αυτής εκ των τεσσάρων γυναικείων Σιβυλλών του Μιχαήλ Άγγελου προέρχεται από την Κύμη Ευβοίας και την αρχαία αποικία της Cuma της Ιταλίας (σήμερα Κύμη ή παραδοσιακά Κούμη, πασίγνωστη η αρχαία προφήτης Κυμαία Σίβυλλα, Cumaea Sibylla.
Στην ιστορία του πολιτισμού λίγες πόλεις είχαν το προνόμιο και την τιμή να διατελέσουν εκπολιτιστικές μητροπόλεις. Μια από αυτές υπήρξε η αρχαία Κύμη.Το 754π.Χ. η ευβοική Κύμη ίδρυσε μαζί με τους Χαλκιδείς την ιταλική Κύμη (Cuma).
Η ιταλική Κύμη υπήρξε η αρχαιότερη ελληνική αποικία της Κάτω Ιταλίας και Σικελίας και οι κάτοικοί της είναι οι πρώτοι Έλληνες με τους οποίους ήρθαν σε επαφή οι τραχείς Λατίνοι και οι μυστηριώδεις Ετρούσκοι ή Τυρρηνοί. Στην ελληνική αποστολή που αποίκισε την περιοχή αυτή μετείχαν και κάποιοι Γραίοι, κάτοικοι της βοιωτικής Γραίας, γειτονικά της Τανάγρας, από τους οποίους σχημάτισαν οι Λατίνοι το εθνικό όνομα Graeci (Γραικοί) που χαρακτήρισε στη συνέχεια όλους τους Έλληνες.
Εκεί και τότε πραγματοποιήθηκε η πρώτη συνάντηση του αρχαιοελληνικού με το ρωμαικό πολιτισμό. Οι Έλληνες άποικοι μετέδωσαν στους ντόπιους το χαλκιδικό αλφάβητο από το οποίο γεννήθηκε το το λατινικό. Για το λόγο αυτό το λατινικό αλφάβητο διασώζει, όπως και όλες οι σύγχρονές μας λατινογενείς γλώσσες, 8 γράμματα όμοια με τα ευβοικά (C,D,F,L,P,R,S,X).
Εκτός από το αλφάβητο οι Έλληνες δίδαξαν στους ντόπιους τη χαλκουργία και τους μετέφεραν ελληνικούς μύθους, παραδόσεις, λατρευτικές συνήθειες. Με λίγα λόγια μετακένωσαν στο «agresti Latio» τον ελληνικό πολιτισμό και το μπόλιασαν με τους δυναμογόνους χυμούς του.
Ο μεγάλος Ρωμαίος επικός ποιητής Βιργίλιος απαθανατίζει στο 3ο βιβλίο της Αινειάδας του την Cumaeam urbem (Κυμαία πόλη) και στο 6ο την θεόπνευστη μάντιδα, Cumaeam Sibyllam (Κυμαία Σίβυλλα) που συμβουλεύει τον Αινεία πως θα κατέβει στον Κάτω Κόσμο. Με μοναδική ευκολία οι Λατίνοι αφομοιώνουν τις ελληνικές επιδράσεις και ενσωματώνουν στο χτίσιμο της παράδοσής τους τόπους και πρόσωπα ελληνικά. Σύμφωνα με το θρύλο ο Απόλλωνας χάρισε στην Κυμαία Σίβυλλα, τη Διηφόβη, μακραίωνα ζωή όχι όμως και άφθαρτη νεότητα.
Υπενθυμίζουμε ότι ο Μιχαήλ Άγγελος απεικόνισε τεράστια και απόκοσμη την Κυμαία Σίβυλλα στην οροφή της Καπέλα Σιξτίνα στο Βατικανό (1508-1512). Στην ιταλική Κύμη κατέφυγε όταν εκδιώχθηκε από τη Ρώμη (509)π.Χ.), ο Ταρκύνιος ο Υπερήφανος, ο έβδομος κατά παράδοση και τελευταίος βασιλιάς της Ρώμης ετρουσκικής καταγωγής. Λέγεται μάλιστα ότι ο παππούς του ήταν Έλληνας από την Κόρινθο.Στον Ταρκύνιο τον Υπερήφανο – σύμφωνα πάλι με την παράδοση – παρουσιάστηκε η Κυμαία Σίβυλλα, που ήταν ιδιαιτέρως σεβαστή στους Ρωμαίους, και του άφησε τρία από τα εννέα βιβλία με τους σιβυλλικούς χρησμούς γύρω από την θρησκεία και την πολιτική των Ρωμαίων.
Πρωταγωνιστικός υπήρξε κατά συνέπεια ο ρόλος της Εύβοιας στη δημιουργία της Μεγάλης Ελλάδος και του πολιτισμού της. Από την πρώτη αυτή ελληνική πόλη στην Ιταλία (Cuma, επίθετο cumaeus – a- um) πήρε και η Σίβυλλα την προσωνυμία Cumaea.
Μιχαήλ Άγγελος, Αδάμ (από τη δημιουργία του Αδάμ, Καπέλα Σιξτίνα)
Ανδρικό γυμνό (λεπτομέρεια, Καπέλα Σιξτίνα)
ΟΙ ΔΟΥΛΟΙ ΠΟΥ ΒΓΑΙΝΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΤΡΑ: Μιχαήλ Άγγελος
Η Δημιουργία (λεπτομέρεια, Καπέλα Σιξτίνα)
Σίβυλλα (Καπέλα Σιξτίνα)
Δευτέρα Παρουσία (λεπτομέρεια, Καπέλα Σιξτίνα)
Προφήτης Ιερεμίας (Καπέλα Σιξτίνα)
Μιχαήλ Άγγελος, εκπεσών άνθρωπος (λεπτομέρεια από τη Δευτέρα Παρουσία, Καπέλα Σιξτίνα, πιθανόν με αυτοπροσωπογραφία)
ΜΙχαήλ Άγγελος , Δευτέρα Παρουσία ( Η Υστάτη Κρίσις, Καπέλα Σιξτίνα, συνολική θέα της σύνθεσης)
ΜΙχαήλ Άγγελος, Ο πειρασμός των πρωτοπλάστων (Καπέλα Σιξτίνα)
Μαζάτσιο, η εκδίωξη των πρωτοπλάστων από τον Παράδεισο
ΑΥΤΗ Η ΑΜΦΙΣΗΜΗ IMAGO, ΑΥΤΗ Η...ΠΑΡΕΞΗΓΗΜΕΝΗ FIGURA
"(...)omnis(ergo)figura tanto evidentius veritatem demonstrat quanto apertius -per dissimilem similitudinem- figuram se esse et non veritatem probat"
"Κάθε αναπαράσταση (άρα) της πραγματικότητας τόσο εμφανέστερα καταδεικνύει την πραγματικότητα (που αναπαριστά), όσο πιο διάτρανα -λόγω της επιφανειακής ομοιότητος αλλά ουσιαστικής ανομοιότητός της με την πραγματικότητα-αποδεικνύει το γεγονός ότι είναι αναπαράσταση και όχι η ίδια η πραγματικότητα!"
Θωμάς ο Ακινάτης,13ος αιώνας μ.Χ.
Αν και η γνώση των ανθρώπινων διαστάσεων και αναλογιών ήταν δεδομένη για πολλούς από τους καλλιτέχνες του 15ου αιώνα, ο Λεονάρντο ήταν ο μοναδικός που επιχείρησε τόσο λεπτομερείς μελέτες. Είναι ακόμα γνωστό από αρκετά σχέδια του πως μελετούσε τις διαστάσεις του ανθρώπινου κρανίου και τις "κοιλότητες" του εγκεφάλου. Σε ένα από τα σχέδια του, αποτυπώνει την αντίληψη που κυριαρχούσε κατά το Μεσαίωνα ,σύμφωνα με την οποία ο εγκέφαλος αποτελείται από τρία τμήματα, το ένα πίσω από το άλλο, με το πρώτο να προσλαμβάνει τα ερεθίσματα, το δεύτερο να τα επεξεργάζεται και το τρίτο να τα αποθηκεύει. Επιπλέον διασώζεται σχέδιο του ντα Βίντσι που αναπαριστά τη συνουσία ενός άνδρα με μια γυναίκα, το οποίο εντάσσεται πιθανότατα σε γενικότερες μελέτες του γύρω από τη λειτουργία των εσωτερικών οργάνων του ανθρώπου. Ο Λεονάρντο διατύπωσε διάφορες απόψεις σχετικά με την επίδραση και τη λειτουργία ουσιών που συνδέονται με διαφορετικά μέρη του σώματος. Πίστευε χαρακτηριστικά πως τα δάκρυα προέρχονταν από την καρδιά, το κέντρο όλων των συναισθημάτων. Η σημασία αυτών των θέσεων --έστω και λανθασμένων -- έγκειται στο γεγονός πως οι ερμηνείες για τα ανθρώπινα συναισθήματα συνδέονταν με συγκεκριμένα όργανα του σώματος. Το περίφημο έργο του Μυστικού Δείπνου, σε συνδυασμό με τη μεταγενέστερη δημιουργία της Μόνα Λίζα απογείωσαν τη φήμη του ντα Βίντσι.
ΤΣΙΝΚΟΥΕΤΣΕΝΤΟ (δέκατος έκτος αιώνας)
ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ ΝΤΑ ΒΙΝΤΣΙ
Ζωγράφος, γλύπτης, εφευρέτης, αρχιτέκτονας, μηχανικός και επιστήμονας, ο Λεονάρντο ντα Βίντσι (Leonardo da Vinci) αποτελεί την προσωποποίηση του Αναγεννησιακού ανθρώπου. Νόθος γιος του δικηγόρου Πιέρο ντα Βίντσι και της χωρικής Κατερίνας, γεννήθηκε στις 15 Απριλίου του 1452 στην πόλη Αντσιάνο, κοντά στο Βίντσι της Ιταλίας. Το πλήρες όνομα του ήταν «Leonardo di ser Piero da Vinci».
Ο Λεονάρντο μεγάλωσε με τον πατέρα του στην πόλη της Φλωρεντίας, όπου από πολύ μικρή ηλικία έδειξε δείγματα της ευφυΐας και του καλλιτεχνικού του ταλέντου. Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών στάλθηκε ως μαθητευόμενος στο εργαστήριο του φλωρεντίνου ζωγράφου και αρχιτέκτονα Αντρέα ντελ Βερόκιο, στο πλάι του οποίου παρέμεινε έως το 1480.
Αυτή την περίοδο έγιναν και οι πρώτες δημιουργίες του, στις οποίες αναδεικνύεται το ταλέντο του στο σχέδιο, αλλά και η πειθαρχημένη προσοχή του στη λεπτομέρεια. Χαρακτηριστικό είναι το πρώτο σχέδιό του, που απεικονίζει ένα τοπίο απ’ την κοιλάδα του ποταμού Άρνου και ολοκληρώθηκε στις 5 Αυγούστου του 1473.
Στο έργο του διακρίνονται και επιδράσεις από τον Βερόκιο και από τους φλαμανδούς ζωγράφους του παρελθόντος. Ανάλογοι πίνακες ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένοι τον 15ο αιώνα στη Φλωρεντία και προορίζονταν για ιδιωτικό προσκύνημα.
Κατά διαστήματα, ο Λεονάρντο συνέτασσε μικρούς καταλόγους των έργων του, από τους οποίους γνωρίζουμε πως στα πρώτα χρόνια της παραμονής του στη Φλωρεντία ζωγράφισε αρκετούς πίνακες με την Παναγία. Παράλληλα, όμως, πειραματίστηκε και με φανταστικά θέματα που του επέτρεπαν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό να εκφραστεί ελεύθερα. Ωστόσο, η θεματολογία αυτού του είδους δεν ήταν τόσο αποδεκτή εκείνη την εποχή.
Οι πρώτοι πίνακες του Λεονάρντο δείχνουν πως δεχόταν αρχικά μικρές παραγγελίες. Την ίδια περίοδο που ο ντα Βίντσι ξεκινούσε την πορεία του, ζωγράφοι όπως ο Μποτιτσέλι ή ο Ντομένικο Γκιρλαντάγιο (δάσκαλος του Μιχαήλ Άγγελου) βρίσκονταν στο αποκορύφωμα της καριέρας τους. Φαίνεται πως σημαντικό ρόλο στο να δεχτεί ο Λεονάρντο τις πρώτες μεγάλες παραγγελίες έργων διαδραμάτισε ο πατέρας του και ειδικά η συνεργασία του ως συμβολαιογράφος με τη Σινιορία, δηλαδή την «κυβέρνηση» της πόλης.
Ήδη από τη δεκαετία του 1470, ο ντα Βίντσι φαίνεται πως είχε καθιερωθεί ως σημαντικός ζωγράφος. Η περίοδος μέχρι το 1482 αποτελεί κατά κάποιο τρόπο την πρώτη εποχή της δημιουργίας του. Ανάμεσα στα σημαντικά έργα που του αναθέτουν είναι ένας πίνακας με θέμα την προσκύνηση των μάγων για την Αγία Τράπεζα της εκκλησίας του Σαν Ντονάτο. Αυτή η παραγγελία ίσως να αποτέλεσε το λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε ένα προηγούμενο έργο του, τον Άγιο Ιερώνυμο. Ωστόσο, και η Προσκύνηση των Μάγων τελικά θα μείνει ημιτελής, πιθανόν λόγω της μετακόμισης του ντα Βίντσι στο Μιλάνο.
Ο καλλιτέχνης της Αναγέννησης μελετούσε τις φυσικές επιστήμες, την Ιατρική και την Κλασική Φιλολογία, ανέπτυσσε θεωρητικό προβληματισμό και επιδίωκε να καθορίσει νέες αρχές και αξίες για την καλλιτεχνική δημιουργία. Χαρακτηριστικά αριστουργήματα που προέκυψαν από αυτήν τη μελέτη είναι τα σχέδια του Λεονάρντο ντα Βίντσι.
Με οδηγό την ανθρωπιστική του παιδεία και με γνώμονα την πρόοδο των φυσικών επιστημών ο αναγεννησιακός καλλιτέχνης άρχισε να εφαρμόζει την προοπτική σχεδίαση και τη θεωρία των αναλογιών στην απεικόνιση της πραγματικότητας.
style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;">
Ρωμανικός ρυθμός αρχιτεκτονικής
Γοτθικός ρυθμός αρχιτεκτονικής
Μετά τον 13ο αιώνα στη ρωμανική ζωγραφική εμφανίστηκε η τάση να αποδίδονται τα φυσικά χαρακτηριστικά στις ανθρώπινες μορφές. Για παράδειγμα, οι πτυχώσεις χαλάρωσαν και άρχισε να διαφαίνεται η προσπάθεια να αποδοθεί ο όγκος των σωμάτων κάτω από τα ρούχα.
Στη γλυπτική, άρχισε να διαφαίνεται μια έντονη σχέση με την αρχαιότητα, καθώς και μια ανθρωποκεντρική αντίληψη, με αποτέλεσμα τη νατουραλιστική απεικόνιση των μορφών.
Στη ρομανική τέχνη πολλά από τα έργα είχαν διδακτικό περιεχόμενο και στόχο να εντείνουν το στοχασμό και την προσευχή. Αντίθετα, οι καλλιτέχνες της ύστερης γοτθικής περιόδου δημιούργησαν εικόνες με πολλά νέα στοιχεία: ρεαλιστικές μορφές, κομψές γραμμές και προοπτική που κάνει το χώρο να μοιάζει με πραγματικό. Στη νωπογραφία, υπό την επίδραση του μοναχισμού και κυρίως του τάγματος των Φραγκισκανών, δόθηκε ιδιαίτερο βάρος στο «πάθος του Κυρίου» και σε παραστάσεις συναισθηματικών σκηνών, εμπνευσμένων από θρησκευτικές παραδόσεις. Κατά το 10ο και τον 11ο αιώνα οι περισσότερες αγιογραφίες φιλοτεχνούνταν σύμφωνα με την παράδοση των φορητών εικόνων του Βυζαντίου και της Ανατολής. Αργότερα όμως φάνηκε μια τάση να ξεφύγουν από αυτό το «ελληνικό ιδίωμα» (maniera greca), όπως το ονόμασαν. Η τάση αυτή εμφανίστηκε αρχικά στην Ιταλία, με κύριο εισηγητή τον Τζιότο, στο τέλος του 13ου αιώνα. Μετά την καθοριστική αλλαγή που έφερε η ζωγραφική του άνοιξε ο δρόμος για την Αναγέννηση.
Αγαπητοί μαθητές που συμμετέχετε στο πρόγραμμα "ΚΑΙ ΟΜΩΣ ΓΥΡΙΖΕΙ".
Καλή συνέχεια της δουλειάς σας μέσα στο νέο έτος 2016!
Συνεχίζουμε τη νέα σειρά των παραδόσεων για την άνοδο της αστικής τάξης στην Ευρώπη και την τέχνη της Αναγέννησης διευκρινίζοντας κάποιους όρους.
Με τον όρο "Αναγέννηση" εννοούμε το σύνθετο πολιτιστικό, ιστορικό και κοινωνικό φαινόμενο που εμφανίστηκε κατά το 15ο και το 16ο αιώνα στη Δυτική Ευρώπη. Η οικονομική άνθηση και η πολιτική οργάνωση της Φλωρεντίας αποτέλεσαν πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθούν εκεί τα πρώτα και βασικά χαρακτηριστικά της Αναγέννησης.
Ο τρόπος με τον οποίον ὁ ἀρχιτέκτονας τῆς Ἀναγέννησης Donato Bramante (1444-1514) κατασκευάζει τόν μικρό ναό τοῦ Ἅγ. Πέτρου «Il Tempietto» στό Montorio τῆς Ρώμης, τό 1502, εἶναι ἐνδεικτικός τοῦ πνεύματος τῆς ἐποχῆς. Ὁ ναΐσκος εἶναι κυλινδρικός, θυμίζοντας περισσότερο ρωμαϊκό περίπτερο (ἤ τή «Θόλο» τῶν Δελφῶν) παρά παραδοσιακό ναό τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας. Στό ἐξωτερικό του ἔχει περιστύλιο μέ κίονες δωρικοῦ ρυθμοῦ, πού στέφονται ἀπό κυκλική βεράντα μέ κουπαστή καί «ἀνάλαφρο» τροῦλο. Ἐκτός ἀπό τήν κλασική ἁρμονία τῶν ἀναλογιῶν του, ὁ ναός διατηρεῖ τήν ἴδια ὄψη ἀπό ὅποια ὀπτική γωνία καί νά τόν ἀντικρίσεις, ἐνῶ τό βλέμμα ἀπό μέσα πρός τά ἔξω ἀγκαλιάζει τό σύνολο τοῦ πεδίου τῆς ὅρασης, χωρίς νά ἐξαιρεῖ ἀπολύτως τίποτα.
Ο ΤΟΤΕ ΓΝΩΣΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ (ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΙΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΩΡΩΝ)
Βασικά γνωρίσματα της Αναγέννησης είναι η εμπιστοσύνη στη λογική ικανότητα του ανθρώπου, η διεύρυνση των γνώσεων, η εμφάνιση μεγάλων κοινωνικών αλλαγών και νέων αντιλήψεων σε σχέση με εκείνες που επικρατούσαν την προηγούμενη εποχή, δηλαδή το Μεσαίωνα. Η φεουδαρχία εξασθένησε και ισχυροί μονάρχες με νέες πολιτικές αντιλήψεις πέτυχαν ενότητα ανάμεσα στα διάσπαρτα κρατίδια της Ευρώπης. Διαμορφώθηκαν νέες οικονομικές και κοινωνικές τάξεις. Αναπτύχθηκαν η βιομηχανία, το εμπόριο και η αγροτική οικονομία. Οι πόλεις εκσυγχρονίστηκαν και η οικονομία οργανώθηκε σε νέες βάσεις όσον αφορά τους φόρους, τις τράπεζες, τα τελωνεία, τα δημόσια δάνεια. Ήταν, σε γενικές γραμμές, "η νοοτροπία του πρώτου, ακόμη διστακτικού, καπιταλισμού της Δύσης, ένα σύνολο από κανόνες, από ευκαιρίες, από υπολογισμούς, η τέχνη τού να πλουτίζεις και συγχρόνως να ζεις", όπως γράφει ο Γάλλος ιστορικός Φερνάρντ Μπροντέλ (Fernand Braudel). Ήταν μια εποχή μεγάλων ανακαλύψεων και αναζητήσεων. Η εξέλιξη των φυσικών επιστημών αλλά και η ανακάλυψη των νέων ηπείρων διεύρυναν τους ορίζοντες του ανθρώπου. Η εφεύρεση της τυπογραφίας έδωσε τη δυνατότητα της ενημέρωσης και της διάδοσης των νέων θεωρητικών προβληματισμών. Κατασκευάστηκαν τα πρώτα ρολόγια, οι γυάλινοι φακοί και οι διόπτρες. Η εφεύρεση της πυξίδας και της πυρίτιδας επέφερε σημαντικές αλλαγές. Οι σχέσεις του ανθρώπου με την Εκκλησία επανεξετάστηκαν, καθώς ο θρησκευτικός φανατισμός του Μεσαίωνα σιγά σιγά υποχώρησε και η ισχύς της Καθολικής Εκκλησίας άρχισε να εξασθενεί. Ο "αναγεννησιακός άνθρωπος" πίστευε πια ότι μπορούσε να διαμορφώσει μόνος του τις συνθήκες διαβίωσής του, καθώς η γνώση του εμπλουτιζόταν με τη συνεχή μελέτη της φύσης, την παρατήρηση και το πείραμα. Επικράτησε το ιδανικό του homo universalis (του οικουμενικού ανθρώπου), ο οποίος είναι ταυτόχρονα λόγιος, καλλιτέχνης και επιστήμονας.
Η τέχνη αποδεσμεύτηκε από τον θρησκευτικό δογματισμό, και η ομορφιά του πραγματικού κόσμου ήταν πλέον το νέο πεδίο της καλλιτεχνικής αναζήτησης. Ο άνθρωπος και ο χώρος γύρω από αυτόν αποτέλεσαν το κεντρικό σημείο αναφοράς των καλλιτεχνικών μελετών της Αναγέννησης. Ο καλλιτέχνης επιδίωκε να αναβιώσει, μέσα από την τέχνη, το μεγαλείο της αρχαιότητας, και ο στόχος αυτός εξαπλώθηκε σιγά σιγά από τις πόλεις της Βόρειας Ιταλίας στην υπόλοιπη Δυτική και Κεντρι κή Ευρώπη. Η στροφή στην αρχαιότητα έμεινε γνωστή με τον όρο "Ανθρωπισμός" (Ουμανισμός).
Την εποχή της Αναγέννησης οι καλλιτέχνες προσπαθούσαν να προσεγγίσουν με αντικειμενικό τρόπο το ωραίο, την αρμονία και τη χάρη. Θεωρούσαν ότι οι ιδιότητες αυτές αντανακλούν τα χαρακτηριστικά του πραγματικού κόσμου και του τελειότερου δημιουργήματος της φύσης, δηλαδή του ανθρώπου. Ο καλλιτέχνης θα έπρεπε να μελετήσει προσεκτικά τα χαρακτηριστικά της φύσης και στη συνέχεια να προχωρήσει στην επιλογή των στοιχείων που θα του επέτρεπαν να συνθέσει μια ιδανική εικόνα της πραγματικότητας. Το καλλιτεχνικό έργο θα στηριζόταν έτσι σε μια γενικευμένη αλήθεια της φύσης, θα ισορροπούσε ανάμεσα στο ιδανικό και το πραγματικό, ανάμεσα στο γενικό και το μερικό, χωρίς όμως να απομακρύνεται από την πραγματικότητα. Ωστόσο, δεδομένου ότι οι αρχαίοι είχαν μελετήσει τη φύση και γνώριζαν τους νόμους της, μέσα από την αναβίωση του αρχαίου πνεύματος μπορούσαν να εξασφαλιστούν η αρμονία με τη φύση και η ζητούμενη οικουμενική τάξη. Έτσι, η προσήλωση στις ιδέες, τις μορφές και τις αξίες της κλασικής αρχαιότητας, η μελέτη των αρχαίων φιλοσόφων, και κυρίως του Πλάτωνα, ο θαυμασμός των αρχαίων ερειπίων συνόδευσαν την αναζήτηση των λογίων και των καλλιτεχνών την περίοδο αυτή, που θεωρείται μεταβατική (από το Μεσαίωνα στη σύγχρονη εποχή). Το ενδιαφέρον για την κλασική αρχαιότητα εμφανίστηκε σε διάφορες χρονικές στιγμές: στα μέσα του 15ου αιώνα αποτέλεσε μία από τις συνιστώσες του Ουμανισμού (Ανθρωπισμού), ενώ από τα πρώτα χρόνια του 16ου αιώνα απέκτησε πιο πολύ την αξία ενός κανόνα οργάνωσης της πνευματικής παραγωγής και της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Ο καλλιτέχνης-διανοούμενος απομακρύνθηκε από τη συντεχνιακή παραγωγή του Μεσαίωνα και, απαιτώντας την αυτονομία του ρόλου του, τοποθετήθηκε στην πρωτοπορία των νέων κυρίαρχων κοινωνικών τάξεων. H ζωγραφική, η γλυπτική και η αρχιτεκτονική ανακηρύχθηκαν "ελευθέριες τέχνες", δραστηριότητες δηλαδή για "ελεύθερα πνεύματα και για ευγενείς ψυχές", όπως έγραψε ο Αλμπέρτι, ο δε καλλιτέχνης αμειβόταν γι' αυτή ακριβώς την ενασχόλησή του με την καλλιτεχνική-πνευματική παραγωγή. Ο καλλιτέχνης της Αναγέννησης μελετούσε τις φυσικές επιστήμες, την ιατρική και την κλασική φιλολογία, ανέπτυσσε ένα θεωρητικό προβληματισμό και επιδίωκε να καθορίσει τις αρχές και τις αξίες της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Μέσα από αυτή τη γενική παιδεία αλλά και την πρόοδο των φυσικών επιστημών άρχισε να εφαρμόζει την προοπτική σχεδίαση και τη θεωρία των αναλογιών στην απεικόνιση της πραγματικότητας. Η τάξη και η αρμονία του κόσμου απεικονίζονταν στην επιφάνεια του πίνακα σύμφωνα με τους κανόνες της κεντρικής προοπτικής. Μέσω της προοπτικής και των τραχύνσεων επιτεύχθηκε η απόδοση της τρίτης διάστασης (δηλαδή του βάθους) των αντικειμένων και του χώρου στην επίπεδη επιφάνεια.
Αρχιτεκτονική
H αναφορά στην ελληνορωμαϊκή αρχιτεκτονική και τους ρυθμούς της, το ενδιαφέρον για τα αρχαιολογικά ευρήματα, η σύνδεση της αρχιτεκτονικής με τη φύση και τον άνθρωπο, οι κατασκευαστικές εξελίξεις και η νέα αντίληψη του χώρου, μέσα από τον ορθολογισμό της προοπτικής, αποτέλεσαν τις βάσεις της αρχιτεκτονικής της Αναγέννησης.
Τα ερείπια των ρωμαϊκών κτιρίων δημιούργησαν στους αρχιτέκτονες μια μεγάλη περιέργεια για το παρελθόν και την επιθυμία να το ξεπεράσουν, πράγμα που συνέβαλε στην ανάπτυξη ενός έντονου πνεύματος συναγωνισμού. H χρησιμοποίηση των ρυθμών της ελληνορωμαϊκής αρχιτεκτονικής ήταν βασικό γνώρισμα της αρχιτεκτονικής της Αναγέννησης. Χρησιμοποιώντας οι αρχιτέκτονες τις μαθηματικές αναλογίες που παρατηρούσαν στα μέλη των ρυθμών ήθελαν να αποδείξουν ότι υπάρχει μια αρμονική αναλογία ανάμεσα στο έργο του ανθρώπου και στον κόσμο. Η πιο σημαντική πηγή πληροφοριών για την αρχιτεκτονική της αρχαιότητας ήταν τα Δέκα βιβλία για την αρχιτεκτονική του Ρωμαίου αρχιτέκτονα Βιτρούβιου, ο οποίος τον 1ο αιώνα μ.Χ. κατέγραψε πολύτιμες πληροφορίες για την αρχιτεκτονική της εποχής του. Οι διάφορες πραγματείες περί αρχιτεκτονικής που δημοσιεύτηκαν την εποχή της Αναγέννησης έπαιρναν τη θεωρία του Βιτρούβιου ως βάση ιστορικής αντικειμενικής επαλήθευσης.
H έμφαση στο κέντρο του αρχιτεκτονικού χώρου, ως βασική αρχή της οργάνωσής του, θεωρήθηκε εργαλείο κατασκευαστικής αλλά και οπτικής ενοποίησης. Την εποχή της Αναγέννησης η σημασία που έχει η έννοια του "κέντρου" συνδυάζεται με έναν κοσμολογικό συμβολισμό και οδηγεί τους αρχιτέκτονες στο να σχεδιάζουν κτίρια στα οποία η έμφαση δίνεται στο κέντρο. Αργότερα, στο Μανιερισμό, αυτή η πρωταρχική έννοια της ενότητας του χώρου θα αρχίσει να αμφισβητείται.
Η ζωγραφική, λόγω της στενής σχέσης της με την αρχιτεκτονική, δε θεωρήθηκε μονάχα ως ένα συμπλήρωμα της εσωτερικής διακόσμησης των κτιρίων, αλλά αποτέλεσε ένα βασικό πεδίο έρευνας της προοπτικής. Πολλές φορές, στις ζωγραφικές παραστάσεις που βρίσκονταν στο εσωτερικό των κτιρίων, οι καλλιτέχνες παρουσίαζαν διάφορες ουτοπικές προτάσεις και υποθέσεις για νέες επεμβάσεις στην πόλη ή ακόμα πιστές αναπαραστάσεις αρχιτεκτονικών λεπτομερειών.
Μεγάλη σημασία δόθηκε και στην ένταξη του κτιρίου στη φύση. Οι κήποι σχεδιάζονταν σύμφωνα με γεωμετρικά σχήματα, ενώ τα παρτέρια υπάκουαν στη γενικότερη επιθυμία για τάξη. H εναρμόνιση της αρχιτεκτονικής με τη φύση αποδεικνύεται με ιδιαίτερο τρόπο στο σχεδιασμό των εξοχικών επαύλεων των αρχόντων.
Οι αρχιτέκτονες της Αναγέννησης (όπως και οι αρχαίοι Έλληνες) επεξεργάστηκαν με μεγάλη ακρίβεια και χρησιμοποίησαν στις κατασκευές τους το άσπρο μάρμαρο της Καράρας, το κίτρινο και το άσπρο μάρμαρο της Σιένας, το πολύχρωμο μάρμαρο της Γένοβας και τον τραβερτίνο λίθο του Τίβολι.
Ζωγραφική
Ο αναγεννησιακός καλλιτέχνης απέβαλε τη θεοκρατική αντίληψη του Μεσαίωνα για το ωραίο και την αντικατέστησε με την έννοια του εμπειρικά ωραίου. Ο ζωγραφικός πίνακας, σύμφωνα με τον Αλμπέρτι, γίνεται ένα παράθυρο μέσα από το οποίο ο θεατής παρατηρεί τον κόσμο που
κατασκεύασε ο καλλιτέχνης με βάση την προοπτική. Η προοπτική είναι ένας μαθηματικός τρόπος για την ψευδαισθητική απόδοση του βάθους, της τρίτης δηλαδή διάστασης, που λείπει από τη δισδιάστατη ζωγραφική επιφάνεια. Για να το επιτύχει αυτό, ο ζωγράφος τοποθετεί το "σημείο φυγής" στο κέντρο του πίνακα, επάνω στη γραμμή του ορίζοντα, που αντιστοιχεί στο ύψος των ματιών του θεατή και προς το οποίο συγκλίνουν όλες οι παράλληλες ευθείες. Αυτή η οργάνωση ενός επιπέδου ονομάζεται κεντρική προοπτική. Έτσι, ένας νέος τρόπος κατανόησης του κόσμου εμφανίζεται και οδηγεί το χέρι και το μυαλό του καλλιτέχνη της Αναγέννησης. H αναφορά στην ελληνορωμαϊκή τέχνη και μελέτη της φύσης συμβαδίζει με την προοπτική, τη μελέτη του προτύπου και την επιλογή θεμάτων από τη μυθολογία. Ας σημειωθεί ότι οι πληροφορίες που εχαν οι αναγεννησιακοί καλλιτέχνες για τη ζωγραφική της ρωμαϊκής εποχής προέρχονταν μόνο από φιλολογικές πηγές, μια που μέχρι το τέλος περίπου του 15ου αιώνα δεν είχαν βρεθεί ακόμα δείγματα ζωγραφικών έργων.
O Μαζάτσιο (μαζί με τον Μπρουνελέσκι και το γλύπτη Ντονατέλο) ήταν από τις κυριότερες μορφές της ιταλικής Αναγέννησης, παρ' ότι πέθανε πολύ νέος και άφησε ελάχιστα δείγματα της τέχνης του. Το έργο αυτό αποτελεί ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα της ιταλικής αναγεννησιακής τέχνης του 15ου αιώνα. Ο χώρος εμφανίζεται για πρώτη φορά καθορισμένος από τους αυστηρούς κανόνες της προοπτικής, που τονίζουν το βάθος του πίνακα, ενώ το φως διοχετεύεται από μια προκαθορισμένη πηγή που βρίσκεται μπροστά από το έργο, με αποτέλεσμα την ανάδειξη του ανάγλυφου και της σκιάς των ανθρώπινων όγκων και τη συγκρατημένη έκφραση των συναισθημάτων. Το θρησκευτικό θέμα έχει έρθει στο ανθρώπινο επίπεδο, και ο θεατής νιώθει ότι είναι μάρτυρας του θείου δράματος που εκτυλίσσεται μπροστά του. Χαρακτηριστικό της σύνθεσης είναι η απεικόνιση των δωρητών του πίνακα στο πρώτο εικονιστικό επίπεδο.
H ψευδαίσθηση του βάθους που δημιουργείται με τον προοπτικό σχεδιασμό, η ισορροπία της σύνθεσης και η χρήση των αναλογιών οδηγούσαν το ζωγράφο στη μαθηματική οργάνωση της εικόνας, αλλά και στη μελέτη της ανατομίας του ανθρώπινου σώματος, καθώς το ενέτασσαν στην προσδιο ρισμένη διάταξη των σχημάτων και των χρωμάτων.
H καλλιτεχνική αναπαράσταση συνέβαλε στη μετάδοση της γνώσης, και ο καλλιτέχνης, ως διαμεσολαβητής, έπρεπε να διαθέτει βαθιά και ευρεία εξοικείωση με την πραγματικότητα που τον περιέβαλε. Η ζωγραφική έγινε μια διαδικασία με συγκεκριμένα προβλήματα και λύσεις που μπορούσαν να επαληθευτούν. H τεχνική της ζωγραφικής εξελίχτηκε μαζί με την επιστημονική αναζήτηση και εναρμονίστηκε μαζί της στην ανακάλυψη των νόμων της φύσης και του σύμπαντος. H ανάμειξη των χρωμά των με λάδι - θεωρείται ότι ο Ολλανδός ζωγράφος Γιαν Βαν Άυκ (1390-1441) "εφεύρε" την τεχνική της ελαιογραφίας, η οποία μέσω του μαθητή του Πέτρους Κρίστους πέρασε στην Ιταλία - έδωσε τη δυνατότητα στους καλλιτέχνες να μπορέσουν να επιμεληθούν περισσότερο τη λεπτομέρεια επάνω στη ζωγραφική επιφάνεια, να αυξήσουν την ένταση των χρωμάτων και να αποδώσουν με μεγαλύτερη δύναμη το φως και την ατμόσφαιρα που διαχέονται επάνω στην επιφάνεια του έργου. Οι αρχές της ιταλικής Αναγέννησης εξαπλώθηκαν βόρεια των Άλπεων κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα και επηρεάστηκαν από τα ντόπια χαρακτηριστικά της τέχνης, παράλληλα με τα πρώτα σημάδια του Μανιερισμού.
Ο Τζόρτζιο Βασάρι (1511-1574) συγγραφέας του έργου με τίτλο «Le Vite de' più eccellenti pittori, scultori, e architettori» («Βίοι των εξοχότερων ζωγράφων, γλυπτών και αρχιτεκτόνων») (1550).
Μέχρι τον 15ο αιώνα, οι συγγραφείς, οι καλλιτέχνες και οι αρχιτέκτονες της Ιταλίας είχαν αντιληφθεί το κύμα των αλλαγών που λάμβανε χώρα και χρησιμοποιούσαν όρους όπως «modi antichi» («παλαιοί τρόποι») και «alle romana et alla antica» («με τον τρόπο των Ρωμαίων και τον τρόπο των αρχαίων») για να περιγράψουν τις αντίστοιχες τεχνοτροπίες. Κατά τη δεκαετία του 1330, ο Πετράρχης αναφερόταν στην προχριστιανική περίοδο με τον όρο «antiqua» («αρχαία») και στη χριστιανική περίοδο με τον όρο «nova» («νέα»). Από την (ιταλική) οπτική γωνία του Πετράρχη, αυτή η νέα εποχή, η οποία συμπεριελάμβανε τις μέρες του, ήταν εποχή εθνικής έκλειψης. Ο Λεονάρντο Μπρούνι (περ. 1370–1444) ήταν ο πρώτος που χώρισε την «Ιστορία των Φλωρεντινών» (1442) σε τρεις περιόδους. Οι δύο πρώτες ταυτίζονται με αυτές του Πετράρχη, ωστόσο προσέθεσε και μία τρίτη καθώς πίστευε πως η Ιταλία δεν βρισκόταν πλέον σε παρακμή. Ο Φλάβιο Μπιόντο (1392–1463) χρησιμοποίησε παρόμοιο πλαίσιο στο έργο του «Historiarum ab inclinatione Romanorum imperii decades» («Δεκαετίες ιστορίας από την Παρακμή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας») (1439–1453).
Οι ουμανιστές ιστορικοί υποστηρίζουν πως το έργο των συγχρόνων τους λογίων αποκαθιστά άμεσες συνδέσεις με την κλασσική περίοδο, παρακάμπτοντας με τον τρόπο αυτό τη Μεσαιωνική Εποχή, στην οποία αποδίδουν για πρώτη φορά το όνομα αυτό. Ο όρος εμφανίζεται αρχικά στα λατινικά το 1469 ως «media tempestas» («μεσαίοι καιροί»).[46] Ο όρος «la rinascita» («η αναγέννηση») έκανε την εμφάνισή του, ωστόσο, με την ευρεία του έννοια στο έργο του Τζόρτζιο Βασάρι (1511-1574) με τίτλο «Le Vite de' più eccellenti pittori, scultori, e architettori» («Βίοι των εξοχότερων ζωγράφων, γλυπτών και αρχιτεκτόνων») (1550).
Ο Βασάρι χωρίζει την εποχή σε τρεις φάσεις: κατά την πρώτη έδρασαν οι Τσιμαμπούε (περ. 1240–1302), Τζιόττο (1267-1337) και Αρνόλφο ντι Κάμπιο (περ. 1240–1300/1310). Κατά τη δεύτερη οι Μαζάτσο (1401–1428), Μπρουνελέσκι (1377–1446) και Ντονατέλλο (περ. 1386–1466). Η τρίτη επικεντρώνεται γύρω από τον ντα Βίντσι (1452-1519) και κορυφώνεται με το Μικελάντζελο (1475–1564). Σύμφωνα με τον Βασάρι, δεν ήταν απλά η εξάπλωση των γνώσεων γύρω από την κλασσική αρχαιότητα που οδήγησε στο πολιτιστικό αυτό ρεύμα, αλλά επίσης η αυξανόμενη επιθυμία των ανθρώπων να μελετήσουν και να μιμηθούν τους τρόπους της φύσης.
Ωστόσο, έπρεπε να έρθει ο 19ος αιώνας για να γίνει δημοφιλής ο γαλλικός όρος «Renaissance» («Αναγέννηση») κατά την περιγραφή του πολιτιστικού κινήματος που ξκίνησε στα τέλη του 13ου αιώνα. Η Αναγέννηση ορίστηκε για πρώτη φορά από το Γάλλο ιστορικό Ζυλ Μισελέ (1798–1874), στο έργο του «Histoire de France» («Ιστορία της Γαλλίας», 1855). Για το Μισελέ, η Αναγέννηση υπήρξε περισσότερο βήμα στην εξέλιξη της επιστήμης κι όχι τόσο σε εκείνη της τέχνης και του πολιτισμού. Την οριοθέτησε από τα τέλη του 15ου αιώνα μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα. Επιπλέον, τόνισε τη διαφορά ανάμεσα σε αυτά που αποκαλούσε «παράξενα και τερατώδη» χαρακτηριστικά του Μεσαίωνα και στις δημοκρατικές αξίες που εκείνος, δηλωμένος δημοκρατικός, επέλεξε να δει στην περίοδο αυτή. Όντας Γάλλος εθνικιστής, ο Μισελέ υποστήριξε ότι η Αναγέννηση υπήρξε γαλλικό ρεύμα.
Ο Ελβετός ιστορικός Γιακόμπ Μπούρκχαρντ (1818 – 1897) στο έργο του «Die Kultur der Renaissance in Italien» («Ο Πολιτισμός της Αναγέννησης στην Ιταλία») (1860), αντιθέτως, οριοθέτησε την Αναγέννηση ως την περίοδο ανάμεσα στον Τζιόττο και τον Μικελάντζελο στη Ιταλία, δηλαδή, από το 14ο έως τα μέσα του 16ου αιώνα. Είδε στην Αναγέννηση την ανάδυση του σύγχρονου πνεύματος της ατομικότητας, που είχε καταπνιγεί στο Μεσαίωνα. Το βιβλίο του διαβάστηκε ευρέως και άσκησε μεγάλη επιρροή στην ανάπτυξη της σύγχρονης ερμηνείας της Ιταλικής Αναγέννησης.
Πιο πρόσφατα, οι ιστορικοί τείνουν πολύ λιγότερο να προσδιορίζουν την Αναγέννηση ως ιστορική εποχή, η ακόμη κι ως πολιτιστικό κίνημα με κάποια συνοχή. Ο Ράντολφ Σταρν, ιστορικός στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϋ, υποστηρίζει:
«Αντί για μία περίοδο με ακριβώς καθορισμένη αρχή και τέλος και συνεχές περιεχόμενο στο μεταξύ, η Αναγέννηση μπορεί να (και μερικές φορές έχει πράγματι) θεωρηθεί ως ένα κίνημα πρακτικών και ιδεών στο οποίο ανταποκρίθηκαν ποικιλοτρόπως συγκεκριμένες ομάδες και αναγνωρίσιμα πρόσωπα σε διαφορετικούς χρόνους και τόπους. Θα ήταν με αυτή την έννοια ένα δίκτυο από ποικίλες, συχνά συγκλίνουσες, μερικές φορές αντικρουόμενες κουλτούρες, όχι μια ενιαία και χρονικά οριοθετημένη».
Υπάρχουν διχογνωμίες σε σχέση με το κατά πόσον η Αναγέννηση βελτίωσε τον πολιτισμό του Μεσαίωνα. Τόσο ο Μισελέ όσο και ο Μπούκχαρντ περιέγραψαν με θέρμη τα βήματα προόδου που συντελέστηκαν κατά την Αναγέννηση προς τη σύγχρονη εποχή. Ο Μπούρκχαρντ παρομοίωσε την αλλαγή με ένα πέπλο το οποίο αφαιρέθηκε από τα μάτια των ανθρώπων, επιτρέποντάς τους να δουν καθαρά.
«Κατά τον Μεσαίωνα αμφότερες οι πλευρές της ανθρώπινης αντίληψης - εκείνη που στράφηκε προς τα μέσα κι εκείνη που στράφηκε προς τα έξω - παρέμεναν σε όνειρο ή μισοκοιμισμένες κάτω από ένα κοινό πέπλο. Το πέπλο είχε υφανθεί με την πίστη, την αυταπάτη και την παιδιάστικη προκατάληψη, δια μέσου των οποίων ο κόσμος και η ιστορία φαίνονταν επενδυμένα με περίεργα χρώματα». (Γιακόμπ Μπούρκχαρντ, «Ο Πολιτισμός της Αναγέννησης στην Ιταλία»)
Η Αναγέννηση ως πολιτιστικό κίνημα άσκησε έντονη επίδραση στην πνευματική ζωή της Ευρώπης κατά την πρώιμη Σύγχρονη Εποχή. Με εφαλτήριο την Ιταλία, και έχοντας εξαπλωθεί στο σύνολο της ηπείρου μέχρι το 16ο αιώνα, άφησε το σημάδι της στη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία, την τέχνη, την πολιτική, την επιστήμη, τη θρησκεία, και σε άλλες πτυχές της πνευματικής αναζήτησης. Οι λόγιοι της εποχής επιστράτευσαν την ουμανιστική μέθοδο μελέτης, επιδιώκοντας παράλληλα τον ρεαλισμό και το συναίσθημα στην τέχνη. Οι λόγιοι της εποχής αναζήτησαν στις βιβλιοθήκες των μοναστηριών, καθώς και στα εδάφη της καταρρέουσας Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τα λογοτεχνικά, ιστορικά και ρητορικά κείμενα της αρχαιότητας, συνήθως γραμμένα στα λατινικά ή τα αρχαία ελληνικά, πολλά από τα οποία είχαν πέσει στην αφάνεια. Ακριβώς αυτή η εστίαση στα λογοτεχνικά και ιστορικά κείμενα διαφοροποιεί τους λόγιους της Αναγέννησης από τους προγενέστερους του 12ου αιώνα, οι οποίοι έδωσαν περισσότερη προσοχή στα ελληνικά και αραβικά κείμενα που πραγματεύονταν τις φυσικές επιστήμες, τη φιλοσοφία και τα μαθηματικά. Οι ουμανιστές της Αναγέννησης δεν απέρριπταν το Χριστιανισμό, αντιθέτως, ορισμένα από τα σημαντικότερα έργα της εποχής αφιερώθηκαν σε αυτόν, ενώ η Εκκλησία χρηματοδότησε πολλά από αυτά. Εντούτοις, έλαβε χώρα μια λεπτή αλλαγή στον τρόπο που οι μορφωμένοι άνθρωποι προσέγγιζαν το θέμα της θρησκείας, κάτι που αντικατοπτρίστηκε σε πολλές εκφάνσεις της πνευματικής ζωής.
Η πλειοψηφία των ιστορικών συμφωνεί ότι οι ιδέες που χαρακτηρίζουν την Αναγέννηση πηγάζουν από τη Φλωρεντία του ύστερου 13ου αιώνα, ιδιαίτερα από το συγγραφικό έργο των Ντάντε Αλιγκιέρι (1265–1321) και Πετράρχη (1304–1374), καθώς και από τα έργα ζωγραφικής του Τζιόττο ντι Μποντόνε (1267–1337). Ορισμένοι μελετητές οριοθετούν χρονικά την Αναγέννηση με μεγάλη ακρίβεια: μια θεωρία τοποθετεί την αρχή στο έτος 1401, οπότε και οι ιδιοφυείς ανταγωνιστές Λορέντζο Γκιμπέρτι (1378–1455) και Φιλίππο Μπρουνελέσκι (1377–1446) συναγωνίστηκαν για την ανάληψη της κατασκευής των χάλκινων θυρών του Βαπτιστηρίου του Καθεδρικού Ναού της Φλωρεντίας (Cattedrale di Santa Maria del Fiore). Άλλοι ότι ο γενικότερος ανταγωνισμός μεταξύ καλλιτεχνών και πολυμαθών όπως οι Μπρουνελέσκι, Γκιμπέρτι, Ντονατέλλο και Μαζάτσο για την ανάληψη έργων πυροδότησε τη δημιουργικότητα που επέφερε την Αναγέννηση. Ωστόσο εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο αντιγνωμιών το γιατί το ρεύμα αυτό ξεκίνησε στην Ιταλία, και γιατί εκείνη τη συγκεκριμένη εποχή. Επομένως, πολλές θεωρίες επιστρατεύτηκαν για να εξηγήσουν την προέλευσή του.
Κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης, τα χρήματα και η τέχνη συμβάδιζαν. Οι καλλιτέχνες εξαρτώνταν ολοκληρωτικά από προστάτες των τεχνών, ενώ οι τελευταίοι χρειάζονταν χρήματα για να συντηρούν ιδιοφυείς ανθρώπους. Πλούτος εισήλθε στην Ιταλία κατά το 14ο, 15ο και 16ο αιώνα με την επέκταση των εμπορικών δρόμων προς την Ασία και την Ευρώπη. Η εξόρυξη ασημιού στο Τιρόλο αύξησε τη ρευστότητα σε χρήμα. Πολυτελή αντικείμενα από τον Ανατολικό Κόσμο, τα οποία ήρθαν στην πατρίδα κατά τη διάρκεια των Σταυροφοριών, αύξησαν την ευμάρεια της Γένοβας και της Βενετίας.
Λατινική και ελληνική φάση του αναγεννησιακού ουμανισμού
Σε αντιδιαστολή με τον όψιμο Μεσαίωνα, οπότε οι Λατίνοι λόγιοι εστίασαν σχεδόν αποκλειστικά στη μελέτη ελληνικών και αραβικών έργων αναφορικά με τις φυσικές επιστήμες, τη φιλοσοφία και τα μαθηματικά, οι λόγιοι της Αναγέννησης έδειξαν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την ανακάλυψη και μελέτη λατινικών και ελληνικών λογοτεχνικών, ιστορικών και ρητορικών κειμένων. Αυτό ξεκίνησε κατά το 14ο αιώνα με μία «λατινική φάση», όταν μελετητές όπως ο Πετράρχης, ο Κολούτσο Σαλουτάτι (1331–1406), ο Νικολό ντε' Νίκκολι (1364–1437) και ο Πότζο Μπρατσολίνι (1380–1459) χτένισαν τις βιβλιοθήκες της Ευρώπης αναζητώντας έργα συγγραφέων όπως ο Κικέρων, ο Λίβιος και ο Σενέκας.[15] Μέχρι τις αρχές του 15ου αιώνα ο κύριος όγκος των λατινικών αυτών έργων είχε ανακαλυφθεί. Δρομολογήθηκε πλέον η ελληνική φάση του αναγεννησιακού ουμανισμού, καθώς οι Δυτικοευρωπαίοι μελετητές στράφηκαν στην αναζήτηση αρχαιοελληνικών λογοτεχνικών, ιστορικών, ρητορικών και θεολογικών κειμένων.
Σε αντίθεση με τα λατινικά κείμενα, τα οποία διαφυλάχτηκαν και μελετήθηκαν στη Δυτική Ευρώπη από την ύστερη αρχαιότητα, η μελέτη των αρχαίων ελληνικών κειμένων ήταν πολύ περιορισμένη στη Δυτική Ευρώπη την εποχή αυτή. Αρχαία ελληνικά κείμενα για την επιστήμη, τα μαθηματικά και τη φιλοσοφία ήδη μελετώνταν από τα τέλη του Μεσαίωνα τόσο στη Δυτική Ευρώπη όσο και στον ισλαμικό κόσμο, αλλά τα ελληνικά λογοτεχνικά, ρητορικά και ιστορικά έργα (π.χ. ο Όμηρος, οι μεγάλοι δραματουργοί, ο Δημοσθένης, ο Θουκυδίδης κ.ά.) δεν αποτέλεσαν αντικείμενο μελέτης ούτε των Ευρωπαίων ούτε των Αράβων. Στο Μεσαίωνα τέτοια κείμενα απασχόλησαν μόνο τους Βυζαντινούς λογίους. Ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της λογίων της Αναγέννησης είναι το ότι έφεραν όλα αυτά τα έργα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων στη Δυτική Ευρώπη για πρώτη φορά μετά το τέλος της αρχαιότητας. Αυτό το κίνημα για την επανένταξη της συστηματικής μελέτης των έργων αυτών στη Δυτική Ευρώπη συνήθως οριοθετείται χρονολογικά στην πρόσκληση που απηύθυνε ο Κολούτσο Σαλουτάτι στον Βυζαντινό διπλωμάτη και λόγιο Μανουήλ Χρυσολωρά (π.1355–1415) να διδάξει ελληνικά στη Φλωρεντία
Κοινωνικές και πολιτικές δομές στην Ιταλία
Οι ιδιαίτερες πολιτικές δομές που απαντώνται στην Ιταλία κατά τα τέλη του Μεσαίωνα οδήγησαν ορισμένους μελετητές στο συμπέρασμα πως το ασυνήθιστο αυτό πολιτικό περιβάλλον επέτρεψε την ανάδυση μιας σπάνιας πολιτιστικής άνθησης. Η Ιταλία δεν υπήρχε ως πολιτική οντότητα κατά την πρώιμη σύγχρονη εποχή. Αντιθέτως, η χερσόνησος ήταν διαιρεμένη σε πολλά κρατίδια: το Βασίλειο της Νάπολης έλεγχε τον Νότο, η Δημοκρατία της Φλωρεντίας και τα Παπικά Κράτη το κέντρο, οι Μιλανέζοι και οι Γενοβέζοι το Βορρά και τη Δύση αντίστοιχα, και η Δημοκρατία της Βενετίας την Ανατολή. Η Ιταλία του 15ου αιώνα αποτελούσε μια από τις περισσότερο αστικοποιημένες περιοχές της Ευρώπης. Πολλές από τις πόλεις της έστεκαν ανάμεσα σε ρωμαϊκά ερείπια, συνεπώς είναι πιθανό η στροφή της Αναγέννησης προς την κλασσική αρχαιότητα να συνδέεται με το γεγονός ότι ξεκίνησε από την κοιτίδα της πάλαι πότε Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Ο ιστορικός και πολιτικός φιλόσοφος Κουέντιν Σκίνερ τονίζει πως ο Όττο του Φράιζινγκ (περ. 1114-1158), ένας Γερμανός επίσκοπος που επισκέφτηκε την Ιταλία το 12ο αιώνα, μαρτυρά μια ευρέως διαδεδομένη νέα μορφή πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης, παρατηρώντας πως η Ιταλία φαίνεται να είχε εξέλθει από το Φεουδαλισμό με αποτέλεσμα η κοινωνία της να στηρίζεται στους εμπόρους και τις συναλλαγές. Σχετική με το παραπάνω ήταν η αντιμοναρχική ιδεολογία, αντιπροσωπευτικό δείγμα της οποίας είναι η διάσημη τοιχογραφία της πρώιμης Αναγέννησης με τίτλο «Αλληγορία της Καλής και Κακής Διακυβέρνησης» στη Σιένα, έργο του Αμπρόζιο Λορεντσέττι (ζωγρ. 1338-1340) της οποίας το κυρίαρχο μήνυμα είναι οι αρετές της ισότητας, της δικαιοσύνης, της δημοκρατικότητας και της καλής διακυβέρνησης. Κρατώντας σε απόσταση ασφαλείας τόσο την Εκκλησία όσο και τις Αυτοκρατορίες, αυτές οι δημοκρατικές πόλεις αφιερώθηκαν στην έννοια της ελευθερίας.
Ακόμη και τα κρατίδια που βρίσκονταν κάπως μακρύτερα από την κεντρική Ιταλία ανέδειξαν αξιοσημείωτες εμπορικές δημοκρατίες, ιδίως η Δημοκρατία της Βενετίας. Παρόλο που στην πραγματικότητα επρόκειτο για ολιγαρχικά κράτη, με ελάχιστη ομοιότητα με τις σύγχρονες δημοκρατίες, είχαν πράγματι χαρακτηριστικά δημοκρατίας με λογοδοτικές κυβερνήσεις, με μορφές συμμετοχής στη διακυβέρνηση και πίστη στην ελευθερία.Η σχετική πολιτική αυτονομία που απολάμβαναν διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στην ακαδημαϊκή και καλλιτεχνική πρόοδο.Ομοίως, η ιδιότητα των ιταλικών κρατιδίων ως σημαντικών εμπορικών κέντρων, τα κατέστησε σταυροδρόμια ιδεών. Οι έμποροι έφεραν μαζί τους ιδέες από τις άκρες του κόσμου, ιδιαίτερα από την Εγγύς Ανατολή. Η Βενετία ήταν η εμπορική πύλη της Ευρώπης με την Ανατολή, και παραγωγός εξαιρετικής ποιότητας γυαλιού, ενώ η Φλωρεντία ήταν η Μέκκα των υφασμάτων. Ο πλούτος που εισήλθε στην Ιταλία μέσω των δραστηριοτήτων αυτών επέφερε σημαντικά δημόσια και ιδιωτικά καλλιτεχνικά εγχειρήματα, ενώ οι ιδιώτες απέκτησαν περισσότερο ελεύθερο χρόνο για πνευματική καλλιέργεια και μελέτη.
ΓΙΑΤΙ Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΞΕΚΙΝΑ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ
Θα αναρωτηθεί κανείς: γιατί η αναγγένηση ξεκινά στην Ιταλία;
1. Γιατί αυτή η περιοχή είναι ανεπηρέαστη από τις αραβικές επιδρομές
2. Γιατί διατηρεί ζωντανή την ανάμνηση και παρουσία του Ρωμαϊκού πολιτισμού.
3. Η οικονομική ακμή ιταλικών πόλεων.
4. Η δράση των λογίων ελλήνων
Δίνεται μεγάλη προσοχή στην προοπτική, δηλαδή στην τρίτη διάσταση που απουσίαζε από τη μεσαιωνική και ιδιαίτερα από τη βυζαντινή τέχνη.Και στη μεν μεσαιωνική τέχνη απουσίαζε γιατί οι ανθρωποι δεν ήξερα ή δεν παρατηρούσαν και όποιοι το έκαναν, είπαμε, στην πυρά, η δε βυζαντινή τέχνη ήξερε γιατί δεν είχε προοπτική, λόγω ταπεινότητος και λόγω θρησκείας και επι τέλους ήταν επιλογή τους όχι ότι την αγνοούσαν, με τόση προιστορια πίσω τους και τόσα θαυμαστά έργα που είχαν κάνει οι προηγούμενοί τους. Η (γραμμική) προοπτική στη ζωγραφική είναι ένα μαθηματικό σύστημα που έχει σκοπό τη δημιουργία της ψευδαίσθησης απόστασης (μιάς τρίτης διάστασης, του βάθους) σε μια επίπεδη επιφάνεια δύο διαστάσεων (ύψος και πλάτος) όπως ο πίνακας ζωγραφικής, ώστε η εικόνα να φαίνεται περισσότερο ρεαλιστική.
Τα θέματά τους τα έπαιρναν από:
τη Βίβλο
την αρχαία και μεσαιωνική Ιστορία
τη μυθολογία Ρώμης & Ελλάδας
διάφορες σκηνές της καθημερινής ζωής
Ραφαέλλο, Μαντόνα Σιξτίνα
Ραφαέλλο, Μαντόνα και βρέφος
Στην Καπέλα Σιξτίνα συναντά κανείς τις μεγαλοφυείς τοιχογραφίες του Μιχαήλ Αγγέλου, που θεωρούνται από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα της παγκόσμιας ζωγραφικής al fresco.
Η Χιλδελγάρδη του Μπίνγκεν (1098 – 1179), Γερμανίδα συγγραφέας, μουσικός και φιλόσοφος. Αν και προηγήθηκε της Αναγέννησης, η Χίλντελγκαρντ ενσάρκωνε ιδανικά το ιδεώδες του «Καθολικού Ανθρώπου» και μετά το θάνατό της αναγνωρίστηκε ως Αγία.
Τα συγγράμματα του Παλμιέρι αντλούν θέματα από Ρωμαίους φιλοσόφους, κυρίως από τον Κικέρωνα, ο οποίος, όπως και ο Παλμιέρι, ήταν ενεργός στην πολιτική ζωή, τόσο ως πολίτης όσο και ως αξιωματούχος, καθώς και ως θεωρητικός και φιλόσοφος. Η πιο περιεκτική, ίσως, έκφραση των απόψεών του περί ουμανισμού απαντάται στο ποιητικό έργο του 1465 με τίτλο «La città di vita», ωστόσο το προγενέστερο έργο του «Della vita civile» («Περί αστικής ζωής») είναι ευρύτερης κλίμακας. Γραμμένο ως συλλογή διαλόγων με φόντο μια εξοχική κατοικία στην εξοχή της Τοσκάνης κατά την επιδημία πανώλης του 1430, εκφράζει τις απόψεις του Παλμιέρι για τον ιδανικό πολίτη. Οι διάλογοι περιλαμβάνουν απόψεις αναφορικά με το πώς τα παιδιά αναπτύσσονται πνευματικά και σωματικά, πώς μπορούν να κινηθούν οι πολίτες σε ηθικό επίπεδο, πώς οι πολίτες και τα κράτη μπορούν να διασφαλίσουν την ακεραιότητα της δημόσιας ζωής, καθώς και μια σημαντική συζήτηση σχετικά με τη διαφορά μεταξύ αυτού που είναι ρεαλιστικά χρήσιμο και αυτού που είναι ειλικρινές.
Οι ουμανιστές θεωρούσαν σημαντική τη μετάβαση στη μεταθανάτια ζωή με τέλειο πνεύμα και σώμα. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί δια μέσου της εκπαίδευσης. Σκοπός του ουμανισμού ήταν να δημιουργήσει ένα καθολικό άνθρωπο στο πρόσωπο του οποίου συνδυαζόταν η πνευματική και φυσική τελειότητα και ο οποίος ήταν ικανός να λειτουργεί έντιμα σε κάθε περίσταση. Η ιδεολογία αυτή του «Homo Universalis» αποτελεί ιδανικό του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Η εκπαίδευση κατά την Αναγέννηση γυρίζει γύρω από την αρχαία γραμματεία και ιστορία. Γενικά ήταν αποδεκτή η άποψη πως οι κλασσικοί συγγραφείς παρείχαν ηθική καθοδήγηση εκφράζοντας εκτεταμένη κατανόηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Η πρώιμη Αναγέννηση γεφυρώνει τα καλλιτεχνικά ρεύματα του Μεσαίωνα με εκείνα της Υψηλής Αναγέννησης στην Ιταλία. Γενικά είναι αποδεκτό πως στη Βόρεια Ευρώπη η Αναγέννηση ήρθε σε επίπεδο ωριμότητας αργότερα, κατά το 16ο αιώνα.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία της αναγεννησιακής τέχνης είναι η ανάπτυξη της άκρως ρεαλιστικής γραμμικής προοπτικής. Στον Τζιόττο ντι Μποντόνε (1267-1337) αποδίδεται η πρώτη μεταχείριση του ζωγραφικού καμβά ως παραθύρου προς το χώρο, ωστόσο δεν ήταν παρά διαμέσου του αρχιτεκτονικού έργου του Φιλίππο Μπρουνελέσκι (1377–1446) και των συγγραμμάτων του Λέον Μπατίστα Αλμπέρτι (1404-1472) που καθιερώθηκε ως καλλιτεχνική τεχνική. Η ανάπτυξη τεχνικών προοπτικής ήταν μέρος μιας ευρύτερης τάσης των τεχνών προς το ρεαλισμό. Για τον ίδιο σκοπό, οι ζωγράφοι ανέπτυξαν κι άλλες τεχνικές, μελετώντας το φως, τη σκιά, και, όπως είναι πασίγνωστο στην περίπτωση του Λεονάρντο ντα Βίντσι, της ανατομίας του ανθρώπινου σώματος. Πίσω από αυτές τις αλλαγές στην καλλιτεχνική μέθοδο, ήταν μια ανανεωμένη επιθυμία απεικόνισης της ομορφιάς της φύσης, ενασχόλησης με τα αξιώματα της αισθητικής, με τα έργα των Ντα Βίντσι, Μιχαήλ Άγγελου και Ραφαήλ να αντιπροσωπεύουν καλλιτεχνικές κορυφώσεις που επρόκειτο να γίνουν αντικείμενο μίμησης από άλλους καλλιτέχνες. Άλλοι αξιόλογοι δημιουργοί ήταν ανάμεσα σε άλλους οι Σάντρο Μποττιτσέλλι, ο οποίος εργαζόταν για τους Μεδίκους στη Φλωρεντία, ο Ντονατέλλο, από την ίδια πόλη, και ο Τιτσιάνο στη Βενετία.
Ταυτόχρονα, στις Κάτω Χώρες, αναπτύχθηκε μια ιδιαίτερα ζωντανή καλλιτεχνική κουλτούρα, με τα έργα των Ούγκο φαν ντερ Χους και Γιαν βαν Άικ να ασκούν επίδραση στην ανάπτυξη της ζωγραφικής στην Ιταλία, τόσο σε ζητήματα τεχνικής με την εισαγωγή της λαδομπογιάς και του καμβά, όσο και στυλιστικά με το νατουραλισμό στην απεικόνιση. Αργότερα, το έργο του Πίτερ Μπρίγκελ του πρεσβύτερου θα ενέπνεε τους καλλιτέχνες να πραγματευτούν θέματα από την καθημερινή ζωή
Στον χώρο της αρχιτεκτονικής, ο Φιλίππο Μπρουνελέσκι (1377–1446) μελέτησε τα ερείπια κτισμάτων της κλασσικής περιόδου και, κάνοντας χρήση των πρόσφατα ανακαλυφθεισών γνώσεων του Βιτρουβίου, συγγραφέως του 1ου αιώνα, καθώς και της ακμάζουσας επιστήμης των μαθηματικών, έδωσε μορφή στο αναγεννησιακό στυλ που μιμήθηκε και βελτίωσε τις κλασικές φόρμες. Το μεγαλύτερο επίτευγμα του Μπρουνελέσκι ως μηχανικού είναι η κατασκευή του θόλου του Καθεδρικού Ναού της Φλωρεντίας. Το πρώτο κτίριο που βασίστηκε στις παραπάνω αρχές πιστεύεται πως είναι ο Ναός του Αγίου Ανδρέα στη Μάντουα. Το εξέχον αρχιτεκτονικό επίτευγμα της Υψηλής Αναγέννησης ήταν η ανοικοδόμηση της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου, όπου συνδυάστηκαν οι ικανότητες των Μπραμάντε (1444–1514), Μικελάντζελο (1475–1564), Ραφαήλ (1483-1520), Σανγκάλλο (1484–1546) και Μαντέρνο (1556-1629).
Κατά την περίοδο αυτήν αξιοποιούνται οι ελληνορωμαϊκοί ρυθμοί κιόνων: ο Τοσκανικός, ο Δωρικός, ο Ιωνικός, ο Κορινθιακός και ο Σύνθετος. Αυτοί μπορεί να έχουν λειτουργικό ρόλο, υποστηρίζοντας για παράδειγμα μια τοξωτή στοά ή ένα επιστύλιο, ή εντελώς διακοσμητικό ρόλο, τοποθετημένοι ως παραστάδες ενάντια σε έναν τοίχο. Κατά την Αναγέννηση, οι αρχιτέκτονες προσπαθούσαν να χρησιμοποιούν τους κίονες, τις παραστάδες και τους θριγκούς ως ολοκληρωμένο σύστημα. Ένα από τα πρώτα κτίσματα που χρησιμοποίησαν παραστάδες με τον τρόπο αυτό ήταν το Παλαιό Σκευοφυλάκιο (1421–1440) του Μπρουνελέσκι.
Αψίδες, ημικυκλικές ή (στη Μανιεριστική τεχνοτροπία) κατατετμημένες, απαντώνται συχνά στις τοξωτές στοές, στηριγμένες σε κάθετες δοκούς ή σε κίονες με κιονόκρανα. Πιθανώς να υπάρχει θριγκός ανάμεσα στο κιονόκρανο και την αρχή της αψίδας. Ο Αλμπέρτι (1404-1472) ήταν ένας από τους πρώτους που έκαναν χρήση της αψίδας σε μνημειακά κτίρια. Οι αναγεννησιακοί θόλοι δεν διαθέτουν νεύρα. Είναι ημικυκλικοί ή κατατετμημένοι σε τετράγωνη κάτοψη, σε αντιδιαστολή με τους γοτθικούς που συχνά είναι σε ορθογώνια.
Οι καλλιτέχνες τις Αναγέννησης δεν ήταν παγανιστές, παρόλο που θαύμαζαν την αρχαιότητα. Κράτησαν επίσης ιδέες και σύμβολα του μεσαιωνικού παρελθόντος. Ο Νικόλα Πιζάνο (περ. 1220 - περ. 1278) μιμήθηκε τις κλασσικές φόρμες απεικονίζοντας σκηνές από τη Βίβλο. Ο «Ευαγγελισμός» που φιλοτέχνησε ο Πιζάνο για το Βαπτιστήριο της Πίζα, αποτελεί απόδειξη πως τα κλασσικά μοντέλα άσκησαν επιρροή στην ιταλική τέχνη πριν ακόμη εδραιωθεί η Αναγέννηση ως ρεύμα.
Επιστήμη- η στροφή στην επιστημονική αλήθεια
Η επανανακάλυψη των αρχαίων κειμένων και η εφεύρεση της τυπογραφίας εκδημοκράτισαν τη μάθηση και επέτρεψαν την ταχύτερη διάδοση των ιδεών. Ωστόσο η πρώτη περίοδος της ιταλικής Αναγέννησης θεωρείται συχνά ως εποχή επιστημονικής οπισθοδρομικότητας: οι ουμανιστές ευνόησαν τη μελέτη των ανθρωπιστικών επιστημών σε βάρος της φυσικής φιλοσοφίας και των εφαρμοσμένων μαθηματικών. Η ευλάβεια που έδειξαν απέναντι στις κλασσικής πηγές εδραίωσε περαιτέρω τις απόψεις του Αριστοτέλη και του Πτολεμαίου αναφορικά με την ερμηνεία του σύμπαντος.
Παρόλο που, γύρω στο 1450, τα συγγράμματα του Νικολάου Κουζάνου (1401–1464) προετοίμαζαν το έδαφος για την ηλιοκεντρική θεωρία του Κοπέρνικου (1473-1543), αυτό δεν έγινε με επιστημονική μέθοδο. Η επιστήμη και η τέχνη συμβάδιζαν κατά την πρώιμη Αναγέννηση, με πολυμαθείς καλλιτέχνες, όπως ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, να πραγματοποιούν μέσω της παρατήρησης σχέδια της ανθρώπινης ανατομίας και της φύσης. Ο Ντα Βίντσι, επιπροσθέτως, πραγματοποίησε ελεγχόμενα πειράματα αναφορικά με τη ροή του νερού, την ιατρική ανατομή πτωμάτων και τη συστηματική μελέτη της κίνησης και της αεροδυναμικής. Για την επινόηση βασικών αρχών της ερευνητικής μεθόδου ο Αυστριακός φυσικός και συγγραφέας Φρίτζοφ Κάπρα τον χαρακτηρίζει «πατέρα της σύγχρονης επιστήμης».
Η ανακάλυψη το 1492 του Νέου Κόσμου από τον Χριστόφορο Κολόμβο (1451-1506) κλόνισε την κλασσική κοσμοθεωρία, καθώς τα έργα του Πτολεμαίου και του Γαληνού στη γεωγραφία και την ιατρική αντίστοιχα βρέθηκαν να βρίσκονται σε ασυμφωνία με τις καθημερινές παρατηρήσεις: έτσι δημιουργήθηκε πρόσφορο έδαφος αμφισβήτησης των επιστημονικών θεωριών. Ενώ η Προτεσταντική Μεταρρύθμιση και η Αντιμεταρρύθμιση συγκρούονταν, το αναγεννησιακό ρεύμα στις χώρες του βορρά παρουσίασε αποφασιστική μεταστροφή της εστίασης από τη φυσική φιλοσοφία του Αριστοτέλη προς τη χημεία και τη βιολογία (βοτανική, ανατομία και ιατρική). Η αποφασιστικότητα διερεύνησης των κάποτε αναμφισβήτητων αληθειών και η αναζήτηση απαντήσεων σε νέα ερωτήματα είχε ως αποτέλεσμα μια περίοδο μεγάλης προόδου στον επιστημονικό τομέα.
Η κατανόηση της λειτουργίας του ανθρώπινου σώματος
Ο Φλαμανδός Αντρέ Βεζάλιους (1514 – 1564) υπήρξε ιατρός και καθηγητής της ανατομίας, καθώς και συγγραφέας βιβλίων που άσκησαν μεγάλη επιρροή στον επιστημονικό του τομέα.
Ορισμένοι μελετητές αντιμετωπίζουν τα παραπάνω ως «επιστημονική επανάσταση», η οποία σηματοδότησε την αρχή της σύγχρονης εποχής. Άλλοι ως επιτάχυνση μιας συνεχούς διαδικασίας η οποία εκτείνεται από την αρχαιότητα μέχρι τις ημέρες μας. Ανεξαρτήτως αυτού, κατά γενική συμφωνία η περίοδος της Αναγέννησης συνοδεύτηκε από σημαντικές αλλαγές στον τρόπο που οι άνθρωποι αντιλαμβάνονταν το σύμπαν και στις μεθόδους που χρησιμοποιούσαν για να εξηγήσουν τα φυσικά φαινόμενα. Παραδοσιακά η αρχή τοποθετείται το έτος 1543, οπότε και τυπώθηκαν για πρώτη φορά τα έργα «De humani corporis fabrica» («Περί του τρόπου που λειτουργεί το ανθρώπινο σώμα») του Αντρέ Βεζάλιους, το οποίο έδωσε νέα ώθηση στην πρακτική της ανατομής, της παρατήρησης και της μηχανιστική άποψη για την ανατομία, καθώς επίσης και το έργο «De revolutionibus orbium coelestium» («Περί της περιστροφής των ουράνιων σφαιρών») του Κοπέρνικου. Η επαναστατική άποψη που εκφράστικε στο τελευταίο ήταν πως είναι η Γη που κινείται γύρω από τον Ήλιο. Σημαντικές επιστημονικές πρόοδοι συντελέστηκαν την περίοδο αυτή επίσης από τους Γαλιλαίο Γαλιλέι (1564-1642), Τυχό Μπραχέ (1546-1601) και Γιοχάνες Κέπλερ (1571-1630).
Η ίσως σημαντικότερη αποκάλυψη της εποχής, δεν ήταν μια συγκεκριμένη ανακάλυψη, αλλά μάλλον μια διαδικασία για την πραγματοποίηση ανακαλύψεων: η επιστημονική μέθοδος.[6] Αυτός ο επαναστατικός νέος τρόπος μάθησης εστίαζε στις εμπειρικές παρατηρήσεις και τα μαθηματικά, απορρίπτοντας την τελεολογία του Αριστοτέλη για χάρη της μηχανικής φιλοσοφίας. Ανάμεσα στους προπάτορες της θεώρησης αυτής ήταν οι Κοπέρνικος, Γαλιλαίος και Φράνσις Μπέηκον (1561-1626). Η νέα επιστημονική μέθοδος συνέβαλε στην πραγματοποίηση μεγάλων ανακαλύψεων στα πεδία της αστρονομίας, της φυσικής, της βιολογίας και της ανατομίας.
Μεταρρύθμιση
Ο Πάπας Αλέξανδρος Στ', κατά κόσμον Ροδρίγος Βοργίας (1431 - 1503), ο οποίος κατηγορήθηκε κατά καιρούς για σιμωνία, νεποτισμό και απόκτηση νόθων παιδιών.
Η εποχή κατά την οποία ξεκίνησε η Αναγέννηση χαρακτηριζόταν από θρησκευτικές αναταραχές. Στα τέλη του Μεσαίωνα ίντριγκες περικύκλωσαν τον Παπικό Θρόνο, γνωρίζοντας την κορύφωση με το Δυτικό Σχίσμα, οπότε και τρεις άνδρες διεκδικούσαν ταυτόχρονα την αναγνώρισή τους ως πραγματικού Επισκόπου της Ρώμης. Ενώ το ζήτημα επιλύθηκε τελικά με τη Σύνοδο της Κωνσταντίας (1414), κατά το 15ο αιώνα παρουσιάστηκε ένα μεταρρυθμιστικό ρεύμα γνωστό ως Κονσιλιαρισμός (Conciliarismo), το οποίο απέβλεπε στον περιορισμό των εξουσιών του Πάπα. Παρόλο που ο παπισμός αναγορεύτηκε τελικά υπέρτατη δύναμη σε ό,τι αφορά τα εκκλησιαστικά ζητήματα από τη Σύνοδο του Λατερανού (1511), το κύρος του επλήγη από συνεχείς κατηγορίες για διαφθορά, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Πάπα Αλέξανδρο Στ', ο οποίος κατηγορήθηκε κατά καιρούς για σιμωνία, νεποτισμό και απόκτηση νόθων παιδιών, με τους γάμους των οποίων επεδίωξε την αύξηση της δύναμής του.
Κληρικοί όπως ο Έρασμος και ο Λούθηρος πρότειναν μεταρρύθμιση στους κόλπους της Εκκλησίας, βασισμένοι στην ανάγνωση του κειμένου της Καινής Διαθήκης υπό ουμανιστικό πρίσμα. Πράγματι, ήταν ο Λούθηρος που τον Οκτώβριο του 1517 δημοσίευσε τις 95 Θέσεις που οδήγησαν στη Μεταρρύθμιση, μια ρήξη με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η οποία στο παρελθόν αξίωνε την ηγεμονία της Δυτικής Ευρώπης. Ο ουμανισμός και η Αναγέννηση κατά συνέπεια έπαιξαν άμεσο ρόλο στο ξέσπασμα της Μεταρρύθμισης, όπως και πολλών άλλων ταυτόχρονων θρησκευτικών συζητήσεων και συγκρούσεων.
Κατά την περίοδο που ακολούθησε τη Λεηλασία της Ρώμης το 1527, οπότε και η Μεταρρύθμιση είχε κλονίσει τα θεμέλια της Καθολικής Εκκλησίας, ο Πάπας Παύλος Γ' ανήλθε στον παπικό θρόνο (1534–1549). Σε αυτόν αφιέρωσε ο Κοπέρνικος το «Περί της περιστροφής των ουράνιων σφαιρών» και ήταν αυτός που έγινε παππούς του καρδιναλίου Αλεσσάντρο Φαρνέζε που ήταν ιδιοκτήτης πινάκων του Τιτσιάνο, του Μικελάντζελο και του Ραφαήλ, καθώς και μιας σημαντικής συλλογής πινάκων, και που επίσης παρήγγειλε το αριστούργημα του Κροάτη Τζούλιο Κλόβιο, ίσως το τελευταίο κύριο εικονογραφημένο χειρόγραφο, οι «Ώρες των Φαρνέζε».
Από την άλλη πλευρά, πολλοί ιστορικοί σήμερα τονίζουν πως πολλοί από τους αρνητικούς κοινωνικούς παράγοντες που είθισται να συσχετίζονται με τη μεσαιωνική εποχή - π.χ. φτώχεια, πόλεμος, θρησκευτικοί και πολιτικοί διωγμοί - κατά τα φαινόμενα χειροτέρεψαν κατά την Αναγέννηση, η οποία υπήρξε μάρτυρας της ανόδου της μακιαβελικής πολιτικής, των θρησκευτικών πολέμων, των δολοπλοκιών που άσκησαν οι Βοργίες και της εξάπλωσης των κυνηγιών μαγισσών κατά το 16ο αιώνα. Πολλοί από τους ανθρώπους που έζησαν κατά την Αναγέννηση δεν την αντιμετώπιζαν ως τη «χρυσή εποχή» που φαντάστηκαν ορισμένοι συγγραφείς του 19ου αιώνα, αλλά αντίθετα εξέφραζαν την ανησυχία τους για τις κοινωνικές αυτές ασθένειες. Χαρακτηριστικά, ωστόσο, οι καλλιτέχνες, συγγραφείς και μαικήνες των τεχνών που υπήρξαν κομμάτι της πολιτιστικής αυτής επανάστασης, θεωρούσαν πως ζούσαν σε μια νέα εποχή, που ήταν σε πλήρη αντιδιαστολή με το Μεσαίωνα.Ορισμένοι μαρξιστές ιστορικοί προτιμούν να περιγράφουν την Αναγέννηση με υλικούς όρους, υιοθετώντας την άποψη πως οι αλλαγές στην τέχνη, τη γραμματεία και τη φιλοσοφία υπήρξαν κομμάτι μιας γενικότερης οικονομικής τάσης από το φεουδαλισμό προς τον καπιταλισμό, που είχε ως αποτέλεσμα την άνθηση μιας αστικής τάξης με αρκετό ελεύθερο χρόνο για ενασχόληση με τις τέχνες
Ο Γιόχαν Χουιζίνγκα (1872–1945) αναγνώριζε την ύπαρξη της Αναγέννησης μα αμφέβαλλε κατά πόσο επρόκειτο για θετική αλλαγή. Στο βιβλίο του «Herfsttij der Middeleeuwen» («Η Παρακμή του Μεσαίωνα»,1919) υποστήριξε πως η Αναγέννηση ήταν περίοδος παρακμής από τον Υψηλό Μεσαίωνα, οπότε και καταστράφηκαν πολλά σημαντικά πράγματα. Η λατινική γλώσσα, για παράδειγμα, είχε εξελιχθεί σημαντικά από την κλασσική εποχή και ήταν ακόμη ζωντανή γλώσσα, η οποία χρησιμοποιούταν στην εκκλησία και αλλού. Η εμμονή της Αναγέννησης με την κλασσική καθαρότητα παρεμπόδισε την περαιτέρω εξέλιξή της με αποτέλεσμα να επανέλθει στην κλασσική της μορφή. Ο Ρόμπερτ Σ. Λόπεζ ισχυρίστηκε πως επρόκειτο για εποχή βαθειάς οικονομικής κρίσης. Στο μεταξύ, οι Τζωρτζ Σάρτον και Λυνν Θόρννταϊκ υποστήριξαν πως η επιστημονική πρόοδος ίσως και να ήταν λιγότερο καινοτόμος από ό,τι παραδοσιακά θεωρείται. Τέλος, η Τζοάν Κέλλυ πως οδήγησε σε βαθύτερο χάσμα ανάμεσα στα φύλα, μειώνοντας τα μέσα που κατείχαν οι γυναίκες το Μεσαίωνα.
Ορισμένοι ιστορικοί έχουν αρχίσει να θεωρούν πως η λέξη «Αναγέννηση» τείνει να φορτίζεται άσκοπα, υπονοώντας μια αναμφισβήτητα θετική αναγέννηση από την υποτιθέμενη πιο πρωτόγονη «Σκοτεινή Εποχή». Πολλοί ιστορικοί πλέον προτιμούν τον όρο «Πρώιμη Σύγχρονη» για αυτή την περίοδο, μια πιο ουδέτερη φράση που τονίζει το ρόλο της ως μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στο Μεσαίωνα και το σήμερα.Άλλοι, όπως ο Ρότζερ Όσμπορν, θεωρούν πως η Ιταλική Αναγέννηση υπήρξε αποθήκη των μύθων και ιδανικών του δυτικού κόσμου γενικότερα, και πως αντί για μια αναβίωση του αρχαίου κόσμου επρόκειτο για μια εποχή μεγάλων καινοτομιών.
Επιπροσθέτως, πολλά ελληνικά χριστιανικά συγγράμματα, ανάμεσα στα οποία και η Καινή Διαθήκη στα ελληνικά, ταξίδεψαν από το Βυζάντιο στη Δυτική Ευρώπη απασχολώντας τους λόγιους για πρώτη φορά μετά την όψιμη αρχαιότητα. Αυτή η στροφή προς τα ελληνικά χριστιανικά έργα, και κυρίως η μελέτη της Καινής Διαθήκης στην πρωτότυπή της γλώσσα, όπως προωθήθηκαν από τους ουμανιστές Λαυρέντιο Βάλλα και Έρασμο, άνοιξαν το δρόμο για την Προτεσταντική Μεταρρύθμιση.
Καλλιτέχνες όπως ο Μαζάτσο προσπάθησαν να απεικονίσουν την ανθρώπινη μορφή με ρεαλιστικό τρόπο, αναπτύσσοντας τεχνικές ώστε να αποδίδονται η προοπτική και το φως με φυσικό τρόπο. Πολιτικοί φιλόσοφοι, και ιδιαίτερα ο Νικολό Μακιαβέλλι, εστίασαν στη ρεαλιστική περιγραφή της πολιτικής ζωής, ώστε να γίνει κατανοητή δια μέσου της λογικής. Σημαντική συμβολή στον αναγεννησιακό ουμανισμό αποτέλεσε το κείμενο του Τζοβάννι Πίκο ντέλλα Μιράντολα με τίτλο «De hominis dignitate» («Λόγος περί της ανθρώπινης αξιοπρέπειας»), που απαρτίζεται από μία σειρά θέσεων για τη φιλοσοφία, τη φυσική σκέψη, την πίστη και τη μαγεία. Πέρα από τη μελέτη της κλασικής αρχαιότητας, οι συγγραφείς της Αναγέννησης υιοθέτησαν τη χρήση της καθομιλουμένης γλώσσας, κάτι που σε συνδυασμό με την εφεύρεση της τυπογραφίας, επέτρεψε σε ολοένα και περισσότερους ανθρώπους να έχουν πρόσβαση σε βιβλία, με πιο αξιοπρόσεκτη περίπτωση τη Βίβλο.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Η Αναγέννηση μπορεί να θεωρηθεί ως μια προσπάθεια διανοούμενων να μελετήσουν και να βελτιώσουν τα εγκόσμια, τόσο μέσα από την αναβίωση των ιδεολογιών της αρχαιότητας, όσο και διαμέσου καινοτόμων προσεγγίσεων στη Σκέψη. Ορισμένοι μελετητές, όπως ο Ρόντνεϋ Σταρκ, αποδίδουν λιγότερη σημασία στην Αναγέννηση εστιάζοντας στις καινοτομίες που εισήχθησαν στις ιταλικές πόλεις κράτη νωρίτερα, κατά την κορύφωση του Μεσαίωνα, οπότε και συνδυάστηκαν η λογοδοτική διακυβέρνηση, ο Χριστιανισμός και η γέννηση του καπιταλισμού. Αυτή η ανάλυση υποστηρίζει πως, την περίοδο που τα ισχυρά ευρωπαϊκά κράτη (Γαλλία και Ισπανία) είχαν απολυταρχικές μοναρχίες, ενώ άλλα βρίσκονταν υπό την εξουσία της Εκκλησίας, οι ανεξάρτητες ιταλικές δημοκρατίες, πατώντας στις αρχές του καπιταλισμού που πρωτοεμφανίστηκαν σε μοναστηριακά κτήματα, δημιούργησαν μια εμπορική επανάσταση χωρίς προηγούμενο, η οποία προηγήθηκε και χρηματοδότησε την Αναγέννηση.
ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ ΝΤΑ ΒΙΝΤΣΙ
Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι (15 Απριλίου- 2 Μαίου 1519) ήταν Ιταλός.Αρχιτέκτων, ζωγράφος, γλύπτης, μουσικός, εφευρέτης, μηχανικός, ανατόμος, γεωμέτρης και επιστήμονας που έζησε την περίοδο της Αναγέννησης
Το πλήρες όνομα του ήταν "Leonardo di ser Piero da Vinci", αν και υπέγραφε τα έργα του ως "Leonardo" ή "Io, Leonardo" (= «Εγώ, ο Λεονάρντο»). Ήταν καρπός του έρωτα του Πιέρο ντα Βίντσι και της Κατερίνας, της οποίας δεν γνωρίζουμε την πλήρη ταυτότητα. Οι δυο τους δεν έγιναν ποτέ νόμιμο ζευγάρι. Ο Πιέρο ήταν συμβολαιογράφος στην περιοχή, όπως και ο πατέρας του, παππούς του Λεονάρντο. Η μητέρα του, Κατερίνα, πιθανόν ήταν ταπεινότερης καταγωγής, μάλλον υπηρέτρια. Ένα χρόνο περίπου μετά τη γέννηση του Λεονάρντο οι γονείς του παντρεύτηκαν: ο Πιέρο την κόρη ενός πλούσιου συμβολαιογράφου και η Κατερίνα έναν εργάτη υψικαμίνου.
Έργα του:
Μυστικός δείπνος. Έργο με την καλύτερη σύνθεση και προοπτική.Το κεφάλι του Ιησού είναι ακριβώς εκεί που συγκλίνουν όλες οι γραμμές του έργου ακριβώς στη γραμμή του ορίζοντα.
ΠΙΕΡΟ ΝΤΕΛΑ ΦΡΑΝΤΣΕΣΚΑ
Λίγες φορές η έννοια του «ταξιδιού στην τέχνη» σημαίνει κυριολεκτικά τη φυσική περιήγηση, όπως συμβαίνει αυτή την περίοδο με την τέχνη του Πιέρο ντέλα Φραντσέσκα. Κορυφαίος εκπρόσωπος της τέχνης του ιταλικού Κουατροτσέντο, ο Πιέρο γεννιέται το 1412, έξι χρόνια μετά τη γέννηση του Λεόν Μπατίστα Αλμπέρτι και έξι χρόνια πριν από την εμβληματική έναρξη κατασκευής του τρούλου του καθεδρικού ναού της Φλωρεντίας, σχεδιασμένου από τον Φιλίπο Μπρουνελέσκι. Τέκνο της «βαθιάς Τοσκάνης», κατάγεται από ένα μικρό χωριό κοντά στην πόλη του Αρέτσο, το Σαν Σεπόλκρο (κοντά στο χωριό Καπρέζε, γενέτειρα του Μιχαήλ Αγγελου), και από εκεί ξεκινά μια πορεία που τον οδηγεί στις Αυλές της Κεντρικής Ιταλίας: από την Τοσκάνη και την Ουμβρία ως τη θάλασσα της Αδριατικής, κέντρα τότε ανάπτυξης μιας «αστικής» διανόησης. Επιστρέφει όμως πάντα στο Σαν Σεπόλκρο, το χωριό του, στην οικεία φιλικότητα της περιβάλλουσας φύσης, στην ελεγειακή πλαστική των αλλεπάλληλων ήπιων λοφοσειρών που θα αποτελέσουν το φόντο σε πολλά από τα έργα του. Δεν υπάρχει, πράγματι, καλύτερος τρόπος αποτίμησης της τέχνης αυτής της περιόδου από την όσο το δυνατόν πιο άμεση συγκριτική προσέγγιση του έργου των συγχρόνων. Εξαιτίας άλλωστε της θεματολογίας (σχεδόν αποκλειστικά θρησκευτικής) η μεθοδική «αντιπαραβολή» αποτελεί τον πιο αποδοτικό τρόπο ανάδειξης της ιδιοφυΐας.
Και ο Πιέρο, ο Μότσαρτ της αναγεννησιακής ζωγραφικής όπως αποκλήθηκε, αποτελεί ιδιοφυΐα, για την κατανόηση ωστόσο της οποίας οι επιμελητές της έκθεσης μας προσκαλούν σε ένα ταξίδι: από το μουσείο του Αρέτσο και τις αριστουργηματικές νωπογραφίες της βασιλικής του Αγίου Φραγκίσκου στην ίδια πόλη, ως το κοντινό χωριό Μοντέρκι, όπου βρίσκεται η περίφημη «Εγκυμονούσα Παναγία» (Madonna del Parto), και βέβαια το Σαν Σεπόλκρο, το χωριό του, όπου φιλοξενούνται η νωπογραφία της Ανάστασης και το Πολύπτυχο του Ελέους (Polittico della Misericordia).
Οι πιο επιμελείς βέβαια μπορούν να συνεχίσουν το ταξίδι σε άλλες πόλεις για να αναζητήσουν τα δημιουργικά ίχνη του Πιέρο: στο Ουρμπίνο, στο Πέζαρο, στην Ανκόνα, στη Φεράρα, στην Περούτζια αλλά και στη Ρώμη, ενώ στο Ρίμινι θα βρουν τη νωπογραφία στο Μαυσωλείο του Μαλατέστα, ένα από τα διασημότερα αρχιτεκτονικά έργα του Αλμπέρτι. Ο Πιέρο μάλιστα θα επηρεαστεί από τον ιταλό ουμανιστή και από το θεωρητικό του έργο, κυρίως από την πραγματεία Περί ζωγραφικής του 1435.
Η επαφή, ωστόσο, του Πιέρο με τη Φλωρεντία, τη μητρόπολη της οικονομίας και της τέχνης της περιόδου, είναι περιορισμένη, αν κρίνουμε από τα τεκμήρια που μαρτυρούν ότι ο καλλιτέχνης από το Σαν Σεπόλκρο θα βρεθεί εκεί μόλις για έναν χρόνο, το 1439, συνεργαζόμενος με τον δάσκαλό του Ντομένικο Βενετσιάνο για την υλοποίηση, απολεσθεισών πλέον, νωπογραφιών στην εκκλησία του νοσοκομείου της Santa Maria Nuova, στο κέντρο της Φλωρεντίας (που συνεχίζει και σήμερα τη λειτουργία του).
Ο Βενετσιάνο είναι σημαντική μορφή για τον νεαρό Πιέρο, γιατί γνωρίζει την τέχνη της Βόρειας Ιταλίας και κυρίως τη φλαμανδική ζωγραφική, η οποία θα αποδειχθεί καθοριστική για την καλλιτεχνική εξέλιξη του ζωγράφου από το Σαν Σεπόλκρο. Ωστόσο στην κοσμοπολίτικη Φλωρεντία της δεκαετίας του 1430, «δεν χρειάζεται πολλή φαντασία για να αντιληφθούμε τι είδε και ποιον συνάντησε ο Πιέρο. Τα αριστουργήματα της γενιάς του Μπρουνελέσκι, του Ντονατέλο και του Μαζάτσιο ήταν όλα εκεί, ενώ οι Γκιμπέρτι, Αντζέλικο, Λούκα ντέλα Ρόμπια, για να αναφέρουμε μόνο ορισμένους, εκτελούσαν εντατικά νέες παραγγελίες» σημειώνει ο C. Bertelli.
Το 1439 για τη Φλωρεντία δεν είναι μια τυχαία ημερομηνία: πραγματοποιείται εκεί η Οικουμενική Σύνοδος για την ένωση των Εκκλησιών, με την εντυπωσιακή παρουσία, δημόσια παρέλαση σχεδόν, της βυζαντινής αυλής και τις επιβλητικές ενδυματολογικές επιλογές των σχεδόν 700 αξιωματούχων και κυρίως του αυτοκράτορα Ιωάννη Η' Παλαιολόγου.
Σαφείς εικονογραφικές επιρροές αυτής της εξωτικής σχεδόν εμπειρίας, αρχής γενομένης από τα ενδύματα και τους εκφραστικούς τρόπους, θα επισημανθούν στο έργο του Πιέρο της αμέσως επόμενης περιόδου, ενώ ακόμη και σε θεμελιώδη έργα του, όπως στη νωπογραφία της Ανάστασης στο Σαν Σεπόλκρο, η γεωμετρία της μορφής του Χριστού παραπέμπει κατευθείαν στην υποβλητική ακτινοβολία ενός βυζαντινού Παντοκράτορα.
Ο Πιέρο μεταξύ του 1450 και του 1490 κατορθώνει κάτι εξαιρετικά σημαντικό: ενοποιεί την εικονογραφική γλώσσα της ιταλικής ζωγραφικής μέσω μιας πολυχρωματικής γεωμετρικής επεξεργασίας.
Τα στοιχεία που τη χαρακτηρίζουν είναι η κρυστάλλινη αποδραματοποίηση της αφήγησης και η - συχνά φαινομενική - αποστασιοποίηση από τα συναισθήματα, ο αντινατουραλιστικός αρχαϊσμός, η κρυστάλλινη συνθετική τάξη, η αχρονική ηρεμία, ο αινιγματικός ορθολογισμός, η αφαίρεση.
Ο Πιέρο, ο πιο «αποτραβηγμένος» καλλιτέχνης της Αναγέννησης, είναι ζωγράφος της σιωπής και του μεταφυσικού μυστηρίου: δεν είναι τυχαίο ότι θα ανακαλυφθεί από ιστορικά καλλιτεχνικά κινήματα του 20ού αιώνα και από καλλιτέχνες όπως ο Σεζάν, ο Σερά, ο Καζοράτι, ο Ντε Κίρικο.
Τελετουργικός και ποιητικός, σχεδόν διανοούμενος, σχεδιάζει μορφές που αποκαλύπτονται στατικές και μεγαλοπρεπείς ως γεωμετρικά στερεά με σφριγηλή πλαστική οντότητα, μέσω της εξαίσιας φωτεινότητας των χρωμάτων, καθώς και μέσω της σαφήνειας της χωρικής σύλληψης και της προοπτικής σύνθεσης.
Ο προβληματισμός αυτός στη συνέχεια καταγράφεται στην πραγματεία «De prospectiva pingendi», ως απόδειξη της στοχαστικής επιστημονικότητας του αναγεννησιακού δημιουργού. Ο ίδιος πιστεύει ότι οι μορφές συνδέονται μεταξύ τους και με τον χώρο μέσω αρμονικών δεσμών, οδηγώντας σε μια πραγματική «κοσμική συνήχηση».
Οι συνθέσεις του προδίδουν αμέσως τη χρήση της γεωμετρίας, ενώ καταφεύγουν συχνά στις αρμονικές χαράξεις. Το έργο του είναι μορφή, χρώμα και φως, αλλά και ό,τι ο Salvatore Settis υποστήριξε με έμφαση: «Η απόλυτη ψυχή στο έργο του Πιέρο; Η προοπτική».
Μιχαήλ Άγγελος
Ο Μικελάντζελο ντι Λουντοβίκο Μπουοναρότι Σιμόνι, (1475-1564), ο δικός μας Μιχαήλ-Αγγελος, ήταν γλύπτης, ζωγράφος, αρχιτέκτονας και ποιητής της Αναγέννησης. Υπήρξε ο μοναδικός καλλιτέχνης της εποχής, του οποίου η βιογραφία εκδόθηκε πριν το θάνατό του, στους Βίους τουΤζόρζιο Βασάτι, ο οποίος επέλεξε να τον τοποθετήσει στην κορυφή των καλλιτεχνών, χρησιμοποιώντας για τον Μιχαήλ Άγγελο το προσωνύμιο ο θεϊκός.
Οι νωπογραφίες του στη Καπέλα Σιξτίνα, το άγαλμα του Δαβίδ και η Πιετά είναι απ τα πιο σπουδαία έργα του.
Το 1505, ο Μιχαήλ Άγγελος επέστρεψε στη Ρώμη μετά από πρόσκληση του νέου Πάπα Ιουλίου Β΄, ο οποίος του ανέθεσε τη δημιουργία ενός επιβλητικού μαυσωλείου. Το έργο αυτό τελικά έμεινε ημιτελές, ωστόσο κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας του, ο Μικελάντζελο αναλάμβανε παράλληλα και άλλες παραγγελίες. Μία από αυτές αφορούσε στην διακόσμηση του θόλου του Παπικού Παρεκκλησίου (Καπέλα Σιξτίνα), με νωπογραφίες των δώδεκα Αποστόλων. Ο Μιχαήλ Άγγελος αντιπρότεινε ένα περισσότερο σύνθετο και φιλόδοξο εγχείρημα, δημιουργώντας τελικά, σε διάστημα τεσσάρων ετών (1508-1512), περισσότερες από 300 βιβλικές φιγούρες και άλλες θρησκευτικές παραστάσεις, όπως σκηνές από την Γένεση, την ιστορία του Νώε ή τη Δευτέρα Παρουσία. Τα τέσσερα αυτά χρόνια, λέγεται, οτι ο Μικελάντζελο δεν βγήκε από την Καπέλα Σιξτίνα παρά ελάχιστα και δεν επέτρεψε σε κανέναν να δει το έργο του, δημιουργώντας έτσι μια αναστάτωση, μια φήμη και πλήθος κόσμου συνέρεε έξω απο το Παρεκκλήσι.
Δαβίδ.
Η δημιουργία του Δαβίδ ακολούθησε την αρχή του ντιζένιο ( ελεύθερα από την αρχή), που βασίζεται στη γνώση της αντρικής ανθρώπινης μορφής.
Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, η γλυπτική είναι η υψηλότερη μορφή τέχνης γιατί μιμείται τη θεία δημιουργία.
Ο Μιχαήλ Άγγελος δούλευε έχοντας την πεποίθηση ότι ο Δαβίδ ήταν ήδη μέσα στο κομμάτι του μαρμάρου, κατά τον ίδιο τρόπο που η ψυχή βρίσκεται μέσα στο σώμα του ανθρώπου,· ο καλλιτέχνης έχει υποχρέωση να απελευθερώσει τη μορφή στην πιο τέλεια εκδοχή της.
Το άγαλμα είναι επίσης παράδειγμα της πόζας ντραπόστο.
Ραφαήλ Σάντσιο.
Ο Ραφαήλ γεννήθηκε το 1483 στο δουκάτο του Ουρμπίνο, το οποίο αποτελούσε την εποχή εκείνη σημαντικό πνευματικό κέντρο, κατά την περίοδο της ηγεμονίας του Φεντερίκο ντα Μοντεφέλτρο.
Ο πατέρας του, Τζοβάνι Σάντι, ήταν διακεκριμένος ζωγράφος που συχνά πρόσφερε τις υπηρεσίες του στην Αυλή του δούκα και έχαιρε επίσης ιδιαίτερης εκτίμησης ως ποιητής και χρονικογράφος.
Πέθανε όταν ο Ραφαήλ ήταν μόλις στην ηλικία των έντεκα ετών και ενώ τρία χρόνια νωρίτερα είχε ήδη σημειωθεί ο θάνατος της μητέρας του ονόματι Μάγια ντι Μπατίστα Κιάρλα.
Υπήρξε ο πρώτος δάσκαλος του γιου του στη ζωγραφική, ο οποίος σύμφωνα με τον Τζόρτζιο Βαζάρι μαθήτευσε αργότερα στο πλευρό του Περουτζίνο, στην Περούτζια.
Ο τελευταίος αποτελούσε έναν από τους πλέον διακεκριμένους και επιτυχημένους ζωγράφους της εποχής, αναλαμβάνοντας την εκπαίδευση του Ραφαήλ ενώ βρισκόταν στην κορυφή της δόξας του.
Η άφιξή του στην Περούτζια και η έναρξη της συνεργασίας του με τον Περουτζίνο δεν έχει προσδιοριστεί με ακρίβεια, ωστόσο τοποθετείται περίπου το 1495. Για το έργο του "Η σχολή των Αθηνών" κατηγορήθηκε ότι έβαλε και το πρόσωπό του μέσα μαζί με τους δασκάλους Λεονάντρο(το κεντρικό πρόσωπο του έργου) και Μιχαήλ-Αγγελου(αυτός που κάθεται στα σκαλιά)
Συνολικώς 58 προσωπικότητες απεικονίζονται στη νωπογραφία αυτήν που βρίσκεται στο Βατικανό- στην πλειονότητά τους φιλόσοφοι και επιστήμονες της αρχαιότητας μέχρι και τον καιρό του Ραφαήλ, κάποιοι κρατούν στα χέρια διαβήτες ή υδρόγειους, μερικοί άλλοι βιβλία. Για περισσότερο από τέσσερις αιώνες ειδικοί προσπαθούν να δώσουν απαντήσεις σ' αυτό το ερώτημα.
Θεωρείται ότι σ' αυτή την παράδοξη και διαχρονική συνάθροιση περιλαμβάνονται ο Ευκλείδης και ο Ζαρατούστρας, ενώ κάτω αριστερά γράφει στο βιβλίο του ο Πυθαγόρας. Ο Άραβας με το τουρμπάνι που παρακολουθεί τον Πυθαγόρα πάνω από τον ώμο του, πιθανόν να είναι ο φιλόσοφος της μεσαιωνικής εποχής Αβερρόης, ίσως όμως να είναι αυτός που εισήγαγε το ψηφίο Μηδέν στην αρίθμηση. Αριστερά, ο συγγραφέας που στηρίζεται στο υπόβαθρο κολώνας και είναι στεφανωμένος με αμπελόφυλλα, πρέπει να είναι ο φιλόσφος Επίκουρος, ενώ εικάζεται ότι η λευκοντυμένη φιγούρα δεξιά από το τουρμπάνι του Άραβα πιθανόν να είναι ο Ιησούς Χριστός, ευλόγως άφωνος και αμέτοχος μπροστά στη διαχρονική σοφία που έχει συγκεντρωθεί στην «Ακαδημία». Σαφώς αναγνωρισμένα, ωστόσο, είναι μόνον λίγα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων ο Πλάτων που έχει τα χαρακτηριστικά προσώπου του Leonardo da Vinci και κρατά υπό μάλης το έργο του «Τίμαιος». Δίπλα του, δεξιά, ο Αριστοτέλης, ο οποίος φαίνεται να έχει ζωηρή συζήτηση με τον Πλάτωνα, κρατάει στο χέρι του το σύγγραμμα «Νικομάχεια Ηθική». Μπροστά τους, απλωμένος στα σκαλιά είναι ο Διογένης, που ήταν ο κυριότερος εκπρόσωπος της κυνικής φιλοσοφίας και διεκήρυττε την αυτάρκεια - λέγεται ότι ζούσε σε πιθάρι. Σε πρώτο πλάνο, στο κέντρο, στηριζόμενος σε μαρμάρινο κύβο, φαίνεται να είναι ο Ηράκλειτος, ο οποίος έχει παρασταθεί με όμοιο τρόπο σε ένα πίνακα του Michelangelo Buonarotti, γι' αυτό του μοιάζει στο πρόσωπο, όπως τον απέδωσε ο Ραφαήλ.Μυστηριώδης παραμένει κυρίως η δεξιά πλευρά της νωπογραφίας, όπου λίγες μορφές έχουν αναγνωριστεί με βεβαιότητα. Μια νεότερη πρόταση παρουσιάζει ο Γερμανός μελετητής Φρανκ Κάιμ, συνεργάτης του Πανεπιστημίου της Ουλμ. Ο Κάιμ ερμηνεύει την αινιγματική γωνία της τοιχογραφίας ως καλλιτεχνική απεικόνιση «μιας αστρονομικής διένεξης», που χαρακτήριζε την εποχή της Αναγέννησης -«τη διάσταση μεταξύ γεωκεντρικής και ηλιοκεντρικής κοσμοθεωρίας». Η αλήθεια είναι πως λίγο πριν από τη δημιουργία της νωπογραφίας είχε έλθει ξανά στην επικαιρότητα αυτή η διένεξη, λόγω επανέκδοσης του έργου του αρχαίου Ελληνα αστρονόμου Αρίσταρχου του Σάμιου. Ο μαθηματικός της Αλεξανδρινής περιόδου ήταν από τους πλέον ένθερμους υποστηρικτές της θεωρίας πως η Γη περιστρέφεται γύρω από την πύρινη ηλιακή σφαίρα. Στην εποχή του θεωρήθηκε βλάσφημος και είχε πολλάκις απειληθεί με θανάτωση, ενώ δεν έγινε γνωστός κανένας αξιόλογος οπαδός των ιδεών του. Η αναδημοσίευση των «αιρετικών» απόψεων του Αρίσταρχου προκάλεσε νέο κύμα οργής, διαφωνιών αλλά και σύγχυσης στο επιστημονικό κατεστημένο. Ο Νικόλαος Κοπέρνικος -που από το 1496 ζούσε σε ιταλικό έδαφος- υιοθέτησε την ιδέα του ηλιοκεντρικού συστήματος και τη στήριξε με ατράνταχτες επιστημονικές αποδείξεις. Το πρωτοποριακό του σύγγραμμα είδε το φως μετά το 15ΟΟ - ωστόσο αμφισβητήθηκε έντονα από πολλούς. Ο Λούθηρος, για παράδειγμα, χαρακτήρισε την ηλιοκεντρική θεωρία του Αρίσταρχου μωρολογία. Αντίθετα, η παπική Έδρα κράτησε αρχικά μάλλον ουδέτερη στάση και μόλις μετά το 152Ο επιτέθηκε με σφοδρότητα εναντίον των εκπροσώπων της νέας κοσμοθεώρησης. Ο Τζιορντάνο Μπρούνο κατέληξε στην πυρά (16OO) και ο Γαλιλαίος σε κατ' οίκον περιορισμό (1633).
DANTE
«Η Θεία Κωμωδία του Δάντη (1265-1313), γραμμένη στο διάστημα 1304-1309 είναι ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Στο μεταίχμιο δύο εποχών (μεσαίωνας – αναγέννηση), η Θεία Κωμωδία συνιστά μια τοιχογραφία της εποχής που τελειώνει, φωτισμένη από τις ακτίνες της επερχόμενης εποχής. Εδώ βρίσκεται ολόκληρο το μεσαιωνικό σύμπαν, στον πλούτο και στην ποικιλία του, στο μεγαλείο του και στις ρωγμές του, ιστορημένο με αυστηρή αρχιτεκτονική οργάνωση και με αντίστοιχα πλούσια και πολυεπίπεδη ποιητική γλώσσα, η οποία κατορθώνει να εκφράσει τα πάντα με συγκλονιστική απλότητα.
Η μνημειώδης αυτή ποιητική σύνθεση αφηγείται, όπως είναι γνωστό, το ταξίδι του ποιητή Δάντη στα βασίλεια της Κόλασης, του Καθαρτηρίου και του Παραδείσου. Το ταξίδι ξεκινά στις 8 Απριλίου του 1300 (βράδυ Μεγάλης Παρασκευής), διαρκεί περίπου μια εβδομάδα και επιτρέπει στον ποιητή να κατανοήσει τη δομή του σύμπαντος, να γνωρίσει τις συνθήκες ύπαρξης των ψυχών μετά το θάνατο, και να αντικρίσει τον ίδιο το Θεό. Είναι ένα ταξίδι γνώσης και “άσκησης”, που οδηγεί στην αλήθεια και τη σωτηρία. (με τα κριτήρια της χριστιανικής ηθικής). Όχι μόνον τον ίδιο τον ποιητή, που το “βίωσε”. Μέσα από την πρωτοπρόσωπη αναδιήγηση, το ταξίδι αυτό προσφέρεται, σύμφωνα με τους κανόνες της ηθικοπλαστικής ποίησης του μεσαίωνα στην οποία το έργο εντάσσεται, ως η υποδειγματική εικόνα της ανθρώπινης εμπειρίας. Με αυτή την έννοια, η Θεία Κωμωδία είναι έργο διδακτικό, που περιέχει θρησκευτικές, ηθικές και φιλοσοφικές αλήθειες, αλήθειες που ανάγονται στον κόσμο του μεσαίωνα. Ωστόσο, θα ήταν άδικο να το θεωρήσουμε ως μια απλή αποτύπωση του μεσαιωνικού θεολογικού-φιλοσοφικού συστήματος. Η ιδιαιτερότητά του και το μεγαλείο του έγκειται στη σύνδεση του συστήματος αυτού με τα ζωντανά πρόσωπα -τα πολυάριθμα και πλέον διαφορετικά- που εμφανίζονται κατά τη διάρκειά του· στη σύνδεση των αληθινών και ιστορικά προσδιορισμένων προσώπων της πραγματικότητας του κόσμου τούτου με τη σημασία που αποκτούν στον άλλο, τον μεταφυσικό.
Ο Δάντης αναπαριστά ακριβώς τη διαδρομή που ξεκινά από την κοσμική πραγματικότητα και οδηγεί στην αιώνια ζωή, τη διαδρομή από τον κοσμικό, γήινο χρόνο στον απόλυτο χρόνο της αιωνιότητας. Μέσα από τη διαδρομή αυτή περιγράφει και καυτηριάζει με ρεαλισμό και τόλμη την πολιτική και κοινωνική κρίση της εποχής και αντιτάσσει την αναγκαιότητα της αλήθειας και της δικαιοσύνης».
Η «Θεία Κωμωδία» έχει εμπνεύσει διαχρονικά ποιητές, σεναριογράφους, συνθέτες λειτουργώντας ως ένα από τα πιο ισχυρά και διαχρονικά διακείμενα της παγκόσμιας τέχνης. Ακούμε τη Lorena McKennitt να αφηγείται μελωδικά μια πορεία ζωής εμπνεόμενη από την ανάλογη πορεία αυτογνωσίας του ποιητή της Κωμωδίας.
O Dante Alighieri (1265-1321) γεννήθηκε στη Φλωρεντία και πέθανε στη Ραβέννα, σε ηλικία 56 ετών. Σπούδασε φιλοσοφία, θεολογία και νομικά. Αποφασιστικό ρόλο στη ζωή του και την όλη του ποιητική δημιουργία έπαιξε ο μεγάλος έρωτάς του προς την κατά ένα μόνο χρόνο νεώτερη του Βεατρίκη Πορτινάρι, την οποία και για πρώτη του φορά συνάντησε σε ηλικία μόλις εννιά ετών. Μετά από άλλα εννιά χρόνια, την ξανασυνάντησε και την αγάπησε περιπαθέστατα, αλλά και τελείως αγνά (πλατωνικά). Την έβλεπε σαν «άγγελο σε σχήμα γυναίκας» ή τέλος σαν «πηγή βαθύτατης και υψηλότατης συγκίνησης» γι’ αυτόν. Η Βεατρίκη, που είχε στο μεταξύ συζευχθεί με άλλον, πέθανε λίγο αργότερα, σε ηλικία μόνο 25 ετών.
Αρχικά ο Δάντης είχε περιγράψει τον πυριφλεγή μεγάλο του έρωτα στο βιβλίο του “Vita nuova” στη συνέχεια όμως έφθασε να τον αποθεώσει κυριολεκτικά, στο ασύγκριτο του αριστούργημα την περίφημη “Divina comedia”, τη “Θεία κωμωδία”, δηλαδή τo διαιρεμένο ως γνωστόν, σε τρία ξεχωριστά βιβλία: την “Κόλαση”, το “Καθαρτήριο” και τον “Παράδεισο”.
Ο μεγάλος Φλωρεντίνος βάρδος, μαζί με τον σχεδόν σύγχρονό του Πετράρχη, θεωρούνται κι σαν οι δύο αναμορφωτές της ιταλικής γλώσσας. Με τη μέγιστη επίδραση των έργων τους πέτυχαν έκτοτε να καθιερώσουν την καθομιλουμένη ζωντανή γλώσσα, του λαού ως γλώσσα της λογοτεχνίας, η οποία κατ’ ολίγο, εξελίχθηκε και σε επίσημη γλώσσα ολόκληρου του Ιταλικού εθνικού συνόλου. Τόσο στο “Συμπόσιό” του, όσο και, προ πάντως, στην “Θεία κωμωδία” του, ο Δάντης χρησιμοποιεί την καλλιεργημένη διάλεκτο της Τοσκάνας και της Φλωρεντίας, που έγινε κατόπιν πρότυπο για όλους τους υπόλοιπους Ιταλούς ποιητές και συγγραφείς. Καθώς δε τόνιζε κι ο ίδιος: “Χυδαία δεν είναι η γλώσσα του λαού, που εγώ μεταχειρίζομαι. Χυδαίοι είναι μόνο οι καταφρονητές της ζωντανής αυτής γλώσσας, την οποία μιλούν οι άνθρωποι του μόχθου και της προκοπής στη χώρα αυτή”.
PETRARCA
Ο Φραντσέσκο Πετράρκα γεννήθηκε στο Αρέτσο της Ιταλίας. Ο πατέρας του, με τη φιλοδοξία να τον αντικαταστήσει κάποτε στο επάγγελμά του, τον έστειλε σε ηλικία 15 ετών να σπουδάσει νομική στο Μονπελιέ. Όπως ο Οβίδιος και πολλοί άλλοι ποιητές, έτσι κι ο Πετράρχης δεν ήταν λάτρης της νομικής, αλλά ήταν αποφασισμένος να γίνει λόγιος και άνθρωπος των γραμμάτων παρά δικηγόρος.
Το 1323, μετακόμισε στη Μπολόνια, "έδρα" της νομικής μόρφωσης, και έμεινε μαζί με τον αδερφό του, Γκεράρντο, μέχρι και το 1326, ως το θάνατο του πατέρα του, οπότε και επέστρεψε στην Αβινιόν. Η πατρική περιουσία δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα μεγάλη για τους δυο κληρονόμους: το πιο πολύτιμο απομεινάρι της κληρονομιάς ήταν ένα αυθεντικό χειρόγραφο του Κικέρωνα. Μόνη επιλογή για τον Πετράρχη ήταν να ενδυθεί το σχήμα του κλήρου με την άφιξή του στην Προβηγκία.
Στις 6 Απριλίου 1327, συνέβη το πιο γνωστό περιστατικό στην ιστορία του Πετράρχη: είδε τη Λάουρα για πρώτη φορά στην εκκλησία της Αβινιόν. Η πραγματική ταυτότητα της γυναίκας αυτής παραμένει άγνωστη, καθώς οι πηγές που αναφέρονται στην ταυτότητα και την οικογενειακή της κατάσταση βασίζονται κυρίως στην παράδοση και σε ατεκμηρίωτα στοιχεία. Αν γίνει δεκτό ότι δεν αποτέλεσε αποκύημα της φαντασίας του Πετράρχη, τα ποιήματά του υποδεικνύουν μια παντρεμένη γυναίκα, με την οποία μοιραζόταν μια σεβαστή, αλλά όχι ιδιαίτερα στενή φιλία.
Τόπος κατοικίας του παρέμεινε η Αβινιόν μέχρι το 1333, οπότε και έκανε το πρώτο του μεγάλο ταξίδι, κατά το οποίο επισκέφτηκε το Παρίσι, τη Γάνδη, τη Λιέγη και την Κολωνία, γνωρίζοντας λόγιους άνδρες και αντιγράφοντας χειρόγραφα κλασικών συγγραφέων. Με την επιστροφή του στην Αβινιόν, ασχολήθηκε με τις δημόσιες υποθέσεις και, μεταξύ άλλων, απηύθυνε δυο ποιητικές επιστολές στον Πάπα Βενέδικτο ΙΒ΄. Η ρητορική του δεινότητα κέρδισε τους τυράννους της Βερόνα κι έτσι απέκτησε τη φιλία του πρεσβευτή τους, Άτσο ντι Κορέτζιο.
Λίγο καιρό αργότερα, ο Πετράρχης πραγματοποίησε το πρώτο του ταξίδι στη Ρώμη, όπου του έκαναν τεράστια εντύπωση τα ερείπια της πόλης. Γύρω στο 1337 αποφάσισε να αφιερωθεί στη μοναχική μελέτη, κάτι που τον ξεχώριζε σε μεγάλο βαθμό από τους υπόλοιπους λογίους του Μεσαίωνα. Απέκτησε ένα γιο, τον Τζοβάνι, το 1337 και μια κόρη, την Φραντσέσκα, το 1343 (το όνομα της μητέρας παραμένει άγνωστο και στις δυο περιπτώσεις).
Εν τω μεταξύ, η φήμη του ως ποιητής της λατινικής και άλλων γλωσσών σταδιακά όλο και αυξανόταν, ειδικά μετά την έκδοση του έπους του Africa, με αποτέλεσμα να διακηρύσσεται πως κανείς δεν άξιζε περισσότερο το δάφνινο στεφάνι από τον ίδιο τον Πετράρχη. Ο ίδιος επιθυμούσε τη δόξα και εξάντλησε την επιρροή του, προκειμένου να λάβει την τιμή δημόσιας στέψης. Πράγματι, την 1η Σεπτεμβρίου 1340, έλαβε δυο προσκλήσεις: από το Πανεπιστήμιο των Παρισίων και το βασιλιά Ροβέρτο της Νάπολης.
Αποδεχόμενος την τελευταία πρόσκληση, ταξίδεψε στη Νάπολη το Φεβρουάριο του 1341 και μετά από συζητήσεις σχετικά με την τέχνη του ποιητή, στάλθηκε με εξαίσιες συστάσεις στη Ρώμη. Εκεί, τον Απρίλιο ο Πετράρχης έλαβε το στέμμα του ποιητή στο Καπιτώλιο από τον Ρωμαίο γερουσιαστή και υπό τις επευφημίες του κόσμου και των πατρικίων. Ο ρητορικός λόγος που εκφώνησε βασιζόταν στα λόγια του Βιργιλίου:
Sed me Parnassi deserta per ardua dulcis Raptat amor..
Αλλά ο πόθος έρχεται και με βρίσκει πάνω από τις απόκρημνες κορφές του Παρνασσού
Μετά τη στέψη του στη Ρώμη, άνοιξε νέο κεφάλαιο στη ζωή του, καθώς θεωρούνταν ρήτορας και ποιητής ευρωπαϊκής κλίμακας και υπήρξε προσκεκλημένος πριγκίπων και ευγενών στις βασιλικές αυλές.
Στα επόμενα χρόνια, ο αδελφός του, Γκεράρντο, μπήκε σε μοναστήρι, ενώ ο ίδιος απέρριψε επανειλημμένες προσφορές μιας γραμματειακής θέσης δίπλα στον Πάπα, ένα από τα υψηλότερα αξιώματα, καθώς δεν ήθελε να αμελήσει τις σπουδές του και τη δόξα που του προσέφεραν για εκκλησιαστικές φιλοδοξίες. Τον Ιανουάριο του 1343 πέθανε ο Ροβέρτος της Νάπολης και στάλθηκε ως μέρος της παπικής πρεσβείας στον διάδοχό του, Ιωάννη. Από το ταξίδι του στη Νάπολη άφησε ενδιαφέρουσες πηγές, κι ίσως είναι εδώ που συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον Βοκκάκιο.
Το 1347 ο Πετράρχης έχτισε την κατοικία του στην Πάρμα, όπου ήλπιζε να ασχοληθεί με ηρεμία με την ποίηση και την πολιτική, καθότι ιδεαλιστής. Ωστόσο, τα επόμενα δυο χρόνια έφεραν δυστυχίες: η Λάουρα πέθανε από την πανώλη στις 6 Απριλίου 1348, όπως και πολλοί άλλοι στενοί φίλοι του. Το γεγονός αυτό άλλαξε εσωτερικά τον Πετράρχη: άρχισε να σκέφτεται την εγκατάλειψη των εγκοσμίων και κατάστρωσε ένα σχέδιο για την ίδρυση ενός είδους ουμανιστικού μοναστηριού, όπου θα αφιερωνόταν σε περισσότερες σπουδές και θα βρισκόταν, κατά την εκτίμησή του, σε επαφή με τοn Θεό.
Αν και κάτι τέτοιο δεν πραγματοποιήθηκε, η επιρροή του γεγονότος αυτού παρατηρείται στα γραπτά του, τα οποία πλέον έχουν πιο θλιμμένο και θρησκευτικό τόνο. Αν και στηλίτευε την πολιτική των διαφόρων δυναστών ιταλικών πόλεων, υποστηρίζοντας τη ρωμαϊκή δημοκρατία, αποδεχόταν τη φιλοξενία τους: από την πλευρά τους, εκείνοι έδειχναν να κατανοούν την ιδιοσυγκρασία του και αναγνώριζαν τις πολιτικές του θεωρίες ως μη πρακτικά εφαρμόσιμες. Εξάλλου, από εκείνη την περίοδο ξεκίνησε και η τάση των Ιταλών πριγκίπων κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης να τιμούν και να προστατεύουν τους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών.
Το Iωβηλαίο του 1350, ο Πετράρχης μετέβη για προσκύνημα στη Ρώμη, περνώντας και από τη Φλωρεντία, όπου απέκτησε στενή φιλία με το Βοκάκιο: ο τελευταίος το θαύμαζε μέχρι λατρείας, ενώ ο Πετράρχης τον αντάμοιβε με συμπάθεια, συμβουλές στις γραμματειακές σπουδές και ηθική υποστήριξη. Το 1351, ο Βοκάκιος μετέφερε στον Πετράρχη, που έμενε στην Πάδοβα, την πρόσκληση του άρχοντα της Φλωρεντίας να γίνει πρύτανης του νεοσυσταθέντος πανεπιστημίου, την οποία, ωστόσο αρνήθηκε.
Το 1353, έφυγε από την Αβινιόν για τελευταία φορά και μετέβη στη Λομβαρδία, κατευθυνόμενος στο Μιλάνο, όπου μπήκε στην αυλή του αρχιεπισκόπου Τζοβάνι Βισκόντι, μετά το θάνατο του οποίου παρέμεινε στη βασιλική αυλή. Ο γιος του, Τζοβάνι, είχε ήδη πεθάνει από την πανώλη και η κόρη του, Φραντσέσκα, είχε ήδη παντρευτεί, όταν το 1362 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Πάδοβα, αν και την ίδια χρονιά έκανε ένα ταξίδι στη Βενετία. Εκεί, ο Βοκάκιος τον γνώρισε στον Έλληνα Λεόντιο Πιλάτο: ο Πετράρχης δεν κατείχε την ελληνική γλώσσα, αν και προσπάθησε να μάθει τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Κατείχε ένα χειρόγραφο από τον Όμηρο και ένα απόσπασμα του Πλάτωνα, ενώ είχε διαβάσει την Ιλιάδα από τη μετάφραση του Βοκάκιου στη λαϊκή λατινική.
Οι παλιοί του φίλοι, o ένας μετά τον άλλον, πέθαιναν. Ως ημερομηνία του δικού του θανάτου φερόταν το έτος 1365, ωστόσο έζησε για άλλη μια περίπου δεκαετία. Το 1369, αποτραβήχτηκε στην Άρκουα, ένα μικρό χωριό, όπου συνέχισε τις μελέτες του. Όλα αυτά τα χρόνια, διατηρούσε και ενδυνάμωνε τη φιλία του με το Βοκκάκιο. Στις 18 Ιουλίου 1374, βρέθηκε νεκρός ανάμεσα στα βιβλία και έγγραφα της βιβλιοθήκης της κατοικίας του.
Ο Πετράρχης θεωρείται ιδρυτής του ουμανισμού και της Αναγέννησης στην Ιταλία. Ήταν ο πρώτος που δημιούργησε συλλογές βιβλίων σε βιβλιοθήκες, συγκέντρωνε νομίσματα και διατηρούσε χειρόγραφα, αντιγράφοντας ιδιοχείρως όσα δεν μπορούσε να αγοράσει, ενώ ταυτόχρονα είχε μισθωμένους αντιγραφείς και προέτρεπε τους συγχρόνους του στη συλλογή αρχαίων εγγράφων και στη μελέτη της κλασικής ελληνικής και ρωμαϊκής λογοτεχνίας. Οι κλασικοί Έλληνες και Λατίνοι συγγραφείς γι' αυτόν ήταν ακόμα ζωντανοί, εξ ου και κρύβουν σεβασμό και συμπάθεια οι ρητορικές του επιστολές προς τον Κικέρωνα, τον Σενέκα ή τον Βάρρωνα.
Με την ονομασία "Ναυμαχία της Ναυπάκτου" παρέμεινε στην ιστορία η ναυμαχία που έγινε στις 7 Οκτωβρίου του 1571 μεταξύ των ενωμένων στόλων της Ισπανίας, της Βενετίας, της Γένουας, των Ιπποτών της Μάλτας, του δουκάτου της Σαβοΐας, του δουκάτου του Ουρμπίνο, του μεγάλου δουκάτου της Τοσκάνης και του Πάπα υπό την ονομασία Lega Santa (Ιερή Ένωση), αφενός, και του ενιαίου στόλου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αφετέρου, δίπ
Ποιος είχε επαφή με την Αναγέννηση;
Η κουλτούρα της Αναγέννησης αφορούσε σχεδόν αποκλειστικά τις οικονομικά ανώτερες τάξεις (popolo grasso)
Οι ανώτερες τάξεις είχαν τον χρόνο και μπορούσαν να διαβάσουν τους κλασικούς. Το ίδιο ίσχυε για τις γυναίκες της ανώτερης κοινωνικής τάξης.
Οι ιδέες της Αναγέννησης ελάχιστα «περνούσαν» στις κατώτερες τάξεις (popolo minuto). Όσο για τους αγρότες, ήταν τελείως αγράμματοι και φτωχοί.
Οι τάξεις δεν εργαζομένων και οι μικρέμποροι επίσης δεν είχαν επαφή με την κουλτούρα της Αναγέννησης. Ήσαν απασχολημένοι με τις φροντίδες της καθημερινότητας.
ANAΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ
Δεν υπάρχει καθαρή χρονολογία για το τέλος του Μεσαίωνα και την απαρχή της Αναγέννησης. Τα περιθώρια μεταξύ των δύο περιόδων είναι συνυφασμένα και αποτελούν μια συνέχεια. Η ανακάλυψη της Αμερικής και η εξερεύνηση της Αφρικής εμπλούτισε σημαντικά την Ευρώπη και την βοήθησε να ξεκινήσει το οικονομικό σύστημα διαχείρισης των κρατών της.
Εξελίξεις στην ναυπηγία, μεταλλουργία, μηχανική και στις τέχνες του πολέμου άνοιξαν τις πόρτες σε νέες εξερευνήσεις, είτε αυτές ήταν φύσης ειρηνικής είτε ήταν πολεμικές επιχειρήσεις.
Στην τέχνη, η απεικόνιση του ανθρώπου ( Αγίου) στην μεσαιωνική-βυζαντινή περίοδο έχει μορφή εξαϋλωμένη, μη ρεαλιστική ψηλόλιγνη σαν φλόγα που αναβοσβήνει.
Με τον Giotto ήδη τον 13ο-14ο αι. 4.βλέπουμε μια στροφή προς ένα πρώτο- αναγεννησιακό ρεαλισμό, που έχει ως πρότυπο την ελληνορωμαϊκή τέχνη.
Η αναγέννηση γεννά τον «homo universale» ( Οικουμενικού άνθρωπο- universal man).Παραδείγματα ο Βrunelleschi, Da Vinci και Μιχαήλ Άγγελος, ταυτόχρονα ζωγράφοι, γλύπτες, αρχιτέκτονες, εφευρέτες και επιστήμονες.
Η Φλωρεντία αποτελεί κέντρο των τεχνών με βιβλιοθήκες και δυνατούς προστάτες των τεχνών όπως η οικογένεια Medici.
Ο Cosimo Medici δημιούργησε την πρώτη δημόσια βιβλιοθήκη ενώ ο εγγονός του Λορέντζος ο Μεγαλοπρεπής καθιερώνει τη Φλωρεντία ως αναγεννησιακό κέντρο και οι τέχνες μεταφέρονται στην Ρώμη όπου τα ηνία αναλαμβάνει ακόμη ένας Medici, ο γιος του Λορέντζο, Πάπας Λέων ο 10ος.
Ο Andrea Pisano ήταν ο αρχιτέκτονας του Βαπτιστηρίου της Φλωρεντίας, δίπλα από τον Καθεδρικό. Και τα δύο κτίρια ανήκουν στον ιδιαίτερο ιταλικό γοτθικό ρυθμό.
Για την ανάγλυφη διακόσμηση στις βόρειες πόρτες του Βαπτιστηρίου είχε προκηρυχτεί διαγωνισμός τον οποίο κέρδισε ο Lorenzo Ghiberti.
Ένας από τους πιο γνωστούς γλύπτες της Φλωρεντίας ο Donatello εξερευνεί την κίνηση στην ρεαλιστική μορφή των απεικονίσεών του. Στο γλυπτό του Αγ. Μάρκου χρησιμοποιεί την αλλαγή του βάρους στο ένα πόδι, και την κίνηση του υφάσματος όπως οι κλασικοί έλληνες γλύπτες .
Ο Donatello για πρώτη φορά μετά την κλασική περίοδο και μετά που μελέτησε την κλασσική μορφή σε βάθος στην Ρώμη, κατασκευάζει το ελεύθερο γυμνό γλυπτό του νεαρού Δαυίδ το 1430. 14. Η απεικόνιση του γυμνού σώματος ήταν απαγορευμένη τον Μεσαίωνα. Στον Δαβίδ του Donatello βλέπουμε την νέα αναγνώριση της ομορφιάς και δύναμης του σώματος.
Ο Brunelleschi παρόλο που είχε μάθει την τέχνη της χρυσοχοΐας εντούτοις είχε λάβει ανεπιτυχώς και αυτός μέρος στον διαγωνισμό για τις πόρτες του βαφτιστηριού. Με τον φίλο του Donatello, είχε ταξιδέψει στην Ρώμη και είχε μελετήσει τις αρχαιότητες. Η μελέτη και το εφευρετικό του πνεύμα τον βοήθησαν να κερδίσει τον διαγωνισμό για τον τρούλο του ατελούς καθεδρικού της Φλωρεντίας.
Στο Νοσοκομείο του (Ospedale degli Innocenti) 17 χρησιμοποιεί κλασσικά στοιχεία, όπως και στις εκκλησίες του, η πρώτη αφιερωμένη στον San Lorenzo18 και η δεύτερη στο Άγιο Πνεύμα (Santo Spirito) 19. Στην δεύτερη η μορφή είναι πρωτοχριστιανική, αλλά τα πλαϊνά κλίτη μεταφέρονται σε όλη την περίμετρο. Ο ίδιος ήταν επίσης λάτρης του ελεύθερου κυκλικού σχήματος που χρησιμοποιεί στο παρεκκλήσι Pazzi (chapel ) και στην Santa Maria degli Angeli.
Στην ζωγραφική διαπρέπει την αρχή του αιώνα ο ζωγράφος Gentile Da Fabriano.
Στο έργο του η προσκύνηση των Μάγων επιστρατεύει τα παλιότερα γοτθικά στοιχεία και τον ρεαλισμό. ειδικά στην απεικόνιση των ζώων και στην λεπτομέρεια.
O Masaccio, στο έργο του η προδοσία στον ναό της Santa Maria del Carmine χρησιμοποίει για πρώτη φόρα το «chiaroscuro- κιαρόσκουρο» για να αποδώσει καλύτερα την τρισδιάστατη μορφή και την κίνηση.
O ζωγράφος Paolo Uccello χρησιμοποιέι την μορφή και την τοποθέτησή της στον γεωμετρικό χώρο για να δώσει δύναμη στην σύνθεση του
Οι Andrea Del Castagno και Domenico Veneziano χρησιμοποιούν τις νέες μεθόδους σύνθεσης στα έργα τους.
Σημαντικός μαθητής του Domenico Veneziano ήταν ο Piero della Francesca . Δεινός μαθηματικός, χρησιμοποιούσε την προοπτική και τα μαθηματικά για να αποδώσει την αρχιτεκτονική απεικόνιση στα έργα του.
Leon Battista Alberti - Σημαντικός αρχιτέκτονας που μελέτησε εκτεταμένα τη ρωμαϊκή αρχιτεκτονική και έγραψε δέκα βιβλία αρχιτεκτονικής βασισμένα στα βιβλία του Ρωμαίου Βιτρούβιου.
O Bernando Rosselini ήταν ο γλύπτης που φιλοτέχνησε το τάφο του Leonardo Bruni στην εκκλησία Santa Croce , Φλωρεντία.
Ο πιο σημαντικός γλύπτης του δευτέρου μισού του αιώνα ήταν ο Andrea Verrocchio 1435-88. Ο Δαυίδ του (1465), αναγνωρίζει και αναπαριστάνει με ευκολία την νεανική ψυχολογία του μικρού Δαυίδ.
Την νέα αυτή παράδοση συνεχίζει και ο Antonio Pollaiuolo στον Ηρακλή και Ανταίο του( 1475) .Ο Pollaiulo είναι πιθανόν ο πρώτος καλλιτέχνης που ακολούθησε μαθήματα ανατομίας ώστε να μπορεί να αποδώσει καλύτερα το ανθρώπινο σώμα.
Την ίδια εποχή ανακαλύπτεται και η μέθοδος της χαρακτικής, η οποία έκανε την τέχνη προσιτή στον απλό άνθρωπο και ταυτόχρονα βοήθησε στην μεταφορά καλλιτεχνικών ιδεών σε άλλες χώρες.
Ο ζωγράφος Domenico Ghirlandaio –Birth of Virgin-Santa Maria Novella Florence (1485-90)-συνθέτει όλες τις νέες γνώσεις της εποχής. Στο πορτραίτο που έκανε για την Giovanna Tornabuoni (1488) 46 , χρησιμοποιεί την τεχνική του πορτρέτου σε προφίλ το οποίο ήταν πολύ δημοφιλές μέχρι το 1470. Αργότερα δημοφιλής γίνεται η απεικόνιση προφίλ σε τρία τέταρτα όπως στο πορτραίτο του νέου του Sandro Botticelli ( τέλος 15ου αι.).
To πιο γνωστό έργο του Botticelli, είναι η γέννηση της Αφροδίτης ( 1482)που, ως θέμα, γίνεται επιτρεπτό κάτω από το νέο φιλοσοφικό νέο Πλατωνικό ήθος των Medici.
Ο Luca Signorelli στην νωπογραφία που ζωγράφισε για το παρεκκλήσι του San Brizio στον Καθεδρικό του Orvietto ( 1499-1504), αποδίδει το ανθρώπινο σώμα και την σκηνή της πτώσης στην κόλαση με τέτοιο δεξιοτεχνία και πρωτοπορία που πιθανόν να επηρέασε τον Μιχαήλ Άγγελος στην νωπογραφία που ζωγράφισε για το παρεκκλήσι Sistine chapel, στο Βατικανό.
Ένας από τους πιο ταλαντούχους καλλιτέχνες της αναγέννησης ήταν ο Andrea Mantegna από την Padua(1431-1506). Σο έργο του το μαρτύριο του Αγ. Δημητρίου, στο παρεκκλήσι Ovetari, στην εκκλησία Eremitani στην Padua, δείχνει την γνώση του για ιστορία με την ορθή απόδοση του γεγονότος και των ενδυμασιών ενώ επιλέγει να βάλει τον θεατή σε μία περίεργη χαμηλή θέση για να δώσει έμφαση στο έργο.
Leonardo Da Vinci-
Ο Λεονάρντο φεύγει από την Φλωρεντία στο Μιλάνο όπου χρησιμοποιεί την παλιά τεχνική του κιαρόσκουρο στην απεικόνιση της Παναγίας των βράχων. Ο Λεονάρντο προσπαθεί να απεικονίσει όχι μόνο τον άνθρωπο αλλά και την ψυχή του. Στην πυραμοειδή αυτή σύνθεση η κάθε μορφή κάνει μια κίνηση γεμάτη συμβολισμό άγνωστο προς εμάς. To έργο του "Ο Μυστικός Δείπνος" (που έγινε γνωστότερο λόγω της ταινίας Τhe Da vinci Code) ήταν νωπογραφία για τον ναό της Santa Maria della grazie στο Milano.
Συνάδελφος ζωγράφος του Da Vinci, ο Donato Bramante, άφησε την ζωγραφική για να γίνει ένας από τους πιο γνωστούς αρχιτέκτονες της Αναγέννησης. Όταν έφθασε στην Ρώμη το 1499, σχεδίασε τον μικρό ναό γνωστό σαν το tempietto, στο σημείο όπου πιθανόν μαρτύρησε ο Άγιος Πέτρος. Συμφωνά με τον Palladio αντιπροσωπεύει «την ενότητα, την απέραντη γνώση, την ομοιομορφία και την δικαιοσύνη του Θεού».
Του Bramante του ζητήθηκε από τον Πάπα Ιούλιο τον 2ο να σχεδιάσει τον νέο ναό του Αγ. Πέτρου στην Ρώμη σε αντικατάσταση του παλαιοχριστιανικού ναού που υπήρχε εκεί. Κάτω από την προστασία του Πάπα Παύλου ΙΙΙ, τον σχεδιασμό ανάλαβε, μετά από διάφορους αρχιτέκτονες, ο Μιχαήλ Άγγελος (Michaelangelo) το 1546.
Το παλάτι Φαρνέσε ( Farnesse) στην Ρώμη σχεδιάστηκε από τον Antonio Da Sangallo (1483-1546).
Rafael Sanzio-1483-1520: Μαθητής του ζωγράφου Perugino που σύντομα ξεπέρασε τον δάσκαλό του. Δεν τον απασχολούσε ο μυστικισμός που ενδιέφερε τον Da Vinci και δεν χρησιμοποιούσε τους σκοτεινούς του τόνους. Αντίθετα η ζωγραφική του είναι αέρινη φωτεινή και απεικονίζει την ιδεώδη μορφή.
Ο πάπας Ιούλιος ΙΙ, του ανάθεσε την εικονογράφηση των παπικών διαμερισμάτων στο Βατικανό. Στην αίθουσα της, ζωγράφισε στους τέσσερεις τοίχους απεικονίσεις της θεολογίας, νομοθεσίας, ποίησης και φιλοσοφίας. Στο τελευταίο ζωγράφισε τους έλληνες φιλοσόφους, μαθηματικούς και επιστήμονες ( school of Athens).
Ο Correggio ( Antonio Allegri) 1489-1534 ζωγραφίζει σε ένα στυλ το οποίο μπορούμε να ονομάσουμε πρώτο-Μπαρόκ. Στην νωπογραφία του θόλου του καθεδρικού της Πάρμας ζωγραφίζει με μεγάλη επιτυχία το ταβάνι ώστε να φαίνεται ότι έχουν ανοίξει τα ουράνια για να δεχτούν την Παναγία. Αυτό το οπτικό κόλπο χρησιμοποιείτε πολύ την περίοδο του Μπαρόκ.
Ο πιο σημαντικός αρχιτέκτονας της νέας δύναμης στην Ιταλία είναι ο Jacobo Sansovino που έκτισε το νομισματοκοπείο La zecca και την βιβλιοθήκη 1535-45, απέναντι από το Παλάτι των δόγηδων και τον Άγιο Μάρκο.
Σαν κύριος αρχιτέκτονας του κράτους μετά τον Sansovino, ακολούθησε ο Andrea Palladio 1508-80.
O Palladio μελέτησε εκτεταμένα την ρωμαϊκή αρχιτεκτονική και έγραψε τα τέσσερα βιβλία της αρχιτεκτονικής που εκδόθηκαν το 1570. Η αρχιτεκτονική του επηρέασε την Αγγλία και αποικιακή Αμερική περισσότερο από οποιαδήποτε άλλο αρχιτέκτονα.
Το πιο γνωστό του ίσως έργο είναι η Villa Rotunda στην Vicenza 1566-70
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)