Δευτέρα 10 Ιουλίου 2017

ΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΕΝΕΤΙΚΑ ΑΡΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Από το 1204 ξεκινά η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα. Οι Φράγκοι εκχωρούν στους Βενετούς τα 3/8 των εδαφών του Βυζαντίου. Στην Πελοπόννησο οι Φράγκοι εγκαταστάθηκαν στην δυτική ακτή δημιουργώντας το πριγκιπάτο της Αχαϊας και έφτιαξαν νέα κάστρα ένα εκ των οποίων ήταν στον κόλπο του Ναβαρίνου. Το 1430 ο Θ.Παλαιολόγος κατέλυσε το Φράγκικο Πριγκιπάτο της Αχαϊας και οι Έλληνες έγιναν πάλι κύριοι της Πελοποννήσου εκτός από το Ναβαρίνο, τη Μεθώνη, την Κορώνη και το Άργος που παρέμειναν στα χέρια των Βενετών. Το 1500 το Ναβαρίνο πέφτει στα χέρια των Τούρκων μαζί με την Μεθώνη και την Κορώνη. Το 1573 η Οθωμανική διοίκηση έκτισε νέο φρούριο στη θέση της σημερινής Πύλου, το Νιόκαστρο. Το παλαιό κάστρο συνέχισε να κατασκευάζεται έχασε, όμως, την στρατηγική του σημασία. Οι Βενετοί, όμως, ποτέ δεν έπαψαν να εποφθαλμιούν τις παλιές τους βάσεις στην Ελλάδα και αποφάσισαν να επανέλθουν συνεχίζοντας τον πόλεμο με τους Τούρκους. Με γενικό αρχηγό τον δόγη Φραντζέσκο Μοροζίνι άρχισαν το 1684 την κατακτητική τους εκστρατεία στην Ελλάδα. Τον Ιούνιο του 1686 οι Βενετοί με 10.000 πεζούς και 1.000 ιππείς αποβιβάστηκαν στο Ναβαρίνο. Η Τουρκική φρουρά του Παλιόκαστρου παραδόθηκε στον αρχηγό των χερσαίων δυνάμεων των Βενετών. Τον επόμενο μήνα πολιόρκησαν τον Νιόκαστρο που παραδόθηκε αφού άντεξε μόνο δώδεκα μέρες στενής πολιορκίας. Μετά την επιτυχή εκστρατεία του Μοροζίνι, οι Βενετοί χώρισαν την Πελοπόννησο σε τέσσερα διαμερίσματα, της Ρομανίας με πρωτεύουσα το Ναύπλιο, της Αχαίας με πρωτεύουσα την Πάτρα, της Λακωνίας με πρωτεύουσα τη Μονεμβασιά και της Μεσσηνίας με πρωτεύουσα το Νιόκαστρο. Το διαμέρισμα της Μεσσηνίας περιλάμβανε τη Μεθώνη, την Κορώνη, την Ανδρούσα, την Καλαμάτα, την Κυπαρισσία και τμήμα της Αρκαδίας που έφτανε ως το Λεοντάρι, το Φανάρι και την Καρύταινα.
Οψεις της ιστορίας του ενετοκρατούμενου ελληνισμού : αρχειακά τεκμήρια
(sυνέντευξη της ενετολόγου/ακαδημαϊκού κας Χρύσας Μαλτέζου)
Με τα αρχεία της ενετικής περιόδου που υπάρχουν στη χώρα μας εμείς οι βενετολόγοι είμαστε πολύ τυχεροί, γιατί πολλά σώθηκαν. Για παράδειγμα, έχουν σωθεί στα Επτάνησα αρχεία της περιόδου της βενετοκρατίας. Η Κέρκυρα διαθέτει ένα θαυμάσιο αρχείο, αλλά στη Ζάκυνθο και στην Κεφαλονιά τα αρχεία καταστράφηκαν στη σεισμοπυρκαγιά του ’53. Στη Λευκάδα διασώζονται μεταγενέστερα αρχεία, του 18ου αιώνα, ενώ στα Κύθηρα υπάρχει μια καλή δεξαμενή αρχειακής πληροφόρησης. Δεν έχουμε λοιπόν άλλα μεγάλα αρχεία από την περίοδο της βενετικής κυριαρχίας, στην Ελλάδα. Το αρχείο της Βενετίας είναι πολύτιμο για μας τους βενετολόγους. Οι Βενετοί φεύγοντας από την Κρήτη κι από τις άλλες περιοχές όπου κυριάρχησαν, κυρίως όμως από την Κρήτη, πήραν μαζί τους όλα τα αρχεία τους. Οι Βενετοί ήταν γραφειοκράτες, νομίζω οι πιο φανατικοί γραφειοκράτες της Ευρώπης. Δεν έκαναν τίποτα αν δεν το σημείωναν, αν δεν το κατέγραφαν. Από την άποψη αυτή είμαστε τυχεροί, διότι αυτή τους η δραστηριότητα έχει αποτυπωθεί στα έγγραφα. Την πρακτική άλλωστε αυτή ακολουθούν σήμερα οι ξένες δυνάμεις, όταν φεύγουν από μια εμπόλεμη χώρα. Το βλέπουμε και στις τηλεοράσεις αυτό το φαινόμενο. Ξεκαθαρίζουν τα αρχεία τους κι αρχίζουν και τα καίνε. Οι Βενετοί δεν τα καίγανε, τα παίρνανε μαζί τους. Είναι ακριβώς αυτό που κάνουν σήμερα στις πρεσβείες. Αμέσως οι πρεσβείες καίνε το υλικό τους ή παίρνουν φεύγοντας τα έγγραφα που κρίνουν ότι πρέπει να διασωθούν. Οι Βενετοί τα φόρτωναν στις γαλέρες τους και τα πήγαιναν στη Βενετία. Έτσι σώθηκαν τα αρχεία της Κρήτης. Σώθηκαν δύο μεγάλες σειρές. Κατ’ αρχήν πρέπει να επισημάνουμε ότι σώθηκε ένα μόνο τμήμα των κρητικών αρχείων, γιατί τα Χανιά έπεσαν στους Τούρκους νωρίτερα από τον Χάνδακα, δηλαδή το Ηράκλειο, και δυστυχώς το αρχειακό υλικό του διαμερίσματος των Χανιών, όταν κατέλαβαν οι Τούρκοι την πόλη, καταστράφηκε. Άρα μιλάμε για ένα τμήμα του αρχειακού υλικού, αυτό που αφορά το διαμέρισμα του Χάνδακα, του σημερινού Ηρακλείου. Λοιπόν, σώθηκαν δύο μεγάλες σειρές από το αρχείο αυτό, το νοταριακό αρχείο, δηλαδή το αρχείο των συμβολαιογράφων, και το λεγόμενο αρχείο του δούκα της Κρήτης. Θυμίζω ότι όλες οι συναλλαγές, οι αγορές αμπελιών, οι πωλήσεις χωραφιών, τα προικοσύμφωνα, κάθε συναλλαγή καταχωριζόταν στα πρωτόκολλα των συμβολαιογράφων, στα λεγόμενα νοταριακά κατάστιχα. Και αυτοί οι νοτάριοι ήταν είτε οι Έλληνες είτε Βενετοί. Κι έτσι έχουμε πολύτιμα νοταριακά κατάστιχα Ελλήνων συμβολαιογράφων που είναι πολύ σημαντικά και για το περιεχόμενό τους, αλλά, κυρίως, για τη γλώσσα στην οποία γράφονταν οι συναλλαγές την εποχή εκείνη. Γιατί έχει αποτυπωθεί εκεί η γλώσσα της εποχής.
Το νοταριακό αρχείο είναι πλουσιότατο σε πληροφορίες, ενώ συγχρόνως εκτείνεται σε μεγάλη διάρκεια χρόνου: αρχίζουν τον 14ο αιώνα και φτάνουν μέχρι το τέλος του 17ου αιώνα, καλύπτουν με άλλα λόγια όλη τη διάρκεια της βενετοκρατίας στην Κρήτη. Τα νοταριακά έγγραφα συνιστούν μια εξαιρετική αρχειακή σειρά. Μπορούμε να εντοπίσουμε σ’ αυτά μια ποικιλία μαρτυριών, την τιμή, για παράδειγμα, που είχε το κρασί, ένα προικοσύμφωνο, ένα γαμήλιο έγγραφο ή μια σύμβαση μαθητείας. Γιατί, ξέρετε, οι Κρητικοί προσλάμβαναν τότε δασκάλους για να μάθουν στα παιδιά τους γράμματα. Συντασσόταν συμβόλαιο μεταξύ δασκάλου και γονιού με λεπτομέρειες ως προς τις υποχρεώσεις του καθενός. Ο δάσκαλος αναλάμβανε λόγου χάριν να μάθει στον μαθητή ανάγνωση, γραφή κ.λπ., ή πολλές φορές «γράμματα μερκαντίλικα», δηλαδή εμπορικά. Πληρώνονταν συχνά οι δάσκαλοι σε είδος και η αμοιβή τους ήταν ανάλογη με τη φήμη τους. Μεταξύ των συμβάσεων μαθητείας, έχουμε και κάποιες στις οποίες εμφανίζονται ως δάσκαλοι λόγιοι Βυζαντινοί πολύ σημαντικοί. Ο Ιωάννης Αργυρόπουλος φεύγει από την Κωνσταντινούπολη και πηγαίνει να ασκήσει το επάγγελμα του δασκάλου στην Κρήτη, προφανώς γιατί η Κρήτη είχε εύπορους Κρητικούς που έδιναν λεφτά, για να προσλάβουν δασκάλους για τα παιδιά τους έναντι καλής αμοιβής. Ο Αργυρόπουλος λοιπόν, που τον ξέρουμε ως λόγιο περιωπής, πήγε στην Κρήτη για να ασκήσει εκεί το επάγγελμα του δασκάλου και να βγάλει χρήματα για να ζήσει. Έχουμε φυσικά και άλλα συμβόλαια μαθητείας, όπως κάποιου μαθητή που επιθυμεί να μάθει την τέχνη του τσαγκάρη, του πετροκόπου, του παπουτσή κ.ά. Οι συμβάσεις μαθητείας φωτίζουν πολλές πτυχές της κοινωνίας. Μια χήρα μάνα, όταν έχει οικονομικά προβλήματα, τι κάνει το παιδί της; «Το βάνει» λένε τα συμβόλαια, μαθητή σε κάποιον επαγγελματία, τσαγκάρη, βαρελοποιό, ζωγράφο κ.λπ. Η χήρα μάνα, βάζοντας το παιδί της μαθητή κοντά σε κάποιον μάστορα επαγγελματία, δεν έχει πλέον την οικονομική επιβάρυνσή του. Το παιδί μαθαίνει έτσι την τέχνη, πολλές φορές ο μάστορας αναλαμβάνει την υποχρέωση να του δώσει με το πέρας της μαθητείας και τα εργαλεία της τέχνης του ή να κρατήσει τον μαθητευόμενο στο εργαστήρι του ορισμένο καιρό μετά που τελειώνει η περίοδος μαθητείας. Έτσι, αντλούμε π.χ. από τις συμβάσεις μαθητείας σημαντικά στοιχεία για τους Κρητικούς ζωγράφους. Και γενικότερα για την παραγωγή και διακίνηση των βενετοκρητικών εικόνων. Τα νοταριακά πρωτόκολλα είναι η μία από τις κατηγορίες του αρχειακού υλικού που μεταφέρθηκε από τον Χάνδακα στη Βενετία, μετά την κατάκτηση της Mεγαλονήσου από τους Τούρκους.
Η άλλη μεγάλη κατηγορία είναι το αρχείο του λεγόμενου δούκα της Κρήτης. Ο δούκας της Κρήτης ήταν ο εκπρόσωπος της Βενετίας, ο ανώτατος βενετός διοικητής στη Mεγαλόνησο. Το αρχείο της ανωτάτης αυτής αρχής έχει σωθεί, είναι το γνωστό Archivio del duca di Candia. Το περιεχόμενο του αρχείου είναι ποικίλο: Περιέχει δικογραφίες, επιστολές, αιτήσεις των Κρητικών προς τις βενετικές αρχές για διάφορα θέματα, πλειστηριασμούς, εκθέσεις αξιωματούχων, δημογραφικά στοιχεία και πάμπολλες άλλες ειδήσεις. Όλη η δραστηριότητα του δούκα και των συμβούλων του σώζεται σ’ αυτό το αρχείο. Άρα έχουμε δύο μεγάλες αρχειακές σειρές, όπου μπορούμε να ψάξουμε για να εντοπίσουμε στοιχεία για την περίοδο της βενετοκρατίας. Αλλά έχουμε κι άλλες σειρές στο αρχείο της Βενετίας, δεν είναι μόνον αυτές που αναφέρονται στην ιστορία της βενετοκρατίας. Οι δύο σειρές που ανέφερα είναι οι βασικές αρχειακές σειρές που αφορούν τη βενετοκρατούμενη Κρήτη. Αλλά και σε αυτά τα αρχεία οι μαρτυρίες δεν περιορίζονται μόνο στην Κρήτη. Πάρτε για παράδειγμα ένα νοταριακό έγγραφο, όπως είναι μία διαθήκη, που συνέταξε στο λιμάνι του Χάνδακα τον 16ο αιώνα ένας έμπορος από την Πελοπόννησο, ή ακόμα από τη Βενετία ή την Βαρκελώνη. Στο έγγραφο αυτό γίνεται λόγος για τα λιμάνια αναχώρησης και προορισμού του εμπόρου, για το πλοίο με το οποίο θα ταξίδευε, για το είδος εμπορεύματος που μετέφερε, για τη διάρκεια του ταξιδιού, για τις τιμές αγοράς και πώλησης του εμπορεύματος. Άρα αυτομάτως έχεις στη διάθεσή σου μια ομάδα τεκμηρίων τόσο για το εμπόριο της εποχής όσο και για την κινητικότητα των ανθρώπων. Ένα καλό παράδειγμα είναι τα προικοσύμφωνα. Από πλευράς υλικού πολιτισμού, που είναι ένας τομέας έρευνας πολύ της μόδας τα τελευταία χρόνια, τα προικοσύμφωνα είναι ιδιαιτέρως σημαντικά. Καταγράφεται εκεί αναλυτικά η κινητή περιουσία που δίνουν οι γονείς στο κορίτσι τους που πρόκειται να παντρευτεί. Αναλυτικά: φουστάνια, κουτάλια, στρώματα, έπιπλα, εικόνες, όλη η σκευή, τέλος πάντων, που είχε ένα σπίτι της εποχής. Και ακόμη είναι ενδιαφέρον να δεις σε ποια είδη κινητής περιουσίας έδιναν οι άνθρωποι της κοινωνίας εκείνης σημασία. Τα στρώματα, για παράδειγμα, έχουν ξεχωριστή αξία, θεωρούνται αγαθά αξιόλογα. Άμα οι γονείς έδιναν στη θυγατέρα τους ανάμεσα στα άλλα προικώα και ένα στρώμα, σήμαινε ότι η νύφη ήταν εύπορη. Τα ευρετήρια των κινητών που αποτελούν την προίκα προσφέρουν μια καλή όψη της κοινωνικής πραγματικότητας. Αυτά για τα αρχεία της περιόδου της βενετοκρατίας στον ελληνικό χώρο που σώζονται σήμερα στη Βενετία. Αλλά υπάρχουν κι άλλα είδη αρχειακών τεκμηρίων, αυτά που ανέφερα είναι μονάχα λίγα παραδείγματα.
ΟΙ ΝΕΟΙ ΕΡΕΥΝΗΤΕΣ ΤΟΥ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ Χ.Μ.: Δυστυχώς στην Ελλάδα δεν διδάσκεται συστηματικά η παλαιογραφία στα πανεπιστήμια. Στην Κέρκυρα, ας πούμε, στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, διδάσκεται, γιατί εκεί λειτουργεί Τμήμα Ιστορίας και Αρχειονομίας. Μαθήματα παλαιογραφίας προσφέρονται επίσης από το Παλαιογραφικό Αρχείο του ΜΙΕΤ. Έρχονται βέβαια οι μεταπτυχιακοί μας στη Βενετία με πενιχρές παλαιογραφικές γνώσεις. Αλλά η καθημερινή επαφή με τα έγγραφα αναγκαστικά σε κάνει να μαθαίνεις. Στη Βενετία όμως λειτουργεί Σχολή κανονική Παλαιογραφίας, στην οποία άλλοι φοιτούν (εγώ είμαι μεταξύ των λίγων Ελλήνων υποτρόφων που την παρακολούθησαν) και άλλοι όχι, είναι επιλογή του κάθε υποτρόφου. Απαιτείται η γνώση παλαιογραφίας και αρχειονομίας και διπλωματικής. Πρέπει να είσαι ιστορικός εξειδικευμένος στον χώρο της αρχειακής έρευνας. Τα έγγραφα είναι πάρα πολλές φορές τόσο δύσκολα που με πολύ κόπο τα διαβάζεις. Προϋποθέτουν συγκεκριμένου τύπου γνώσεις. Όσο πιο παλιά χρονολογικά είναι τα έγγραφα, τόσο περισσότερη παλαιογραφία χρειάζεται. Τα νεότερα είναι πολλές φορές μόνο κακογραμμένα και σιγά σιγά διαβάζοντάς τα συνηθίζεις τη γραφή. Πρέπει να ξέρεις επίσης ιταλικά και λατινικά, γιατί πάρα πολλά έγγραφα είναι λατινικά γραμμένα -βέβαια λατινικά όχι του Κικέρωνα αλλά φθαρμένα λατινικά που χρησιμοποιούσαν στη διοίκηση την εποχή εκείνη- και βενετσιάνικη διάλεκτο, γιατί πάρα πολλά έγγραφα είναι γραμμένα στη βενετσιάνικη διάλεκτο. Άρα, χρειάζονται εξειδικευμένες γνώσεις. Αλλά, βέβαια, χάρη στο Ινστιτούτο της Βενετίας και στην έρευνα που έχουν κάνει οι ερευνητές, ανοίχτηκε αυτός ο κόσμος της βενετοκρατίας ο οποίος πριν από λίγες δεκαετίες ήταν άγνωστος και κλειστός. Κυρίως άνοιξε ένα παράθυρο καινούργιο, γιατί ώς πριν από μερικά χρόνια τι ξέραμε για τη βενετοκρατία; Μιλούσαμε τότε για τους κακούς Βενετούς κατακτητές και για τους Έλληνες κατακτημένους που υπέφεραν. Δεν ήταν τα πράγματα ακριβώς έτσι, βέβαια. Σε κάθε κυριαρχία, σε κάθε ξένη κατοχή, υπάρχουν οι οδυνηρές πλευρές της κατάκτησης. Αλλά επειδή η βενετοκρατία κράτησε πολλούς αιώνες, με την πάροδο του χρόνου οι διαφορές και οι αντιθέσεις εξομαλύνθηκαν, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή, κυρίως στον 16ο αιώνα, οι δύο πολιτιστικές παραδόσεις, βυζαντινή και δυτική, να συναντηθούν. Αναπτύχθηκε έτσι ανάμεσα στα δύο εθνικά στοιχεία ένας πολιτισμικός διάλογος, από τον οποίο γεννήθηκαν αυτά τα σπουδαία επιτεύγματα που ξέρουμε, όπως είναι στην κρητική λογοτεχνία ο Ερωτόκριτος, η Ερωφίλη, όλα τα κρητικά έργα, και στη ζωγραφική τα έργα των βενετοκρητικών ζωγράφων, για να μη μιλήσουμε για τον «Γκρέκο», τον Δομήνικο – τον «Γκρέκο».
ΣΤΗΝ COMMEDIA DELL'ARTE Στην commedia dell’arte εισέρχεται ο τύπος του στρατιώτη, ο οποίος ανάλογα με τις υπηρεσίες που πρόσφερε αμειβόταν από τους Βενετούς. Έπαιρνε γαίες, τίτλους και άλλα προνόμια. Πολλοί από τους δικούς μας, τους έλληνες στρατιώτες, είχαν τύχει αυτής της προνομιακής μεταχείρισης εκ μέρους των Βενετών. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Θεόδωρος Παλαιολόγος, σημαντική προσωπικότητα της ελληνοβενετικής κοινωνίας της εποχής του. Χάρη στο χρονικό ενός βενετού χρονογράφου έχουμε μάλιστα την περιγραφή της κηδείας του, την οποία παρακολούθησε πλήθος κόσμου, δείγμα της εκτίμησης που έτρεφαν Έλληνες και Βενετοί για το πρόσωπό του. Ο στρατιώτης, λοιπόν, ο οποίος ήταν περίεργα ντυμένος, ο οποίος ήταν γενναίος, πέρασε, στα θεατρικά αυτά δρώμενα, ως φιγούρα, όπως έχουμε στην commedia τον τύπο του δασκάλου ή του πλούσιου γέρου που ερωτοτροπεί με νέες κοπέλες. Στα στιχουργήματα τώρα που έχουν σωθεί και αναφέρονται, για παράδειγμα, στην άλωση της Αμμοχώστου από τους Τούρκους χρησιμοποιείται μια γλώσσα με πολλές λέξεις ελληνικές, τις οποίες αναγνώριζαν οι Βενετοί που τις άκουγαν. Είναι το λεγόμενο βενετογραικικό ιδίωμα, το greghesco που δείχνει ακριβώς τη σημαίνουσα θέση που κατείχαν στην κοινωνία οι στρατιώτες και την εκτίμηση που είχαν οι Βενετοί γι’ αυτούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου