Τετάρτη 19 Απριλίου 2017
Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΒΟΡΡΑ, του Νίκου Ξένιου
Στην ιστορία της τέχνης, ο όρος Αναγέννηση στη Βόρεια Ευρώπη αναφέρεται στις ραγδαίες εξελίξεις στις τέχνες (περ.1430-1580) που έλαβαν χώρα σε δύο κυρίως γεωγραφικές περιοχές: στην Ολλανδία και τη Φλάνδρα από τη μία πλευρά και στη Γερμανία από την άλλη. Μέχρι τα μέσα του 16ου αιώνα, τα ολλανδικά εδάφη κυβερνούσαν οι Δούκες της Βουργουνδίας, ενώ από εκεί κι έπειτα οι Αψβούργοι, που είχαν επίσης υπό την κυριαρχία τους μεγάλο μέρος της Γερμανίας. Η Αναγέννηση στο Βορρά φημίζεται για τις προηγμένες τεχνικές στη ζωγραφική με λάδι, τις ρεαλιστικές και γεμάτες έκφραση απεικονίσεις στις Αγίες Τράπεζες, τις προσωπογραφίες σε ξύλινους πίνακες, καθώς και για τις ξυλογραφίες και άλλες μορφές της χαρακτικής. Η γλυπτική δεν υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής, ωστόσο οι Γερμανοί αρίστευαν στην ξυλογλυπτική. Πριν το 1500, η ιταλική αναγεννησιακή τέχνη δεν είχε σχεδόν καμία επίδραση στην εξέλιξη της ζωγραφικής και της γλυπτικής στη Βόρεια Ευρώπη. (Αντίθετα η Ιταλία είχε επηρεαστεί από το Βορρά.) Ακόμη και μετά το 1500, ενώ η Υψηλή Αναγέννηση άνθιζε, θέματα όπως η θρησκεία, η πολιτική, το κλίμα και οι διαφορετικές καλλιτεχνικές παραδόσεις είχαν την τάση να ελαχιστοποιούν την απορρόφηση των πολιτιστικών ιδεών από τη Φλωρεντία και τη Ρώμη. Σε ό,τι αφορά τις μορφές της τέχνης, ο Βορράς γνώριζε τόσα λίγα για την πραγματική Αναγέννηση, όσα η Ιταλία για τη γνήσια γοτθική τέχνη. Ωστόσο η πνευματική κίνηση με την οποία η Δυτική Ευρώπη αναδύθηκε από το Μεσαίωνα ήταν το ίδιο ισχυρή στο Βορρά και στο Νότο. Αν τοποθετήσουμε χονδρικά την έναρξη της νέας εποχής περίπου στο 1492, έτος κατά το οποίο ανακαλύφθηκε ο Νέος Κόσμος - αυτό είναι μόνο το σημείο καμπής της επανάστασης.
Το κίνημα που οδήγησε σε αυτήν είχε ξεκινήσει στις αρχές του αιώνα, από όπου η Ευρώπη είχε βιώσει μια πλήρη ανακατασκευή του πολιτισμού της. Αντίθετα με τους Ιταλούς καλλιτέχνες, οι ζωγράφοι του Βορρά δεν ενδιαφέρθηκαν να αναβιώσουν το πνεύμα της αρχαίας Ελλάδας. Αντίθετα, προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν στο έπακρο τις δυνατότητες που τους προσέφερε η λαδομπογιά και να «αιχμαλωτήσουν» τη φύση ακριβώς όπως την παρατηρούσαν. Όπως και στην Ιταλία, η θρησκεία κυριαρχεί στη ζωγραφική και στη γλυπτική της εποχής, αλλά με πιο λεπτούς τρόπους και πάντα με γήινες αποχρώσεις. Εάν η ιταλική αναγεννησιακή τέχνη μπορεί να χαρακτηριστεί ονειρική και εξιδανικευμένη, η τέχνη του Βορρά είναι πρακτική, προσγειωμένη και χωρίς πάθος. Το γεγονός αυτό επηρέασε τη δημοτικότητα των διαφόρων ειδών ζωγραφικής, με αποτέλεσμα τα ιστορικά θέματα να παραχωρήσουν τη θέση τους στις προσωπογραφίες, ιδιαίτερα μετά τη Μεταρρύθμιση (περ.1520), οπότε και η Εκκλησία της Ρώμης έπαψε να αποτελεί προστάτιδα των τεχνών στη Βόρεια Ευρώπη.Μολονότι η επιστημονική παρατήρηση κερδίζει διαρκώς έδαφος, η μαγεία εξακολουθεί να εκτιμάται και κατά την Αναγέννηση. Η χημεία, για παράδειγμα, στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην αλχημεία ενώ στην αστρονομία διατηρούνται πολλά στοιχεία αστρολογίας. Το μεσαιωνικό πνεύμα συνεχίζει να επικρατεί, δυσχεραίνοντας την προσπάθεια των πρωτοπόρων της επιστήμης να καταρρίψουν τις καθιερωμένες αντιλήψεις. Το ιδανικό της Αναγέννησης, ο καθολικός άνθρωπος, φαίνεται και στην ανάπτυξη της επιστήμης και τεχνολογίας: ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της Αναγέννησης, είναι ταυτόχρονα αξιόλογος επιστήμονας, με πολλές εφευρέσεις στο ενεργητικό του (ατμοκίνητο πυροβόλο, σκάφανδρο, πτητική μηχανή κ.λπ.).
Τρεις είναι οι κορυφαίοι αναγεννησιακοί επιστήμονες που άνοιξαν το δρόμο της νεότερης επιστήμης: Ο Κοπέρνικος, ο Παράκελσος και Ο Βεζάλ. Ο πολωνός Νικόλαος Κοπέρνικος (1473-1543) διατύπωσε τη θεωρία του ηλιοκεντρικού συστήματος, που πρώτος είχε συλλάβει τον 3ο αιώνα π.Χ. ο Αρίσταρχος ο Σάμιος. Ο ελβετός γιατρός Θεόφραστος Παράκελσος (1493-1541) διατύπωσε επαναστατικές θεωρίες για τη χημεία, την ιατρική και τη φαρμακευτική. Ο φλαμανδός Αντρέ Βεζάλ (1514-1564) ασχολήθηκε με την ανατομία και αποκάλυψε τα μυστικά του ανθρώπινου σώματος, με βάση επιστημονικές παρατηρήσεις.
Το έργο των πρωτοπόρων επιστημόνων της Αναγέννησης συνέχισαν λίγο αργότερα άλλοι σημαντικοί επιστήμονες. Ο Ιωάννης Κέπλερ (1571-1630) διατύπωσε τους νόμους της κίνησης των πλανητών, ενώ ο Γαλιλαίος ολοκλήρωσε και επιβεβαίωσε τη θεωρία του Κοπέρνικου, αλλά για τις ιδέες του οδηγήθηκε στην Ιερή Εξέταση. Τέλος, ο άγγλος Φραγκίσκος Βάκων (1561-1626) συνέβαλε στην εξέλιξη της επιστήμης αναδεικνύοντας την πρωταρχική σημασία του πειράματος και της εμπειρίας.
Χανς Χόλμπαϊν
Αλμπρεχτ Ντίρερ, προσευχόμενα χέρια
Άλμπρεχτ Ντίρερ, Αλληγορία της Μελαγχολίας
Χανς Χόλμπαϊν
Χανς Μέμλινγκ
Ντίρικ Μπαουτς, Mater Dolorosa και Ιησούς φέρων ακάνθινο στεφάνι
Ο Πέτρους Κρίστους, στο "Πορτραίτο νεαρής γυναίκας" τελειοποιεί τη χρωματική απόδοση της τρίτης διάστασης:
Οι Κάτω Χώρες, ιδιαίτερα η Φλάνδρα (με τα ευημερούντα κέντρα της, όπως η Αμβέρσα, η Γάνδη και η Μπριζ) - εκείνη την εποχή μέρος του μεγάλου Δουκάτου της Βουργουνδίας - ήταν, μαζί με τη Φλωρεντία, η πλουσιότερη και πιο αναπτυγμένη οικονομικά περιφέρεια της Ευρώπης. Όπως και στην Ιταλία, αναπτυσσόταν κι εδώ μια αστική κουλτούρα, στην οποία η επιρροή της αστικής τάξης βρισκόταν σε άνοδο. Παρά τη γενική αυτή κοινωνική ομοιότητα, ο Βορράς δεν απολάμβανε ανάλογη επανάσταση στις τέχνες. Η ζωγραφική παρέμεινε προσκολλημένη στις μεσαιωνικές παραδόσεις για σημαντικά μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Τα ιερά θέματα ενσωματώνονταν στον πραγματικό κόσμο με αργούς ρυθμούς. Οι ζωγράφοι μετέφεραν τις θρησκευτικές σκηνές σε ένα γήινο περιβάλλον, προσπαθώντας να αναπαράγουν το χώρο, το χρώμα, τον όγκο και το φως, όσο πιο νατουραλιστικά γινόταν.Η φλαμανδική και ολλανδική ζωγραφική, οι οποίες ασχολήθηκαν τόσο με κοσμικά όσο και με θρησκευτικά θέματα, φημίζονταν για τις ελαιογραφίες και τα φωτεινά τους χρώματα. Οι τοιχογραφίες σπάνιζαν.
Το Πολύπτυχο της Γάνδης του Γιαν βαν Άικ αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της ολλανδικής τέχνης των αρχών του 15ου αιώνα, αν και οι Μπος και Μπρίγκελ ο πρεσβύτερος καινοτόμησαν οι ίδιοι με τα θρησκευτικά τους έργα. Ενώ η ιταλική τέχνη του 15ου αιώνα βασίστηκε σε μαθηματικά υπολογισμένη γραμμική προοπτική, η ολλανδική τέχνη αξιοποίησε την εμπειρική προοπτική. Αντίθετα με τους καλλιτέχνες της Ιταλίας, οι οποίοι προσπάθησαν να κατανοήσουν τον κόσμο με τη λογική, δημιουργώντας μια «εσωτερική» τους εικόνα, οι Ολλανδοί προσπάθησαν να φτάσουν στον πάτο των μυστηρίων του κόσμου με την ακριβή παρατήρηση όλων των πραγμάτων, αποτυπώνοντας την παραμικρή λεπτομέρεια. Οι ζωγράφοι άντλησαν τη γνώση τους για τη συνοχή των πραγμάτων από την άμεση παρατήρηση. Ζωγράφιζαν αυτό ακριβώς που έβλεπαν και ως εκ τούτου ήρθαν πολύ κοντά στην επίδραση της κεντρικής προοπτικής. Η προσέγγιση αυτή, η προσκολλημένη στην παρατήρηση και την εμπειρία, έκανε τους καλλιτέχνες να παρατηρήσουν ότι το περίγραμμα των αντικειμένων διαφέρει ανάλογα με την απόσταση, ενώ η ένταση των χρωμάτων θαμπώνει υιοθετώντας μια γαλαζωπή χροιά. Για τις απόψεις των τοπίων που δάνειζαν βάθος στις απεικονίσεις των εσωτερικών χώρων, εφηύραν - πολύ πριν το Λεονάρντο - την εναέρια και χρωματική προοπτική. Χαρακτηριστική είναι η απόδοση της προοπτικής τριών διαστάσεων στο "Πορτραίτο κυρίας" του Ροχίερ βαν ντερ Βάιντεν που ακολουθεί:
Κατά την περίοδο του Μπαρόκ (1600-1700), η εστίαση των Ολλανδών στον λεπτομερή ρεαλισμό αποτέλεσε τη βάση για τη Χρυσή Εποχή του Ολλανδικού Ρεαλισμού. Ανάμεσα στους επιφανέστερους Ολλανδούς καλλιτέχνες συναντούμε τους:
Ρομπέρ Καμπέν (περ.1378-1444), «Τρίπτυχο του Σέιλερν» (1410), «Αγία Τράπεζα των Μερόντε» (1425) και "Ευαγγελισμός" .
Γιαν βαν Άικ (1390-1441), «Αγία Τράπεζα της Γάνδης» (1432) και «Το ζεύγος Αρνολφίνι» (1434).
Rogier Van der Weyden (1400-1464), "Πορτραίτο κυρίας", «Αποκαθήλωση» (1435) και «Εκκλησία της Νότρ Νταμ ντι Ντεόρ» (σήμερα στο Μουζέο ντελ Πράδο, Μαδρίτη).
Χιούγκο βαν ντερ Γκόουζ (1440-1482), "Πορτραίτο νεαρού άνδρα" και «Αγία Τράπεζα των Πορτινάρι» (1475, πίνακας που άσκησε επιρροή στη Φλωρεντία της πρώιμης Αναγέννησης).
Ιερώνυμος Μπος (1450-1516), " Ο Κήπος των Επίγειων Απολάυσεων» (1510-1515), "Ερημίτης Άγιος" .
Πίτερ Μπρίγκελ ο πρεσβύτερος (περ.1525-1569) , "Κυνηγοί στο χιόνι"
Πίτερ Μπρίγκελ ο νεώτερος
Σε όλη την Ευρώπη, κατά τον 16ο αιώνα, παρατηρείται άνθηση της λογοτεχνίας στις εθνικές γλώσσες, οι οποίες έχουν ήδη αποκτήσει την απαιτούμενη εκφραστική επάρκεια. Στην Ιταλία οι σπουδαιότεροι συγγραφείς είναι: Ο Νικολό Μακιαβέλι (1469-1527), που έγραψε το περίφημο πολιτικό-φιλοσοφικό βιβλίο "Ο Ηγεμόνας" (Il Principe), όπου δείχνει τι οφείλει να πράττει ένας αρχηγός κράτους εναντίον των εχθρών του, για να διατηρήσει την εξουσία του. Η χρήση ακόμη και αθέμιτων μέσων για το σκοπό αυτό επιτρέπεται, και αυτός ο αμοραλισμός στην πολιτική ορολογία ονομάστηκε Μακιαβελισμός. Ο Αρίοστο (1474-1533) είναι ο συγγραφέας του ευτράπελου έπους "Ορλάνδος Μαινόμενος", στο οποίο περιγράφει τις περιπέτειες του ερωτοχτυπημένου ανεψιού του Καρλομάγνου. Ο Τορκουάτο Τάσσο (1544-1595) έγραψε το έπος "Ελευθερωμένη Ιερουσαλήμ", που είναι εμπνευσμένο από τις Σταυροφορίες και αντανακλά το πνεύμα της Αντιμεταρρύθμισης.
Στη Γαλλία η Αναγέννηση άρχισε την περίοδο του Φραγκίσκου Α', οπότε ο μεγάλος ελληνιστής Γουλιέλμος Μπυντέ εξέδωσε πολλά έργα αρχαίων συγγραφέων. Ο Φραγκίσκος Ραμπελαί (1494-1553) είναι ο συγγραφέας του σατιρικού μυθιστορήματος "Γαργαντούας και Πανταγκρουέλ", ενώ ο Μιχαήλ Μονταίνι (1533-1592) και ο Ρονσάρ είναι δύο τυπικοί εκπρόσωποι των γαλλικών γραμμάτων της εποχής.
Στην Ισπανία ο Μιχαήλ Θερβάντες, που θεωρείται ως ο κορυφαίος των ισπανικών γραμμάτων, είναι ο συγγραφέας του περίφημου μυθιστορήματος Δον Κιχώτης, στο οποίο αφενός σατιρίζεται ο ιπποτικός βίος, αφετέρου παρουσιάζεται ο άνθρωπος να αιωρείται δραματικά ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα. Στο θέατρο διακρίθηκαν μεγάλοι δραματουργοί όπως ο Καλντερόν και ο πολυγραφότατος Λόπε ντε Βέγκα.
Το κοινωνικό ανέβασμα των καλλιτεχνών εκφράζεται πρώτ' απ' όλα στις αμοιβές που παίρνουν. Ο Μικελάντζελο παίρνει 3.000 δουκάτα για τις ζωγραφιές στην οροφή του Σίξτειου παρεκκλησίου. Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι εισπράττει στο Μιλάνο ετήσιο μισθό 2.000 δουκάτων, ενώ στη Γαλλία 35.000 φράγκα το χρόνο. Οι διάσημοι δάσκαλοι του 16ου αιώνα, ιδιαίτερα ο Ραφαήλ και ο Τισιανός, απολαύουν αξιόλογο εισόδημα και κάνουν αρχοντική ζωή. Ο τρόπος ζωής του Μικελάντζελο είναι εξωτερικά σεμνός, είναι αλήθεια, αλλά και το εισόδημά του είναι υψηλό κι όταν αρνιέται να δεχτεί πληρωμή για τη δουλειά του στον Άγιο Πέτρο είναι κιόλας πλούσιος. Κοντά στην αυξανόμενη ζήτηση έργων τέχνης και στη γενική άνοδο των τιμών, το γεγονός ότι κατά το γύρισμα του αιώνα η παπική αυλή προβάλλει περισσότερο στην αγορά τέχνης και γίνεται σοβαρότερος αντίπαλος για το φλωρεντινό φιλότεχνο κοινό, πρέπει να είχε μέγιστη επίδραση πάνω στο ανερχόμενο επίπεδο των αμοιβών των καλλιτεχνών. Σειρά ολόκληρη καλλιτεχνών μετακινείται τώρα από τη Φλωρεντία στη μεγαλόθυμη Ρώμη (Άρνολντ Χάουζερ, Κοινωνική ιστορία της τέχνης, σελ. 77-78).
Στην Πορτογαλία διακρίνεται ο Λουδοβίκος Καμόενς (1524-1580), συγγραφέας του έπους "Λουζιτανοί", που είναι εμπνευσμένο από τις περιπέτειες των πορτογάλων θαλασσοπόρων.
πορτογαλική καραβέλα, ένας νέος τύπος καραβιού.
Στην Αγγλία, επί βασιλείας της Ελισάβετ (ελισαβετιανή εποχή) ζει ο μεγαλύτερος θεατρικός συγγραφέας των νεότερων χρόνων Ουίλιαμ Σαίξπηρ (1564-1616), του οποίου τα 37 θεατρικά έργα εξακολουθούν να παίζονται σε όλο τον κόσμο και να συγκινούν με τις αιώνιες αλήθειες που περιέχουν. Τα δημοφιλέστερα έργα του είναι: Άμλετ, Οθέλλος, Μάκβεθ, Βασιλιάς Ληρ, Ιούλιος Καίσαρ, Ρωμαίος και Ιουλιέτα, Εμπορος της Βενετίας. Ο Τόμας Μουρ είναι γνωστός κυρίως για το έργο του Ουτοπία, όπου προσπαθεί να δώσει λύσεις σε κοινωνικά προβλήματα που μέχρι σήμερα απασχολούν τον άνθρωπο.
Χανς Μέμλινγκ
Ροτζίερ βαν ντερ Βάιντεν
H ΦΛΑΜΑΝΔΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ
Στην Ολλανδία κορυφαίος συγγραφέας αναδεικνύεται ο ανθρωπιστής και εισηγητής της ερασμικής προφοράς της αρχαίας ελληνικής γλώσσας Έρασμος. Στο έργο του "Μωρίας εγκώμιον" (Laus stultitiae) καυτηριάζει την αμάθεια και τον σχολαστικισμό.
Ιερώνυμος Μπος
Κουεντίν Μετσύς
Ο Έρασμος σε προσωπογραφία του Χανς Χόλμπαϊν
Η ευρύτερη περιοχή της σημερινής Ολλανδίας, μαζί με το σημερινό Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και όμορα εδάφη, αναφέρεται ως μέρος των Δεκαεπτά Επαρχιών των Κάτω Χωρών, κατά τη βασιλεία του Καρόλου του Ε΄, Άγιου Ρωμαίου Αυτοκράτορα και βασιλιά της Ισπανίας κατά τον 16ο αιώνα. Το 1568 είναι η αρχή του ογδηκονταετούς πολέμου μεταξύ των επαρχιών αυτών και της Ισπανίας για τα κυριαρχικά δικαιώματα σε αυτές. Το 1579, το βόρειο τμήμα των δεκαεπτά επαρχιών σχημάτισε την Ένωση της Ουτρέχτης, η οποία ουσιαστικά αποτέλεσε μία συμφωνία αλληλοϋποστήριξης μεταξύ τους στην άμυνα απέναντι στον ισπανικό στρατό. Η Ένωση της Ουτρέχτης αναφέρεται και ως το πρώτο ιστορικό σημείο εμφάνισης των Κάτω Χωρών ως ξεχωριστή θεσμική οντότητα. Το 1581 οι βόρειες επαρχίες υιοθέτησαν τη Δήλωση της Άρνησης, με την οποία διακήρυξαν την ανεξαρτησία τους και αποκήρυξαν τον Φίλιππο τον Β΄ της Ισπανίας.
Ο κήπος των επίγειων απολαύσεων, του Ιερώνυμου Μπος
Τρίπτυχο του Χιούγκο βαν ντερ Γκόους
Ιαν βαν Άικ
Πήτερ Μπρίγκελ ο Πρεσβύτερος
Γιαν βαν Άικ, λεπτομέρεια από το Τρίπτυχο της Γάνδης
Ο αγώνας των Ολλανδών ενάντια στους Ισπανούς επηρέασε τη βασίλισσα Ελισάβετ η Α΄ της Αγγλίας, η οποία το 1585 υπέγραψε συνθήκη μαζί τους με την υπόσχεση αποστολής στρατού για την υποστήριξή τους στον πόλεμο για την ανεξαρτησία τους. Το Δεκέμβριο του ίδιου έτους, σχεδόν 7.500 στρατιώτες έφτασαν στην Ολλανδία από την Αγγλία κάτω από τις διαταγές του Ρόμπερτ Ντάντλεϊ, πρώτου κόμη του Λέστερ. Ο αγγλικός στρατός όμως αναλώθηκε σε ανώφελες εκστρατείες στην ευρύτερη περιοχή, χωρίς να έχει κάποιο ουσιαστικό αντίκτυπο στην ολλανδική εξέγερση. Ο Ντάντλεϊ επέστρεψε το 1586 στην Ολλανδία με στρατό, αλλά ούτε και τότε συνεισέφερε σε κάποιο σημαντικό αποτέλεσμα. Ο Φίλιππος ο Β΄ της Ισπανίας, γιος του Καρόλου του Ε΄, δεν ήταν διατεθειμένος να παραδώσει τις Κάτω Χώρες και ο πόλεμος συνεχίστηκε μέχρι και το 1648, όταν ο βασιλιάς Φίλιππος ο Δ΄ τελικά αναγνώρισε την ανεξαρτησία των επτά βορειοδυτικών επαρχιών της περιοχής με τη συνθήκη ειρήνης του Μίνστερ. Τμήματα των νότιων επαρχιών παρέμειναν στην κατοχή των Ολλανδών και έτσι αποτέλεσαν και αυτά μέρος του νέου ανεξάρτητου κράτους.
Ο ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΩΝΙΑ
Στον χώρο, περίπου, της σημερινής Πολωνίας σημειώνονταν από τα πρώτα μεταχριστιανικά χρόνια εισβολές διάφορων λαών. Από τα τέλη του 5ου αι. και τις αρχές του 6ου σλαβικά κυρίως φύλα εγκαταστάθηκαν στα βαθύπεδα του Βιστούλα και του Όντερ και δημιούργησαν τις πρώτες οργανωμένες κοινωνίες. Από τον 9ο αι. σχηματίστηκε μια μορφή κράτους, που οριστικοποιήθηκε όμως μόνο στις τελευταίες δεκαετίες του 10ου αι., υπό την ηγεμονία του Μιέσκο Α’, που έγινε ιδρυτής της δυναστείας των Πιάστ.
Στα χρόνια της βασιλείας του Μιέσκο (960-992) το πολωνικό κράτος επεκτάθηκε στη Σιλεσία και στην Πομερανία και οι κάτοικοι εκχριστιανίστηκαν (Βάπτισμα της Πολωνίας). Ο γιος και διάδοχός του Βολέσλαος Α’ ο Ανδρείος (992-1025) κατάφερε να του αναγνωριστεί ο τίτλος του βασιλιά από τον αυτοκράτορα της Γερμανικής Αυτοκρατορίας και επέκτεινε την κυριαρχία του. Με τους συνεχείς πολέμους όμως και κυρίως τις καταπιεστικές επιδρομές των Τευτόνων Ιπποτών, το κράτος εξασθένησε και βαθμιαία χωρίστηκε σε μικρά δουκάτα. Το 1333 ο Καζιμίρ Γ' ο Μέγας (1333-1370), από τη δυναστεία των Πιαστ, κατάφερε να ενώσει και πάλι το κράτος, να το επεκτείνει και να δημιουργήσει στους Πολωνούς το αίσθημα της εθνικής συνείδησης. Σε αυτόν οφείλεται και η ίδρυση του πανεπιστημίου της Κρακοβίας (1364). Τον Καζιμίρ διαδέχτηκε στον θρόνο ο Λουδοβίκος Α΄ ο Μέγας και αυτόν η κόρη του Εδβίγη, η οποία, μετά τον γάμο της με τον ηγεμόνα των Λιθουανών Λαδίσλαο Γιγκέλο, πέτυχε την ένωση του πολωνικού με το λιθουανικό βασίλειο. Ο Λαδίσλαος Β', όπως ονομάστηκε ως βασιλιάς της Πολωνίας, κατατρόπωσε το 1410 τους Τεύτονες Ιππότες και επέκτεινε το κράτος του προς τα ανατολικά.
Μετά τον θάνατο του Λαδίσλαου ακολούθησαν δύο σχεδόν αιώνες στους οποίους οι Πολωνοί αντιμετώπισαν συνεχείς πιέσεις από μέρους των Οθωμανών Τούρκων, των Πρώσων και των Ρώσων και το κράτος τους συρρικνώθηκε κατά πολύ. Στο τέλος του 17ου αιώνα ο Ιωάννης Σομπιέσκι κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες προκειμένου να σώσει την Πολωνία από την οριστική καταστροφή. Με τη νίκη του κατά των Οθωμανών στη Βιέννη (δεύτερη πολιορκία Βιέννης, 1683) και την εκδίωξή τους από την Ουγγαρία και το πολωνικό έδαφος, έφερε μία ευεργετική αναλαμπή στην ιστορική πορεία του κράτους. Όμως, ενώ τα άλλα κράτη της Ευρώπης είχαν δημιουργήσει ισχυρές κεντρικές εξουσίες και είχαν προχωρήσει σε νέες, εξελιγμένες μορφές κοινωνικής οργάνωσης και τεχνολογίας, η Πολωνία είχε παραμείνει ένα μεσαιωνικό, ουσιαστικά, κράτος με φεουδαρχική κοινωνική δομή, από όπου έλειπε η δημιουργική αστική τάξη. Έτσι, μετά το θάνατο του Σομπιέσκι (1696), τρομερή αναρχία, που προκλήθηκε κυρίως από τις αυθαιρεσίες των ευγενών, οδήγησε το κράτος στο χάος. Συνεχείς επεμβάσεις από μέρους των Μεγάλων Δυνάμεων επιτάχυναν τη διάλυση της χώρας, τα εδάφη της οποίας αποτέλεσαν το αντικείμενο των κατακτητικών διαθέσεων της Ρωσίας, της Αυστρίας και της Πρωσίας.
ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΔΙΝΩ ΚΑΠΟΙΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΘΑ ΣΑΣ ΒΟΗΘΗΣΟΥΝ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΒΟΡΡΑ:
Οι ύστεροι Καρολίγγειοι
Ο Κάρολος λογάριαζε να μοιράσει το βασίλειό του στους γιους του, αλλά έζησε περισσότερο από
όλους πλην ενός. Όταν πέθανε ο γηραιός μονάρχης, στις αρχές του 814, τον διαδέχτηκε ο
Λουδοβίκος ο επονομαζόμενος Ευσεβής, αν και το λατινικό προσωνύμιό του pius σημαίνει δίκαιος.
Μέχρι πολύ πρόσφατα, οι μεταγενέστεροι δεν στάθηκαν πιο μεγαλόψυχοι απέναντι στον
Λουδοβίκο απ' ό,τι οι σύγχρονοί του. Ωστόσο, σε ορισμένες πλευρές της βασιλείας του δεν υστερεί
έναντι του πατέρα του.
Δεν ήταν εύκολο να μιμηθεί κανείς τον Καρλομάγνο, ιδίως αν λάβουμε υπόψη ότι οι δυσκολίες που
είχαν συσσωρευτεί κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του κληροδοτήθηκαν στους απογόνους
του. Το 793 Σκανδιναβοί πειρατές είχαν κάνει επιδρομή στη βόρεια ακτή της Αγγλίας, λεηλατώντας
το μοναστήρι του Λίντισφερν και καταστρέφοντας τη σπουδαία βιβλιοθήκη του. Αν και τίποτε πριν
από το θάνατο του Καρλομάγνου δεν προοιωνιζόταν το μέγεθος του προβλήματος που θα
προέκυπτε, η Φρισία δέχτηκε επιθέσεις Δανών πειρατών το 810.
ΒΙΚΙΝΓΚΣ ΚΑΙ ΘΡΥΛΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ
50 xρόνια μετά τις επιδρομές τους και τον τρόμο που έσπειραν στις ακτές της βορειοδυτικής Ευρώπης, οι Βίκινγκς στράφηκαν προς αναζήτηση αποικιών πιο ανοικτά στις θάλασσες. Χρησιμοποιώντας τα νησιά Faroe ως ορμητήριο, θα μπορούσαν να μειώσουν τους κινδύνους ενός συνεχούς ταξιδιού σε ανοικτό ωκεανό και να ανεφοδιάζονται καθώς διέσχιζαν τον Ατλαντικό. Γύρω στα 830 ο ηγεμόνας τους Flóki Vilgerðarson φέρεται να πέρασε ένα παγωμένο χειμώνα στην Ισλανδία. Όμως ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΑΠΟΙΚΙΕΣ επιχείρησαν πια το 874, με αρχηγό τον νορβητό Ingólf Arnarson. Κατά τις επόμενες δεκαετίες τα νησιά της Βρετανίας είδαν συχνές επιδρομές των ισλανδικής εγκατάστασης Βίκινγκς που στόχο είχαν αυτό που οι ίδιοι αποκαλούσαν "landnám" (κατάκτηση της γης)...
Η ισλανδική γη τούς ήταν γνώριμη: είχε ανάλογα φιορδ με αυτά της πατρίδας τους και ανάμεσα σε αυτά ήταν σε θέση να ιδρύσουν και να διατηρήσουν φάρμες με ζώα και αγροτικά προϊόντα για την επιβίωσή τους. Το εσωτερικό του νησιού έτσι κι αλλιώς ήταν δύσκολο να κατοικηθεί,αφενός γιατί για μεγάλο μέρος του έτους ήταν παγωμένο, κι αφετέρου γιατί μαστιζόταν από ηφαιστειακές εκρήξεις.
Κατοίκησαν λοιπόν αραιά την Ισλανδία: το 1106 έφτασαν να διατηρούν 4,560 φάρμες, που εκπροσωπούσαν το ένα δέκατο του πληθυσμού της.
Αυτός ο τρόπος ζωής τούς έκανε ιδιαίτερα ανεξάρτητους και δυνατούς. Οι ισλανδικοί θρύλοι μιλούν για τους πρώτους εποικιστές του νησιού, που ήρθαν για να αποφύγουν τη σκληρότητα και αδικία του νορβηγού βασιλιά Harald Finehair. Εδώ υπήρχαν μόνο τοπικοί ηγεμονίσκοι και γύρω στους 39 από αυτούς απλώθηκαν στα τέσσερα μέρη της Ισλανδίας και επέβαλαν τη νομοθεσία τους στο πρότυπο της ευρωπαϊκής φεουδαρχίας και συγκαλώντας μικρές λαϊκές συνελεύσεις. Το σκηνικό αυτό περιγράφεται στο χρονικό "Landnámabók" του 13ου αιώνα.
Γύρω στον 12ο αιώνα η ισλανδική κοινωνία άρχισε να αλλάζει υπό την επιρροή του Χριστιανισμού, που έφτανε εκεί με ιεραποστόλους. Ο νορβηγός βασιλιάς Olaf Tryggvason και του ρήτορα/ιεροκήρυκά του Thorgeir Thorkelsson.
Οι κληρικοί και μερικές ισχυρές οικογένειες γαιοκτημόνων σιγά σιγά συγκέντρωσαν εξουσία στα χέρια τους, με αποτέλεσμα η Ισλανδία να λειτουργεί ως μικρό βασίλειο. Οι δυο ισχυρότερες οικογένειες ήσαν οι Oddi και οι Sturlungar, εκ των οποίων οι δεύτεροι διατηρούσαν καλές σχέσεις με τον βασιλικό οίκο της Νορβηγίας.Κατά τη βασιλεία του Hákon Hákonarson (1217–63) η επιρροή της Νορβηγίας μεγάλωσε ανησυχητικά στο νησί, όπως φαίνεται και από το έργο του λογοτέχνη Snorri Sturluson.
OI θΡΥΛΟΙ ΤΗΣ ΙΣΛΑΝΔΙΑΣ
Ο ισλανδικός Orkneyinga Saga μιλά για την οικογένεια Orkney, που επιχείρησε να φτάσει ως την Αμερική.
Οι περίφημοι "οικογενειακοί θρύλοι" της Ισλανδίας (Íslendingasögur) μιλούν για τους πρώτους Βίκιγνκς που εποίκισαν το νησί. Ο θρύλος των Greenlanders αφηγείται την ιστορία της Freydís, της κόρης του Έρικ του Κόκκινου (που ανακάλυψε τη Γροιλανδία), που έφτασε, υποτίθεται, ως τη βόρεια Αμερική.
( οι πληροφορίες είναι από σχετικό βιβλίο του Philip Parker )
Στην εικόνα, ο Λουδοβίκος ο Ευσεβής
Η νότια Γαλατία παρέμενε μεθοριακή περιοχή και ταλανιζόταν από τις μουσουλμανικές επιδρομές.
Ο Λουδοβίκος ήταν σαράντα ετών όταν διαδέχτηκε τον πατέρα του. Το 816 δέχτηκε το
αυτοκρατορικό στέμμα από τον πάπα, ανατρέποντας την πολιτική που είχε εφαρμόσει ο πατέρας
του το 802, όταν στέφθηκε μόνος του αυτοκράτορας. Το 817 εξέδωσε το Ordinatio Imperii
(«Διευθέτηση της αυτοκρατορίας») με το οποίο διαίρεσε την επικράτειά του σε τρία βασίλεια για
τους ισάριθμους γιους του, που η ηλικία τους κυμαινόταν από τα έντεκα ως τα είκοσι δύο, αλλά
κράτησε τον αυτοκρατορικό τίτλο αποκλειστικά για τον πρωτότοκο. Το 823 όμως, η Ιουδήθ, δεύτερη
σύζυγος του Λουδοβίκου, γέννησε έναν γιο, τον Κάρολο τον Φαλακρό, και προσπάθησε να
συμπεριληφθεί κι αυτός στη διανομή. Το 829 οι μεγαλύτεροι γιοι τέθηκαν επικεφαλής ενός
συνασπισμού δυσαρεστημένων αρχόντων, και το 833 εκθρόνισαν με συνοπτικές διαδικασίες τον
Λουδοβίκο και εξόρισαν τη μητριά τους.
Το 840, όταν πέθανε ο γηραιός βασιλιάς, το βασίλειό του διαιρέθηκε στα τρία (στο μεταξύ, ο ένας
από τους μεγαλύτερους γιους είχε πεθάνει), αλλά το 842 ο Κάρολος και ο μικρότερος από τους
ετεροθαλείς αδελφούς του Λουδοβίκος συμμάχησαν κατά του Λοθαρίου, του πρωτότοκου. Το 843,
με τη συνθήκη του Βερντέν, ανάγκασαν τον Λοθάριο να αποδεχτεί τις γενικές αρχές ενός μόνιμου
διακανονισμού. Ο Λουδοβίκος πήρε το μεγαλύτερο μέρος της Γερμανίας, ενώ ο Κάρολος το
μεγαλύτερο μέρος της Γαλλίας και ο Λοθάριος το Μέσο Βασίλειο. Σ' αυτό συμπεριλαμβάνονταν οι
Κάτω Χώρες, η Βουργουνδία, η Ιταλία προς τα νότια ως τη Ρώμη, καθώς και ο αυτοκρατορικός
τίτλος. Το 855 το βασίλειο του Λοθαρίου διαιρέθηκε και αυτό στα τρία. Το βόρειο τμήμα, που
συμπίπτει με τη βορειοδυτική Γερμανία και τις νότιες Κάτω Χώρες ανατολικά του ποταμού Σκάλδη
(Εσκώ), δόθηκε στον Λοθάριο Β'. Μετά το θάνατό του, το 870, ονομάστηκε Λοθαριγγία και το
μοιράστηκαν οι θείοι του.
Η αυτοκρατορία του Καρλομάγνου επανενώθηκε προσωρινά (875-877) από τον Κάρολο τον
Φαλακρό, και αργότερα από τον γιο του Λουδοβίκου του Γερμανικού, τον Κάρολο Γ' τον Παχύ, που
μέχρι το 882 είχε ήδη διαδεχτεί τους αδελφούς του στη Γερμανία και τη Λοθαριγγία και μέχρι το 884
τους εξαδέλφους του στη Γαλλία. Η αδυναμία του Καρόλου του Παχέος να προστατεύσει το
βασίλειό του από τους Σκανδιναβούς ανάγκασε τους Φράγκους άρχοντες να τον εκθρονίσουν το
888. Στη διάρκεια του 9ου αιώνα και στις αρχές του 10ου ιδρύθηκαν τα μεγαλύτερα φραγκικά
πριγκιπάτα. Τα δουκάτα της Βουργουνδίας και της Ακουιτανίας προέκυψαν από πολιτικά
μορφώματα της μεροβίγγειας περιόδου, ενώ η Φλάνδρα, και αργότερα η Νορμανδία και η Βρετάνη,
ήταν κομητείες που αρχικά είχαν ιδρυθεί σε καρολίγγειες μεθοριακές χωροδεσποτείες.
Στο ανατολικό φραγκικό βασίλειο, διάδοχος του Καρόλου του Παχέος ήταν ο ανιψιός του
Αρνούλφος, που παρέμεινε στο θρόνο μέχρι το θάνατό του, το 889. Ο Αρνούλφος ήταν ο τελευταίος
Καρολίγγειος ηγεμόνας που στέφθηκε αυτοκράτορας. Ήταν ικανός στρατιωτικός ηγέτης και είχε στο
ενεργητικό του περισσότερες επιτυχημένες αποκρούσεις εισβολέων απ' ό,τι άλλοι σύγχρονοί του
βασιλιάδες. Το 891 νίκησε τους Σκανδιναβούς στη μάχη του ποταμού Ντίλε στο κεντρικό Βέλγιο. Ο
γιος και διάδοχός του Λουδοβίκος ο Παις, ο τελευταίος Καρολίγγειος βασιλιάς της Γερμανίας,
πέθανε άκληρος το 911.
H γερμανική μοναρχία παρέμεινε ισχυρή παρά τον τερματισμό της
καρολίγγειας γραμμής. Το «Μέσο Βασίλειο» ήταν ένα τεχνητό μόρφωμα. Οι βασιλιάδες
παγιδεύτηκαν στις πολιτικές έριδες του πάπα στη Ρώμη. Ο ποντίφηκας αντιμετώπιζε αρκετά
προβλήματα στην Ιταλία· ο πάπας Ιωάννης Η' σκοτώθηκε το 882, σε μια μάχη με μουσουλμάνους
εισβολείς. Στις αρχές του 10ου αιώνα, ύστερα από διαδοχικές διαιρέσεις και επανενώσεις, το νότιο
τμήμα του Μέσου Βασιλείου και ορισμένες περιοχές της Δύσης είχαν παραχωρήσει τη θέση τους
στο δουκάτο της Βουργουνδίας και στα αυτοτελή βασίλεια της Βουργουνδίας, της Προβηγκίας και
της Λομβαρδίας.
Οι αυξανόμενες εξωτερικές πιέσεις που ασκούνταν από παντού στη δυτική Ευρώπη επιτάχυναν τη
διάλυση της Καρολίγγειας αυτοκρατορίας, αλλά οι συνέπειες των νέων εισβολών ήταν πιο οδυνηρές
στη Δύση. Όπως αναφέραμε, η μουσουλμανική παρουσία γινόταν όλο και πιο έντονη στη Μεσόγειο.
Η Σικελία και τμήματα της νότιας Ιταλίας είχαν καταληφθεί, ενώ ιδιαίτερα ολέθριες ήταν οι
επιδρομές στα μεσογειακά παράλια της Γαλλίας. Το ορμητήριο των μουσουλμάνων πειρατών στο
Φραξινέτουμ καταστράφηκε τελικά μόλις το 972. Ακόμα και ύστερα από μια δεκαετία, το 982, ο
Γερμανός αυτοκράτορας Όθων Β' υπέστη συντριπτική ήττα από τους μουσουλμάνους.
Οι Μαγυάροι ήταν Ασιάτες νομάδες που τον 5ο αιώνα είχαν διεισδύσει στη νότια Ρωσία, αλλά τον
9ο αιώνα οι Πετσενέγκοι τους ανάγκασαν να μετακινηθούν προς τα δυτικά. Στη συνέχεια οι
Βούλγαροι τους απώθησαν προς τα βορειοδυτικά στην Ουγγαρία. Από εκεί οι Μαγυάροι άρχισαν το
899 να εξαπολύουν επιδρομές στη βόρεια Ιταλία, φτάνοντας μάλιστα προς τα δυτικά μέχρι τη
Βουργουνδία. Μετά την ήττα τους στον ποταμό Λεχ από τον Γερμανό αυτοκράτορα Όθωνα Α' το
955, αποσύρθηκαν και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Ουγγαρία. Ήταν αμείλικτοι εισβολείς, αλλά
άφησαν ελάχιστα ίχνη ή εποίκους στη Δύση.
Δεν ισχύει το ίδιο και για τους Σκανδιναβούς, το τελευταίο κύμα των Γερμανών μεταναστών. Οι
Σκανδιναβοί είχαν αναπτύξει τη γεωργία και είχαν εγκατασταθεί σε μόνιμους οικισμούς, αλλά οι
ηγεμόνες τους ανήκαν σε μια πολεμική ελίτ. Όπως ακριβώς και οι Γερμανοί που διείσδυσαν στη
Ρωμαϊκή αυτοκρατορία από τον 3ο ως τον 5ο αιώνα, έτσι και οι Βίκινγκ διακρίνονταν για την
κινητικότητά τους, ενώ το γεγονός ότι ενεργούσαν τις επιθέσεις τους δια θαλάσσης καθιστούσε
πολύ δύσκολη την άμυνα εναντίον τους. Από το 793, όταν πρωτοεμφανίστηκαν ανοιχτά των
αγγλικών ακτών, μέχρι τον 10ο αιώνα αντιπροσώπευαν μια συνεχή απειλή.
Διακρίνουμε διάφορες σκανδιναβικές εθνικές ομάδες. Οι Σουηδοί είχαν ιδρύσει το πριγκιπάτο του
Κιέβου στη Ρωσία, ενώ οι Δανοί ενεργούσαν επιθέσεις στην Αγγλία και την ανατολική Σκοτία. Οι
Νορβηγοί έπληξαν την Ισλανδία, την Ιρλανδία, την Ουαλία και τη δυτική Σκοτία. Στην ηπειρωτική
Ευρώπη, οι Νορβηγοί επέδραμαν στη Βρετάνη και κατά μήκος του Λίγηρα, ενώ οι Δανοί
συγκέντρωσαν την προσοχή τους στις Κάτω Χώρες και κατά μήκος των ποταμών Σηκουάνα και Σομ.
Στα τέλη του 10ου αιώνα, ένα δεύτερο κύμα Σκανδιναβών κινήθηκε προς τα δυτικά. Η ομάδα αυτή
δεν έπληξε την ευρωπαϊκή ενδοχώρα, αλλά επιτέθηκε στην Αγγλία, με τη βοήθεια του διόλου
ευκαταφρόνητου σκανδιναβικού πληθυσμού που βρισκόταν εγκατεστημένος εκεί, ενώ άλλοι
εγκαταστάθηκαν στη Γροιλανδία και, γύρω στο 1000, έφτασαν στην ανατολική ακτή της Βόρειας
Αμερικής.
Η πιο μόνιμη υπερπόντια σκανδιναβική εγκατάσταση στην οποία οι μετανάστες δεν αφομοιώθηκαν
από τον τοπικό πληθυσμό πραγματοποιήθηκε στην Ισλανδία. Από τα τέλη του 9ου αιώνα, Νορβηγοί
έποικοι εγκαταστάθηκαν στις ακτές της Ισλανδίας. Μέχρι το 930 είχαν καθιερώσει μια γενική
συνέλευση (Althing). Η Ισλανδία ήταν ένας ιδιαίτερα βίαιος τόπος, όπου εξακολουθούσε να ισχύει ο
νόμος της αντεκδίκησης. Η ελευθερία που απολάμβανε ο πληθυσμός δεν δηλώνει παρά τη γενική
απροθυμία αποδοχής της υποταγής στην κοινότητα. Η ατμόσφαιρα στην Ισλανδία αναπαριστάται
με ώμο ρεαλισμό στα αρχαία σκανδιναβικά έπη, τα περισσότερα από τα οποία είχαν γραφτεί εκεί. Η
Παλαιά Έδδα, γραμμένη σε στίχους, που ίσως ανάγεται στον 8ο αιώνα, περιέχει είκοσι επτά άσματα
για θεούς και ήρωες, και οι ηρωικές εξιστορήσεις συνδυάζονται με στοιχεία θρησκευτικής
μυθολογίας. Άλλα έπη, όπως η Σάγκα του Βόλσουνγκ, η πληρέστερη πηγή μας για τους γερμανικούς
θεούς της πρώιμης εποχής, δεν είναι παρά καθαρή μυθολογία. Στα τέλη του 12ου και στις αρχές του
13ου αιώνα, οι πιο σύντομες εξιστορήσεις για βασιλιάδες συνδυάζονται σε μακροσκελή έπη
χρονικά, όπου μερικές φορές είναι δύσκολο να διακρίνουμε τα ιστορικά γεγονότα από τον ποιητικό
εξωραϊσμό.
Ορισμένα έπη έχουν καθαρά ιστορικό χαρακτήρα. Η Σάγκα του Έγκιλ εξιστορεί τις περιπέτειες του
Έγκιλ Σκαλλαγκρίμσον, ενός ποιητή του 10ου αιώνα που πέρασε τη ζωή του πολεμώντας τη
Νορβηγία μετά τη δολοφονία του θείου του από τον βασιλιά Χαράλδο. Ο σημαντικότερος Ισλανδός
λόγιος ήταν ο Σνόρι Στέρλεσον, που γεννήθηκε το 1179 και δολοφονήθηκε το 1241 σε μια από τις
αιματηρές οικογενειακές βεντέτες που σπάρασσαν την ισλανδική αριστοκρατία. Το έργο του είναι
δεξιοτεχνικό και ο στόχος του δεν ήταν απλώς φιλολογικός: ο Στέρλεσον φιλοδοξούσε να διδάξει και
άλλους ποιητές, ιδίως στην Πεζή Έδδα του, ένα απάνθισμα μύθων που συνδυάζεται με μια
διδακτική πραγματεία για την τέχνη της σκαλδικής ποίησης.
Οι Σκανδιναβοί και η Καρολίγγεια αυτοκρατορία: Στο Ουράνιο στερέωμα του κόσμου (Heimskringla) περιγράφονται, σε πεζό λόγο, τα κατορθώματα των Νορβηγών βασιλιάδων· το ένα
τρίτο του κειμένου αφιερώνεται στα επιτεύγματα του Όλαφ Β' του Παχέος (1015-1028), του
πολεμιστή βασιλιά που επέβαλε τον χριστιανισμό στους απρόθυμους ευγενείς του. Ο Όλαφ, που το
1028 εξορίστηκε και δύο χρόνια αργότερα σκοτώθηκε σε μια μάταιη προσπάθεια να επανακτήσει το
βασίλειό του, ανακηρύχθηκε άγιος. Η εντυπωσιακή επιτυχία που σημείωσαν οι επιδρομές των Βίκινγκ στην Ευρώπη αποδίδεται μερικές
φορές στις εμφύλιες συρράξεις των απογόνων του Καρλομάγνου, αλλά η εξήγηση αυτή δεν είναι
πλήρης. Κανένας ηγεμόνας μιας μεγάλης επικράτειας δεν μπορούσε να είναι παρών σε πολλά μέρη
ταυτόχρονα. Η τοπογραφία της βορειοδυτικής Ευρώπης, διάστικτης από ποταμούς τους οποίους
εύκολα μπορούσαν να αναπλεύσουν τα πλοιάρια των Βίκινγκ, καθώς και η στάθμη του νερού, που
τον 9ο αιώνα ήταν πολύ υψηλότερη απ' ό,τι τον 11ο, σήμαιναν ότι η περιοχή ήταν εύκολος στόχος
για ναυτικές επιθέσεις. Οι συνέπειες των πρώτων επιδρομών δεν ήταν ιδιαίτερα σημαντικές και
μόνιμες, επειδή οι Βίκινγκ χτυπούσαν, άρπαζαν και έφευγαν. Αυτή όμως η πρακτική τροποποιήθηκε
από τη δεκαετία του 840, όταν οι Δανοί λεηλάτησαν τη Ρουένη και το Παρίσι και, λίγο αργότερα,
άρχισαν να παραχειμάζουν εκεί. Ύστερα ξεκίνησαν τις σχεδιασμένες επιθέσεις τους σε μεγάλα
αστικά κέντρα, αφήνοντας μικρές δυνάμεις να φυλάνε τις κατακτημένες περιοχές ενώ ο κύριος
όγκος του στρατού μετακινούνταν προς την ενδοχώρα. Ιδιαίτερα μεγάλες ήταν οι καταστροφές κατά
τη δεκαετία του 880 στις περιοχές που βρέχονταν από τη Βόρεια Θάλασσα, όπου πολλοί οικισμοί
ερειπώθηκαν και μετά έμειναν εγκαταλελειμμένοι επί μία γενιά. Μετά τη δεκαετία του 880, οι
Σκανδιναβοί παρέμειναν πιο νότια, όπου βαθμιαία κατέλαβαν την περιοχή της βορειοδυτικής
Γαλλίας που από τις αρχές του 11ου αιώνα θα αποκαλούνταν Νορμανδία (χώρα των ανθρώπων του
Βορρά).
Οι Σκανδιναβοί και η εμφάνιση της αγγλικής μοναρχίας
Ο βασιλιάς Όφφας της Μερκίας (757-796) ήταν Bretwalda στο δεύτερο μισό του 8ου αιώνα κι
έδωσε στον εαυτό του τον τίτλο «βασιλιάς των Άγγλων». Αν και δεν γνωρίζουμε πολλά για την
εσωτερική του διοίκηση, αυτός και ο Καρλομάγνος είχαν συνάψει μια εμπορική συμφωνία και
επίσης είχαν συζητήσει το ενδεχόμενο να γίνουν σύμμαχοι διαμέσου ενός γάμου. Η Τάφρος του
Όφφα, που έγινε το σύνορο της Μερκίας με τους Κέλτες στην Ουαλία, αποτελούνταν από ένα
όρυγμα και ένα ανάχωμα ύψους 8 περίπου μέτρων, ενισχυμένο με ξύλινους πασσάλους, και
προφανώς η συντήρησή της απαιτούσε πολλούς άνδρες και υψηλές δαπάνες. Ο Όφφας εξέδωσε
έναν νομικό κώδικα που δεν σώζεται. Αν και οι διάδοχοί του κατέπνιξαν τις εξεγέρσεις στο Κεντ και
την Ανατολική Αγγλία, που τότε ήταν μικρά μερκιανά βασίλεια, η Μερκιανή αυτοκρατορία σύντομα
κατέρρευσε.
* Σκαλδική ποίηση: οι ηρωικές συνθέσεις των αρχαίων Σκανδιναβών ραψωδών.
Ο Εγβέρτος του Ουέσσεξ (802-839), που στα νιάτα του εξορίστηκε από την πατρίδα του, κατέφυγε
πρώτα στον Όφφα και μετά στη φραγκική αυλή. Το 802 αναγορεύτηκε βασιλιάς και στράφηκε κατά
των Μερκιανών. Το 825 τους νίκησε στο Έλλενταν, ενώ το 829 είχε ήδη υποτάξει το Κεντ και την
Ανατολική Αγγλία, αναγκάζοντας τους βασιλιάδες της Μερκίας και της Νορθουμβρίας να
αποδεχτούν την επικυριαρχία του.
Τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Εγβέρτου, οι Δανοί αποτελούσαν πια σοβαρή απειλή. Το 855
ξεχειμώνιαζαν στο νησί Σέππυ, ενώ το 865 η «Μεγάλη Στρατιά» αποβιβάστηκε στη στεριά. Η
Νορθουμβρία υπέκυψε στους Δανούς το 866 και η Μερκία το 874. Μέχρι τότε το Ουέσσεξ, όπου
βασίλευε ο Αλφρέδος ο Μέγας (871-899), ήταν το μοναδικό ανεξάρτητο αγγλικό βασίλειο. Αμέσως
μετά την ανάρρησή του στο θρόνο, ο Αλφρέδος άρχισε να καταβάλλει φόρο υποτελείας στους
Δανούς ώστε να κερδίσει χρόνο. Στις αρχές του 878 ο στρατός του ηττήθηκε από τους Δανούς, αλλά
ο Αλφρέδος ανέκαμψε γρήγορα και τον Μάιο της ίδιας χρονιάς νίκησε τους Δανούς στο Έντινγκτον.
Όταν έγινε η συνθήκη ειρήνης του Βέντμορ, ο Δανός ηγέτης Γκούντραμ συμφώνησε να ασπαστεί τον
χριστιανισμό, και οι δύο βασιλιάδες χώρισαν τη Μερκία: ο Γκούντραμ πήρε την ανατολική, που μαζί
με τη Νορθουμβρία (όπου το 874 είχε μεταβεί για εποικισμό ένα τμήμα της Μεγάλης Στρατιάς) δεν
άργησε να ονομαστεί Ντέινλω (Danelaw, «Δανικό καθεστώς»), ενώ ο Αλφρέδος πήρε τη δυτική
Μερκία και την περιοχή νότια του Τάμεση. Σύμφωνα με τις συνθήκες εκείνης της εποχής, ίσως ο
Αλφρέδος να σκέφτηκε ότι ο Γκούντραμ δεν ήταν πιο ξένος απ' ό,τι οι Μερκιανοί. Μετά την ίδρυση
του Ντέινλω, ακολούθησε η ταχύτατη εγκατάσταση Σκανδιναβών στην Ανατολική Αγγλία.
Ο Αλφρέδος προχώρησε σε πολλές μεταρρυθμίσεις. Δημιούργησε στόλο και οργάνωσε τον στρατό
με αναλογία ενός στρατιώτη για κάθε μονάδα οικογενειακής γης. Φρόντισε να διασφαλίσει τα
κέρδη του στη Μερκία παντρεύοντας την κόρη του Εθελφλέδα με τον Εθελρέδο της Μερκίας και,
γενικά, είχε τη βοήθεια των Μερκιανών όταν οι Δανοί επανέλαβαν τις επιθέσεις τους στο διάστημα
892-896. Αυτός και ο γιος του Εδουάρδος ο Πρεσβύτερος ίδρυσαν οχυρωμένους αστικούς οικισμούς
(boroughs) σε στρατηγικές θέσεις, συνήθως σε απόσταση 25 χιλιομέτρων μεταξύ τους, στην
ενδοχώρα του Ουέσσεξ και στα σύνορα. Τα οχυρά συντηρούνταν με υποχρεωτική παροχή εργασίας
από την περιβάλλουσα περιφέρεια και πολλά απ' αυτά εξελίχθηκαν σε μεγάλες πόλεις.
Ο Αλφρέδος ήταν προστάτης των τεχνών και των γραμμάτων. Φρόντισε να μεταφραστούν από τα
λατινικά στα αγγλικά η Ποιμενική φροντίδα του Γρηγορίου του Μεγάλου, οι Μονόλογοι του ιερού
Αυγουστίνου, τα Επτά βιβλία ιστοριών κατά των εθνικών του μιμητή του Οροσίου και η Φιλοσοφίας
Παραμυθία του Βοηθίου. Φαίνεται ότι αυτός παρήγγειλε τη σύνταξη του Αγγλοσαξονικού χρονικού,
που στηρίχτηκε σε πρωτότυπα έγγραφα, τα οποία δεν σώζονται, και αποσκοπούσε στην εξύμνηση
της άρχουσας δυναστείας. Το χρονικό αρχίζει με την περιγραφή της αποβίβασης των Γερμανών στη
Βρετανία γύρω στο 450 και μετά πηγαίνει πίσω στη γέννηση του Χριστού, παραθέτοντας φύρδην
μίγδην ουράνιους οιωνούς και βασιλικά έργα. Μια εκδοχή του συνεχίστηκε να συντάσσεται μέχρι το
1154. Πολύ λιγότερο λεπτομερές από τα Φραγκικά βασιλικά χρονικά, το κείμενο αυτό γίνεται
μερικές φορές εκνευριστικά κρυπτογραφικό, ιδίως όσον αφορά ορισμένες πλευρές των
σκανδιναβικών εισβολών.
Ο Εδουάρδος ο Πρεσβύτερος (899-924), με τη βοήθεια της αδελφής του και του Μερκιανού
συζύγου της, κατέκτησε τη δανική Μερκία και επεξέτεινε και εκεί τη διοικητική οργάνωση σε
οχυρωμένους οικισμούς. Τον διαδέχτηκε ο πρωτότοκος και προφανώς νόθος γιος του Άθελσταν
(924-939), τον οποίο προτιμούσαν οι Μερκιανοί από τους άλλους γιους του Εδουάρδου που είχαν
την εύνοια των αρχόντων της δυτικής Σαξονίας. Ο Άθελσταν θέσπισε έναν νομικό κώδικα και
επέβαλε στη Μερκία ένα σύστημα διοικητικής οργάνωσης βασισμένο στην κομητεία (shire), το
οποίο είχε εισαχθεί τουλάχιστον πριν από έναν αιώνα στο Ουέσσεξ. Ο Άθελσταν εξεδίωξε τους
Σκανδιναβούς από τη Νορθουμβρία, εξεστράτευσε στη Σκοτία και ανάγκασε τους Ουαλούς
βασιλιάδες να τον δεχτούν ως επικυρίαρχο και να αρχίσουν την καταβολή ετήσιου φόρου
υποτελείας. Ήταν ο πρώτος αδιαφιλονίκητος ηγεμόνας ολόκληρης της Βρετανίας μετά τους
Ρωμαίους αυτοκράτορες. Όπως ήταν αναμενόμενο, μετά το θάνατό του επανεμφανίστηκαν τάσεις
αποσκίρτησης στον Βορρά. Ωστόσο, το 995 τερματίστηκε μια γραμμή Σκανδιναβών βασιλιάδων που
ήταν εισβολείς από την Ιρλανδία και είχαν ηγεμονεύσει προσωρινά στην Υόρκη. Ο Έδγαρος ο
Ειρηνικός (959-975) προώθησε τη μοναστική μεταρρύθμιση και ήταν ο πρώτος ηγεμόνας που
αυτοχαρακτηρίστηκε «βασιλιάς της Αγγλίας».
Μολονότι τα χρονικά της εποχής καθρεφτίζουν το φόβο των σκανδιναβικών εισβολών, ίσως δεν θα
έπρεπε να υπερτονίζουμε το βαθμό στον οποίο οι Σκανδιναβοί θεωρούνταν «ξένοι» από τους
περισσότερους Ευρωπαίους. Μάλιστα, έπαιζαν κάποιο ρόλο στις τοπικές διαμάχες για την εξουσία.
Ο κόμης Βαλδουίνος Β' της Φλάνδρας (879-918) πιθανόν να συνεργάστηκε μαζί τους για την
εξόντωση ορισμένων αντιπάλων του, ενώ ο Αλφρέδος του Ουέσσεξ υπερασπίστηκε μεν την πατρίδα
του κατά των Δανών, αλλά απέκτησε σημαντικά εδάφη διαμοιράζοντας τη Μερκία μαζί τους. Οι
γλώσσες τους ήταν παρόμοιες με τις γερμανικές διαλέκτους που μιλιούνταν σε όλη την περιοχή της
Βόρειας Θάλασσας, και έτσι οι περισσότεροι ντόπιοι μπορούσαν να τις καταλάβουν. Οι επιγαμίες
μεταξύ πολεμιστών και τοπικών ομάδων δεν ήταν διόλου σπάνιες, ενώ αργότερα οι Σκανδιναβοί
άρχισαν να φέρνουν μαζί τους και γυναικόπαιδα. Μάλιστα, στη Ρωσία της εποχής των πριγκίπων
του Κιέβου, στη Νορμανδία και στις περιοχές της Αγγλίας που είχαν περάσει από δανική κατοχή
(Ντέινλω) αναπτύχθηκαν σκανδιναβικές παροικίες που ήταν αρκετά πολυάριθμες ώστε να
επηρεάσουν τα τοπωνύμια και τους διοικητικούς θεσμούς.
Η γένεση των φεουδαρχικών σχέσεων στην Ευρώπη του πρώιμου Μεσαίωνα
Στη διάρκεια της φραγκικής περιόδου γεννήθηκαν οι φεουδαρχικές σχέσεις, και ειδικότερα κατά το
στάδιο που ο Αμερικανός μεσαιωνολόγος Joseph Strayer αποκάλεσε φεουδαρχία του ένοπλου
ακολούθου, σε αντιδιαστολή με την ύστερη φεουδαρχία των κομήτων και των άλλων μεγάλων
αρχόντων. Ο όρος «φεουδαρχία» έχει προκαλέσει αρκετές διχογνωμίες στο χώρο των μελετητών.
Χρησιμοποιείται από μαρξιστές ιστορικούς, καθώς και από ορισμένους υπέρμαχους του
καπιταλισμού όταν θέλουν να περιγράψουν οποιοδήποτε οικονομικό ή πολιτικό καθεστώς θεωρούν
αριστοκρατικό ή καταπιεστικό. Άλλοι, πάλι, ταυτίζουν τη φεουδαρχία με την αποκέντρωση των
κυβερνητικών λειτουργιών, όμως έτσι παραγνωρίζεται το γεγονός ότι οι περιοχές στις οποίες
αναπτύχθηκαν πληρέστερα οι φεουδαρχικοί δεσμοί, δηλαδή η Γαλλία και η Αγγλία, εξελίχθηκαν σε
συγκεντρωτικά κράτη, ενώ η μη φεουδαρχική Γερμανία και η Ιταλία διασπάστηκαν σε πολυάριθμες
επαρχιακές ηγεμονίες η πριγκιπάτα. Άλλοι παράγοντες, πέρα από την έκταση του
εκφεουδαρχισμού, έπαιξαν ρόλο σ' αυτές τις περιπτώσεις, αλλά οι κύριοι των υποτελών
γαιοκατόχων ασκούσαν κάποιο στοιχειώδη έλεγχο στα φέουδά τους, τον οποίο στερούνταν οι
άρχοντες στις ελεύθερες (δημόσιες, μη φεουδαρχικές) γαίες τους.
Ορισμένοι ιστορικοί έχουν δώσει έναν πολύ ευρύ ορισμό της φεουδαρχίας, συμπεριλαμβάνοντας
και τους όχι ιδιαίτερα τιμητικούς δεσμούς του δουλοπαροίκου με τον γαιοκτήμονα ως οικονομική
φεουδαρχία. Άλλοι προτιμούν να αποφεύγουν εντελώς τον όρο, εφόσον η «φεουδαρχία» είναι μια
νεότερη λέξη που δεν χρησιμοποιούνταν στη διάρκεια του Μεσαίωνα. Αυτή η σύγχυση οφείλεται,
σε μεγάλο βαθμό, στην «ή του ύψους ή του βάθους» προσέγγιση ορισμένων ιστορικών. Αν και
μερικοί άρχοντες είχαν συντάξει καταλόγους των υποτελών τους που κατείχαν φέουδα, ποτέ δεν
υπήρξε φεουδαρχία ως «σύστημα». Ο όρος «φεουδαρχικές σχέσεις» φαίνεται προτιμότερος, επειδή
ακόμα και η κατάληξη της λέξης «φεουδ-αρχία» συνεπάγεται περισσότερη ακαμψία απ' όση υπήρχε
στην πραγματικότητα. Οι φεουδαρχικές σχέσεις αναπτύχθηκαν βαθμιαία. Γνωρίζουμε πολλά για τις
φεουδαρχικές σχέσεις της ύστερης μεροβίγγειας και της καρολίγγειας περιόδου, αλλά αργότερα
—μέχρι τον 11ο αιώνα και ιδίως μέχρι τον 12ο— οι πηγές είναι ελάχιστα διαφωτιστικές. Όταν
αρχίζει ξανά η τήρηση αρχείων, βλέπουμε ότι στην ενδιάμεση περίοδο οι φεουδαρχικοί δεσμοί
εξελίσσονταν διαρκώς σε πολλές αλλά όχι σε όλες τις περιοχές της Ευρώπης.
Εντούτοις, ενώ δεν υπήρχε η λέξη «φεουδαρχία», στα λατινικά και τις καθομιλούμενες γλώσσες
υπήρχαν λέξεις για τον υποτελή (vassus, αργότερα vassalus) και το φέουδο, τα αναγκαία συστατικά
του φεουδαρχικού δεσμού. Η υποτέλεια, ο προσωπικός δεσμός ενός υποτελούς με έναν άρχοντα,
απέκτησε χαρακτηριστικά που τη διακρίνουν από άλλους παρόμοιους δεσμούς. Ο υποτελής, το
εξαρτημένο μέρος, επιβαρυνόταν με τιμητικές υποχρεώσεις, κυρίως την παροχή στρατιωτικής
υπηρεσίας, που δεν υποβίβαζαν τη θέση του στην κοινωνική ιεραρχία. Στη γλώσσα των κειμένων
της εποχής, ήταν ένας «ελεύθερος άνθρωπος σε σχέση εξάρτησης». Δεν ήταν όλοι οι υποτελείς
κάτοχοι φέουδων. Σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα, οι άρχοντες συνέχισαν να συντηρούν στον
οίκο τους «οικόσιτους» ή «στεγασμένους» πολεμιστές. Θα ήταν ανακριβές να υποστηρίξουμε ότι
εκείνοι οι άνθρωποι συνδέονταν μέσω φεουδαρχικού δεσμού με τους κυρίους τους: ζούσαν κάτω
από την ίδια στέγη με αυτούς και δεν κατείχαν φέουδα. Το φέουδο ήταν ο «ιδιοκτησιακός» κρίκος
που συνένωνε τον υποτελή και τον άρχοντα, ενώ οι όροι της κατοχής του ήταν πολύ διαφορετικοί
από τη μη φεουδαρχική ιδιοκτησία. Οι υποτελείς που κατείχαν φέουδα όφειλαν να χρησιμοποιούν
τις προσόδους τους από αυτά για να καλύπτουν τις δικές τους υποχρεώσεις που απέρρεαν από το
δεσμό της υποτελείας. Δεν συντηρούνταν άμεσα από τον οίκο των αρχόντων. Ο πάπας Γρηγόριος Ζ'
(1073-1085), που μεταξύ των υποτελών του συγκαταλεγόταν ο Ροβέρτος Γυισκάρδος, ο ηγεμόνας
του μεγαλύτερου μέρους της νότιας Ιταλίας, ο οποίος διεκδικούσε το δικαίωμα να παραχωρήσει την
Ουγγαρία και την Αγγλία στους βασιλιάδες τους ως φέουδα, θα δοκίμαζε μεγάλη έκπληξη αν
άκουγε την άποψη ορισμένων ιστορικών ότι πολεμούσε για ένα αποκύημα της φαντασίας του.
Μολονότι δεν υπήρξε φεουδαρχία ως σύστημα, το να αρνηθούμε την ύπαρξη της υποτελείας και
της κατοχής φέουδων θα σήμαινε ότι αρνούμαστε τα γεγονότα.
Ορισμένοι πιστεύουν πως το ρωμαϊκό σύστημα της πελατείας ήταν ο πρόδρομος του φεουδαρχικού
δεσμού. Αν και σε ορισμένες περιπτώσεις πιθανόν να ισχύει κάτι τέτοιο, η πελατεία δεν ήταν
καταρχήν στρατιωτική σχέση, όπως συνέβαινε με τους φεουδαρχικούς δεσμούς, αλλά κυρίως μια
κατάσταση όπου ένας σαφώς κατώτερος εταίρος αναθέτει τον εαυτό του σε κάποιον ανώτερό του
άρχοντα, ο οποίος του παρέχει προστασία και τον εκπροσωπεί στις συναλλαγές με τις αρχές, κυρίως
με το ρωμαϊκό κράτος. Αντίθετα, η πελατεία ήταν μια από τις ρίζες της δουλοπαροικίας —ένα
σύστημα, σύμφωνα με το οποίο ένας απελεύθερος εναποθέτει οικειοθελώς τον εαυτό του σε
κάποιον άρχοντα, δίνοντάς του συνήθως ταυτόχρονα και τη γη του· μετά η γη επιστρέφεται στον
ίδιο, με αντάλλαγμα την καταβολή χρηματικού ενοικίου, πληρωμές σε είδος και/ή παροχή εργασίας
για ορισμένα χρόνια ή, συνηθέστερα, για όλη του τη ζωή (ή και για τις επόμενες γενιές). Σύμφωνα
με αυτό το διακανονισμό, το κατώτερο μέρος υποβιβάζεται κοινωνικά, αλλά τούτη η σχέση δεν
αποτελεί ρίζα της φεουδαρχικής υποτέλειας. Οι υποχρεώσεις που θα επιβάρυναν τελικά τους υποτελείς ήταν παρόμοιες μ' εκείνες των
γερμανικών comitati, πολεμικών ομάδων. Οι ομάδες αυτές ήταν κατ' ανάγκην αριστοκρατικές. Ο
Τάκιτος αναφέρει ότι οι μη ευγενικής καταγωγής νέοι μπορούσαν να ανέλθουν κοινωνικά, αρκεί να
εντάσσονταν σε πολεμικές ομάδες αρχόντων και να εκτελούσαν ανδραγαθήματα. Σύμφωνα με
μεταγενέστερες πηγές, αυτοί οι πολεμιστές εναπέθεταν τον εαυτό τους στους κυρίους τους. Οι
γερμανικοί νομικοί κώδικες δείχνουν ότι η εγγύτητα στον βασιλιά προσέδιδε υψηλότερο κύρος,
επειδή τα μέλη της πολεμικής ομάδας του μονάρχη, που ονομάζονταν «έμπιστοι» ή «νεαροί του
βασιλιά» είχαν υψηλότερο wergeld από τους κοινούς ελεύθερους ανθρώπους.
Η λατινική λέξη vassalus προέρχεται από την κελτική gwas (νεαρός υπηρέτης). Η χρήση αυτής της
λέξης υπονοεί μια σύνδεση μεταξύ των Γαλατορωμαίων τοπικών αρχόντων και της πελατείας από τη
μια μεριά και της μεσαιωνικής υποτέλειας από την άλλη —με τη διαφορά ότι η υποτέλεια
εξελίχθηκε σε πιο τιμητικό δεσμό. Στην αρχή οι υποτελείς ήταν ακτήμονες ακόλουθοι αρχηγών, οι
οποίοι τους ανέθεταν συγκεκριμένα και ολοένα πιο τιμητικά καθήκοντα. Καθώς η τιμητική
υπηρεσία ήταν η πιο ασφαλής διαδρομή για την κοινωνική άνοδο, στην Ευρώπη δυτικά του Ρήνου η
υποτέλεια, από τον 5ο ως τον 8ο αιώνα, έχασε βαθμιαία το στοιχείο της υπηρετικής εξάρτησης.
Εντούτοις, στη Γερμανία εξακολούθησε να δηλώνει άτομο κατώτερης κοινωνικής θέσης.
Η σύγχυση γύρω από την εξελισσόμενη κοινωνική θέση των υποτελών αντανακλά το γεγονός ότι
στην υστερορωμαϊκή και τη γερμανική Ευρώπη οι σχέσεις εξάρτησης θεωρούνταν φυσιολογικές σε
όλα τα κοινωνικά επίπεδα. Η διάκριση εντοπίζεται στη φύση των υποχρεώσεων που επιβάρυναν το
εξαρτημένο μέρος. Οι χωρικοί που ανέθεταν τον εαυτό τους και τη γη τους στον άρχοντα
υποβιβάζονταν κοινωνικά. Οι υποχρεώσεις τους, ιδιαίτερα η αγγαρεία, δεν ήταν τιμητικές σύμφωνα
με τα αξιολογικά πρότυπα εκείνης της εποχής. Οι άρχοντές τους τους προστάτευαν και έτσι
αναβάθμιζαν τη δική τους κοινωνική θέση καθώς αυξανόταν ο αριθμός των εξαρτημένων απ'
αυτούς προσώπων. Μολονότι όταν ο gwas έγινε vassus προέκυψε κάποια σύγχυση ανάμεσα στη
δουλοπαροικία και την υποτέλεια, ως τον 8ο αιώνα η σύγχυση αυτή είχε πια διαλυθεί, ενώ η
υποτέλεια είχε εξελιχθεί σε τιμητική σχέση μέσω της ελεύθερης «σύστασης» της τελετής με την
οποία δηλώνεται η υποταγή.
Οι Μεροβίγγειοι βασιλιάδες είχαν παραχωρήσει γαίες στις εκκλησίες και ήταν επίσης υποχρεωμένοι
να επιδεικνύουν γενναιοδωρία απέναντι στους κοσμικούς άρχοντες, ώστε να εξασφαλίζουν τη
νομιμοφροσύνη τους. Σ' αυτό το στάδιο η Εκκλησία έπαιξε σημαντικό ρόλο στη νομιμοποίηση της
φεουδαρχικής σχέσης. Σύμφωνα με το ρωμαϊκό δίκαιο, η περιουσία ήταν απόλυτο δικαίωμα: ή το
είχε κανείς ή δεν το είχε. Το ευεργέτημα όμως (beneficium) [το οποίο αργότερα ονομάστηκε, πιο
γενικά, φέουδο] ήταν κατοχή υπό όρους, καθώς ο ιδιοκτήτης του εκχωρούσε δικαιώματα πάνω σ'
αυτό σε κάποιον άλλο άνθρωπο, αρκεί να εκτελούσε κάποιες υπηρεσίες. Σύμφωνα με το κανονικό
δίκαιο, η Εκκλησία δεν μπορούσε να απαλλοτριώσει την περιουσία της για κανέναν λόγο, όσο
σημαντικός κι αν ήταν αυτός, και έτσι εκχωρούσε την κατοχή της γης ως «ευεργέτημα»,
ανταποκρινόμενη στις εκκλήσεις (preces) του γαιολήπτη. Αυτές οι έγγειες εκχωρήσεις, που οι
αποδέκτες τους ήταν άτομα κάθε κοινωνικής βαθμίδας, ονομάζονταν precaria. Ωστόσο, η κυριότητα
παρέμενε στα χέρια της Εκκλησίας.
Κατά τον 6ο και τον 7ο αιώνα οι περισσότερες εκχωρήσεις βασιλικών γαιών ήταν δωρεές, αλλά
ιδίως από την εποχή του Καρόλου Μαρτέλου πήραν τη μορφή των precaria, και συχνά ο γαιολήπτης
τις κατείχε εφ' όρου ζωής. Προκειμένου να καλύψει το κόστος των πολεμικών του επιχειρήσεων, ο
Κάρολος Μαρτέλος άρχισε να επανακτά ορισμένες γαίες που τις είχαν παραχωρήσει οι βασιλιάδες
σε εκκλησίες. Το γεγονός αυτό προκάλεσε την αντίθεση ενός οργανισμού, που την υποστήριξή του
θα ήταν πολυτέλεια να χάσει μια ανερχόμενη δυναστεία. Έτσι ο Καρλομάγνος συμβιβάστηκε,
επιτρέποντας στους ναούς να κατέχουν «precaria επί τω λόγω του βασιλέως». Αυτές οι γαίες
όφειλαν στρατιωτικό φόρο στον βασιλιά, αλλά παρέμεναν ιδιοκτησία των εκκλησιών. Μέσω των
precaria επί τω λόγω του βασιλέως το ευεργέτημα συνδέθηκε με την παροχή στρατιωτικής
υπηρεσίας στον μονάρχη. Αυτή η πρακτική επεκτάθηκε και σε γαίες που δεν τις κατείχε η Εκκλησία.
To allodium, δηλαδή το γαιόκτημα που ο κάτοχός του είχε και την πλήρη κυριότητα, συνέχισε να
είναι η κυρίαρχη μορφή γαιοκατοχής στη ρωμαϊκή νότια Ευρώπη, καθώς και σε περιοχές του Βορρά
που δεν ανήκαν στο φραγκικό βασίλειο πριν από την εποχή του Καρλομάγνου.
Στις πρωτόγονες κοινωνίες, η γαιοκατοχή συνδέεται συνήθως με την ανώτερη κοινωνική θέση. Οι
Φράγκοι ευγενείς, στους οποίους αντιστοιχούσε υψηλό wergeld, είχαν ιδιόκτητες γαίες και
απέκτησαν ακόμα περισσότερες μέσω βασιλικών δωρεών. Οι υποτελείς με κατώτερη κοινωνική
θέση έλπιζαν ότι οι υπηρεσίες τους θα ανταμείβονταν με εκχωρήσεις γαιών, και τον 8ο αιώνα αυτό
συνέβαινε ολοένα και πιο συχνά. Αλλά ενώ οι παλαιές οικογένειες ευγενών είχαν τουλάχιστον
κάποιες ιδιόκτητες γαίες, η γη δινόταν στους υποτελείς με «ανακλητό» δικαίωμα κατοχής, που η
παράτασή του εξαρτιόταν από τη συνεχιζόμενη εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων του
υποτελούς. Από τη στιγμή που ένας υποτελής κατείχε γη, μπορούσε να συνδεθεί, μέσω επιγαμίας,
με κάποιον παλαιότερο οίκο ευγενών ώστε να νομιμοποιήσει και να βελτιώσει την κοινωνική του
θέση, όπως και οι πρόγονοι αυτών των ίδιων ευγενών είχαν έρθει σε επιγαμίες με τις οικογένειες
Ρωμαίων συγκλητικών.
Aνάκτορο Ουώρουικ: η σύνδεση με τη χωροδεσποτεία συνεπάγεται την ταύτιση της κατοχής αξιώματος με το
φέουδο. Παρόλο που οι κόμητες και οι δούκες ήταν πλούσιοι τοπικοί γαιοκτήμονες, ουσιαστικά
ήταν ανακλητοί, ανάλογα με τη βούληση του βασιλιά. Ο Καρλομάγνος όμως ενθάρρυνε τους
ισχυρούς άνδρες του βασιλείου του να γίνονται υποτελείς του, ενισχύοντας έτσι με έναν ιδιαίτερο,
διαπροσωπικό δεσμό την αφοσίωση την οποία οι κόμητες, ως βασιλικοί υπήκοοι και αξιωματούχοι,
όφειλαν στον βασιλιά, την ενσάρκωση του κράτους. Επίσης ενθάρρυνε τους κόμητες να απαιτούν,
αντιστοίχως, από τους προύχοντες των περιοχών τους να γίνουν δικοί τους υποτελείς. Έτσι, η
υποτέλεια ήταν ένας δεσμός με δομή πυραμίδας, που διαπερνούσε από τα πάνω προς τα κάτω την
ιεραρχία των γαιοκατόχων. Καθώς ο βασιλικός έλεγχος γινόταν πιο χαλαρός, οι διακανονισμοί της
υποτελείας βαθμιαία αποκτούσαν κληρονομικό χαρακτήρα, καθώς οι υποτελείς δεν είχαν δικαίωμα
να εγκαταλείψουν χωρίς λόγο τους άρχοντές τους.
Την ίδια εποχή άρχισε να γίνεται κληρονομική και η θέση των κομήτων. Η πρακτική αυτή
νομιμοποιήθηκε με το Καπιτουλάριο του Κερσύ του 877, με το οποίο ο Κάρολος ο Φαλακρός
υποχρέωνε τους μεταγενέστερους βασιλιάδες να αναγνωρίζουν τη διαδοχή του γιου στο αξίωμα
του πατέρα, αποκλείοντας ταυτόχρονα τους πλάγιους συγγενείς καθώς, όταν ο εκλιπών δεν είχε γιο,
ο βασιλιάς είχε δικαίωμα να διορίσει πρόσωπα εκτός της οικογένειας του νεκρού. Το ίδιο κείμενο
αναγνωρίζει το κληρονομικό δικαίωμα τόσο για τους υποτελείς του βασιλιά όσο και για τους
υποτελείς των άλλων ισχυρών, μολονότι άλλες πηγές δείχνουν ότι ο θεσμός της «έμμεσης»
υποτέλειας (όταν κάποιος είναι υποτελής ενός άλλου υποτελούς) έγινε κληρονομικός στη Γαλλία
μόνο τον 11ο αιώνα και στη Γερμανία τον 12ο αιώνα.
Τον 9ο αιώνα είχε ήδη αρχίσει η παραχώρηση φέουδων σε κόμητες. Επίσης, η φύση του φέουδου
συνεπαγόταν γενικά τη μεταβίβαση κάποιων διοικητικών αρμοδιοτήτων. Είδαμε ότι ήδη τον 7ο
αιώνα, οι γαίες που δεν χαρακτηρίζονταν ευεργετήματα ή φέουδα απολάμβαναν φορολογική και
δικαστική ασυλία (immunitas), γεγονός που εκχωρούσε στον γαιοκάτοχο το δικαίωμα να ασκεί
διοικητικές αρμοδιότητες στην περιοχή του. Η εξέλιξη αυτή αποτελεί σημαντικό βήμα τόσο προς την
κατεύθυνση της δημιουργίας αριστοκρατικής εξουσίας με εδαφική βάση όσο και προς τον ίδιο τον
ορισμό της κοινωνικής θέσης του ευγενούς, καθώς τα μεταγενέστερα κείμενα δείχνουν ότι ένας
ευγενής έπρεπε να κατέχει το bannum (την εξουσία να διοικεί ελεύθερα άτομα). Αυτό ισοδυναμεί
με το δικαίωμα να διοικεί ο ίδιος μια περιοχή. Καθώς οι υποτελείς που κατείχαν φέουδα
απολάμβαναν δικαιώματα ασυλίας σ' αυτά, αποκτούσαν άλλο ένα σημαντικό μέσο για την
κοινωνική τους ανέλιξη, σε σύγκριση με την παλαιότερη έγγεια αριστοκρατία, που η ιεραρχία της
δεν στηριζόταν τόσο στην κατοχή φέουδων όσο στις ιδιόκτητες ελεύθερες εκτάσεις της (αν και
μπορεί ταυτόχρονα να κατείχε φέουδα και ιδιόκτητα κτήματα), καθώς και σε σύγκριση με εκείνους
τους υποτελείς που δεν ήταν κάτοχοι γης.
Καθώς τα αξιώματα των κομήτων και των δουκών έγιναν κληρονομικά, οι δικαιοδοσίες που
συνόδευαν τον τίτλο τους κατέληξαν να συνδέονται με τα δικαιώματα ασυλίας που απολάμβαναν
στα φέουδά τους και τις ιδιόκτητες εκτάσεις τους. Στα τέλη του 9ου αιώνα πολλοί κόμητες είχαν
γίνει υποτελείς του βασιλιά και γι' αντάλλαγμα λάβαιναν και έγγεια φέουδα και βασιλικά αξιώματα.
Η διάκριση μεταξύ αυτών των δύο είχε ήδη αμβλυνθεί πριν από έναν τουλάχιστον αιώνα, καθώς
είχε επικρατήσει το έθιμο να κληροδοτούνται η γη και το αξίωμα στην ίδια οικογένεια. Όταν συνέβη
αυτό, η φεουδαρχική σχέση είχε πια προσλάβει νέα διάσταση, αφού τα εδαφικά αξιώματα στην
τοπική ηγεμονία αποτελούσαν μέρος του φέουδου.
Προφανώς οι βασιλιάδες των αρχών του 9ου αιώνα προσδοκούσαν από κάθε άνδρα, είτε υποτελή
είτε όχι, να υπηρετεί έναν μόνο άρχοντα. Το πρώτο καταγεγραμμένο παράδειγμα υποτελούς με
περισσότερους από έναν κυρίους ανάγεται στο 895, γεγονός που σχεδόν σίγουρα σημαίνει ότι η εν
λόγω πρακτική εφαρμοζόταν και παλαιότερα. Επομένως, υπήρχε σημαντική κινητικότητα στο
εσωτερικό της φεουδαρχικής σχέσης, την οποία θα πρέπει να δούμε ως μία, αλλά όχι και τη
μοναδική, μορφή εδαφικής διαμόρφωσης της εξουσίας. Οι λιγότερο επιφανείς, όπως οι υποτελείς
με την αρχική σημασία του όρου, μπορούσαν να ανέλθουν κοινωνικά όχι μόνο υπηρετώντας
κυρίους με υψηλότερη κοινωνική θέση, αλλά και αποκτώντας φέουδα από περισσότερους του ενός
άρχοντες. Ακόμα και αν οι πλέον του ενός κύριοι κάποιου υποτελούς είχαν ειρηνικές σχέσεις μεταξύ
τους και δεν υπήρχε έκδηλη σύγκρουση συμφερόντων, η πολλαπλή υποτέλεια υπονόμευε τον
προσωπικό χαρακτήρα του θεσμού επειδή ο υποτελής δεν μπορούσε ο ίδιος να προσφέρει
στρατιωτική υπηρεσία σε περισσότερους από έναν κυρίους κάθε φορά και έπρεπε να στέλνει
αντικαταστάτες του. Ο γάμος ήταν άλλο ένα μέσο ανόδου, επειδή μολονότι οι γυναίκες μπορούσαν
να κληρονομήσουν φέουδα, τα διαχειρίζονταν οι σύζυγοί τους, οι οποίοι έπρεπε και να
εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις που επέβαλλε η κατοχή τους.
Παρόμοια ήταν και η κατάσταση στη Γερμανία. Μέχρι τα τέλη του 11ου αιώνα οι φεουδαρχικοί
δεσμοί δεν αποτελούσαν τον κανόνα. Ίσαμε τότε η Γερμανία γνώριζε τους εδαφικούς άρχοντες,
αλλά ο όρος «υποτέλεια» ήταν σπάνιος και συνεπαγόταν κάποια υπηρετική εξάρτηση. Οι
περισσότερες γαίες ήταν ελεύθερες (allodia), δηλαδή δεν επιβαρύνονταν με φεουδαρχικές
υποχρεώσεις, ενώ τα αξιώματα που παραχωρούσαν οι βασιλιάδες δεν ταυτίζονταν με τα φέουδα.
Στην Ιταλία οι Καρολίγγειοι εισήγαγαν τους φεουδαρχικούς δεσμούς στη Λομβαρδία, που αργότερα
έγινε το νοτίως των Άλπεων ορμητήριο των αυτοκρατόρων. Αφού οι Νορμανδοί κατέκτησαν τη
νότια Ιταλία και τη Σικελία στα τέλη του 11ου αιώνα, εισήγαγαν μια επιφανειακή φεουδαρχία.
Επίσης συναντάμε φεουδαρχικούς δεσμούς στην Ισπανία και τη νοτιοδυτική Γαλλία, αλλά η
ομοιότητα με το φεουδαρχισμό του Λίγηρα-Ρήνου βρίσκεται περισσότερο στην ορολογία παρά
στους θεσμούς.
Έτσι, στην περίοδο του Καρλομάγνου διαμορφώνεται ένας μηχανισμός διακυβέρνησης σε τοπικό
επίπεδο, ο οποίος στη θεωρία ελέγχεται από έναν πανίσχυρο βασιλιά και την αυλή του.
Προκειμένου όμως να εφαρμοστεί μια τέτοια δομή στην πράξη, οι Καρολίγγειοι ηγέτες έπρεπε να
στηριχτούν σε μια ταχέως ανερχόμενη αριστοκρατία, που ήταν δεμένη με τους βασιλιάδες μέσω της
κατοχής αξιωμάτων και γης. Ιδίως στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Λίγηρα και Ρήνου, όπου η
δύναμη τόσο των βασιλιάδων όσο και των αρχόντων ήταν μεγαλύτερη, ο δεσμός μεταξύ του
μονάρχη και των ισχυρότερων υπηκόων του πήρε τη μορφή φεουδαρχικής σχέσης, η οποία μέχρι
τον 9ο αιώνα συνέδεε τη διακυβέρνηση, τη στρατιωτική υπηρεσία και τη γαιοκατοχή.
Εκμεταλλευόμενοι τη σύγχυση που προκάλεσαν οι εισβολές του 9ου αιώνα, οι τοπικοί άρχοντες στη
Γαλλία και τις Κάτω Χώρες ενίσχυσαν τη δύναμή τους αναλαμβάνοντας οι ίδιοι την άμυνα των
περιοχών τους. Από τα τέλη του 9ου αιώνα ως τις αρχές του 11ου, οι τοπικοί άρχοντες διαφέντευαν
αυτές τις περιοχές, ενώ η άμεση παρέμβαση του βασιλιά ήταν περιορισμένη. Η εξουσία του βασιλιά
ήταν πιο ισχυρή στην Αγγλία και στη Γερμανία και, τουλάχιστον στην περίπτωση της Αγγλίας,
παρέμεινε ισχυρή σε όλη τη διάρκεια της μεσαιωνικής περιόδου.
Οι πολιτικές δομές της πρώιμης μεσαιωνικής Ευρώπης στηρίζονται σε μια οικονομία που βασίζεται
ολοένα και περισσότερο στη γαιοκατοχή, παράλληλα όμως αναπτύσσεται και ένα εμπορικό
στοιχείο, του οποίου δεν πρέπει να υποτιμήσουμε τη σημασία. Αφού ανιχνεύσαμε την καθιέρωση
των σχέσεων κυριαρχίας και ελέγχου, μπορούμε τώρα να στραφούμε στις οικονομικές μεταβολές,
που η επιτάχυνσή τους υπονόμευσε τελικά αυτές τις σχέσεις.
ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Marc Bloch, Feudal Society, 2 τόμοι, Σικάγο, University of Chicago Press, 1961, [ελλ. μτφρ. Η
φεουδαλική κοινωνία, Αθήνα, Κάλβος, 1987].
Jacques Boussard, The Civilization of Charlemagne, Νέα Υόρκη, McGraw-Hill, 1968.
Philippe Contamine, War in the Middle Ages, μτφρ. Philip Jones, Οξφόρδη, Basil Blackwell, 1984.
Caecilia Davis-Weyer, (επιμ.), Early Medieval Art 300-1150: Sources and Documents, Toronto,
University of Toronto Press, 1986.
Heinrich Fichtenau, The Carolingian Empire, μτφρ. Peter Munz, Οξφόρδη, Basil Blackwell, 1957.
F. L. Ganshof, Feudalism, Νέα Υόρκη, Harper and Row, 3
—Frankish Institutions Under Charlemagne, Providence R. I., Brown University Press, 1968.
1964.
Peter Godman, Poets and Emperors: Frankish Politics and Carolingian Poetry, Οξφόρδη, Clarendon
Press, 1987.
Gwyn Jones, A History of the Vikings, Νέα Υόρκη, Oxford University Pres, 2
Rosamond McKitterick, The Frankish Kingdoms under the Carolingians, Λονδίνο και Νέα Υόρκη,
Longman, 1983.
1973.
—The Carolingians and the Written World, Cambridge, Cambridge University Press, 1989.
Thomas F. X. Noble, The Republic of St Peter: The Birth of the Papal State, 680-825, Φιλαδέλφεια,
University of Pennsylvania Press, 1984.
Pierre Riche, Daily Life in the World of Charlemagne, μτφρ. Jo Ann McNamara, Φιλαδέλφεια,
University of Pennsylvania Press, 1978.
Frank Stenton, Anglo-Saxon England, Οξφόρδη, Oxford University Press, 3
Joseph R. Strayer, Feudalism, Princeton, D. Van Nostrand, 1985.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου