Δευτέρα 10 Ιουλίου 2017

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΙΑΣ, του Χρήστου Βολάνη

Σύντομη Παρουσίαση του Φεστιβαλ Κινηματογράφου της Βενετίας
Η Βενετία δεν είναι φημισμένη μόνο για τα κανάλια της, την αρχιτκτονική των κτιρίων, την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που επικρατεί στη πόλη, για το καρναβάλι της αλλά και για το Φεστιβάλ Κινηματογράφου που διεξάγεται κάθε χρόνο από την εποχή του μεσοπολέμου μέχρι σήμερα. Συγκαταλέγεται, με το φεστιβάλ των Καννών, του Βερολίνου και τα Αμερικάνικα όσκαρ στα σημαντικότερα κινηματογραφικά γεγονότα του χρόνου με παγκόσμιο ενδιαφέρον. Ιστορικά ξεκίνησε στο μεσοπόλεμο επί Μουσολίνι με τη λογική να προωθήσει τον ιταλικό κινηματογράφο της εποχής που κατακλυζόταν από ταινίες φίλα προσκέιμενες και απόλυτης εγκρίσεώς του, στο τότε καθεστώς. Η πρώτη διοργάνωση έγινε το 1932 και δεν είχε διαγωνιστικό χαρακτήρα, το 1934 γίνεται διαγωνιστικό με τη συμμετοχή δημιουργών από 19 χώρες. Μετά το πέρας του Β Παγκοσμίου Πολέμου αποφασίστηκε να ξαναγίνει το φεστιβάλ το 1946 . Ευθύς εξ αρχής, το φεστιβάλ Βενετίας μέσω των ταινιών που επιλέγονταν να προβληθούν είχε σαν στόχο να προωθήσει έναν κινηματογράφο με καλλιτεχνικές αξιώσεις, πιο κοντά σε αυτό που μετ'έπειτα ονομάσαμε σινεμά του δημιουργού. Η ταυτότητα αυτή χρόνο με το χρόνο εδραιωνόταν σε όλο τον κινηματογραφικό κόσμο. Μπορεί να μην απέκτησε ποτέ τον κοσμοπολίτικο και εμπορικό χαρακτήρα των Καννών αλλά και τη λάμψη των Οσκαρ όμως διατήρησε την καλλιτεχνική του ταυτότητα και έγινε ειδικά τα τελευταία χρόνια βήμα νέων δημιουργών από μικρές χώρες και ιδιαίτερα του τρίτου κόσμου που δεν είχαν ποτέ πρόσβαση σε ένα κινηματογραφικό γεγονός με τέτοια εμβέλεια.
Xαρακτηριστικά στιγμιότυπα από την ταινία "Θάνατος στη Βενετία" του Λουκίνο ΒΙσκόντι
Ο "Θάνατος στη Βενετία" είναι κινηματογραφική διασκευή της ομώνυμης νουβέλας του Τόμας Μαν.
Με μια περιδιάβαση στο Λίντο και στα κανάλια του κύριου κορμού της πόλης, μια αλληγορία του υπαρξιακού θανάτου πραγματοποιείται στη μεγάλη οθόνη.
Την ταινία συνοδεύει η υπέροχη μουσική του Μάλερ.
Αλλά ας ξαναέρθουμε στο φεστιβάλ κινηματογράφου που λαμβάνει χώρα στο Λίντο. Θα χρειάζονταν πολλές σελίδες για να περιγράψουν περιληπτικά την ιστορία αυτού του τόσο σημαντικού φεστιβάλ. Για αυτό θα περιοριστώ μό νο σε κάποιες κύριες στιγμές. Το 1946, στην πρώτη διοργάνωση μετά τον πόλεμο βραβεύεται η ταινία “Ο άνθρωπος του Νότου” του Ζαν Ρενουάρ, του σημαντικότερου γάλλου σκηνοθέτη της εποχής που με τις τις ταινίες του στο μεσοπόλεμο ουσιαστικά συνέβαλλε στην εδραίωση του κινηματογράφου ως μία σημαντικότατη τέχνη, η επονομαζόμενη και έβδομη τέχνη. Για αυτό θεωρείται ο πατριάρχης του γαλλικού σινεμά. Θα ήθελα να τονίσω ότι στο Φεστιβάλ Βενετίας έχουν βραβευθεί πολλοί μεγάλοι σκηνοθέτες που άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους στην τέχνη αυτή, σε προχωρημένη ηλικία και όχι κατα τεκμήριον με τις κορυφαίες στιγμές τους αλλά επ'ευκαιρία μιας ταινίας τους που συμμετείχε που έδειχνε έτσι η καλλιτεχνική επιτροπή τον σεβασμό τους σε αυτούς τους μεγάλους δημιουργούς. Το 1951 βραβεύεται ο Ακίρα Κουροσάβα με την ταινία του “Ρασομόν”.
Με την ταινία αυτή γίνεται η πρώτη γνωριμία του παγκόσμιου κοινού με τον γιαπωνέζικο κινηματογράφο. Ο Κουροσάβα με το συνολικό του έργο που κράτησε για τα επόμενα 40 χρόνια δικαίωσε το βραβείο και έχει αναγνωριστί από τους πάντες σαν ένας από τους μεγαλύτερους δημιουργούς του κινηματογράφου σε όλη την ιστορία του. Με τη βράβευση αυτή δείχνει ότι το φεστιβάλ Βενετίας προσπαθούσε να κάνει ευρέως γνωστό κινηματογραφικές σχολές ή μεμονωμένους σκηνοθέτες από χώρες που δεν είχαν πρόσβαση στο παγκόσμιο κοινό. Αυτός ο χαρακτήρας διατηρείται μέχρι σήμερα.
Το 1952 βραβεύεται ένας ακόμε μεγάλος γάλλος σκηνοθέτης ο Ρενέ Κλεμάν με την ταινία “Απαγορευμένα Παιχνίδια”. Ισως η πιο ευαίσθητη αντιπολεμική ταινία όλων των εποχών με ήρωες ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι κάτω των 10 ετών με φόντο τη γερμανική κατοχή στην επαρχία της Γαλλίας. Αναφέρω την παραπάνω ταινία γιατί στο φεστιβάλ Βενετίας μετράει ακόμα και σήμερα το μήνυμα που εκπέμπει μια ταινία. Αυτό έγινε πιο έντονο αργότερα με τη βράβευση στρατευμένων σκηνοθετών, κυρίως Ιταλών, στην αριστερή ιδεολογία. ( Όλμι, Ρόζι, Ζουρλίνι, Ποντεκόρβο κ.α.).
Στη συνέχεια δεν απονεμήθηκε ο χρυσός λέοντας αλλά αργυρός (δεύτερο βραβείο) διαδοχικά στις ταινίες Vitelloni (Φίλοι), La strada του κορυφαίου ιταλού σκηνοθέτη Φεντερίκο Φελλίνι, ο οποίος ποτέ δεν βραβεύθηκε με το πρώτο βραβείο.
Το 1955 βραβεύεται σε μεγάλη ηλικίa ο δανός Dreyer Carl με την ταινία “Ordet”. Ενας σκηνοθέτης βαθειά θρησκευόμενος και με τεράστιο έργο στο μεσοπόλεμο και στον βουβό κινηματογράφο.
Κάτι αντίστοιχο συνέβη το 1959 που βραβεύεται ο Ρομπέρτο Ροσελίνι με το χρυσό λέοντα με την ταινία του “Il generale della rovere” .
O μεγάλος αυτός Ιταλός σκηνοθέτης ουσιαστικά μαζί με το Λουκίνο Βισκόντι θεωρούνται οι ιδρυτές του μεταπολεμικού ιταλικού σινεμά. Μαζί με τον Ροσελίνι βραβεύθηκε και ο Μάριο Μονιτσέλι (εξ ημισείας) , μεγάλος ιταλός σκηνοθέτης όχι βέβαια αντίστοιχος με τους άλλους δύο που έγινε ο καλύτερος εκφραστής του ιταλικού εμπορικού σινεμά στις επόμενες δύο δεκαετίες. Ο Λουκίνο Βισκόνι βραβεύθηκε αργότερα το 1965 με την ταινία του “Vaghe stelle dell'Orsa” (Μακρινά αστέρια της Αρκτου) ίσως από τις πιο αδύνατες στιγμές του στην πολύχρονη εκπληκτική καριέρα του.
Το 1957 βραβεύεται ο Σατγιαζίτ Ρέυ για την ταινία του Αparajito.
Εδώ έχουμε ακόμα μια περίπτωση όπου το διεθνές κοινό συναντά για πρώτη φορά έναν πολύ μεγάλο σκηνοθέτη αλλά και το ινδικό σινεμά που μέχρι και σήμερα είναι ίσως η πιο ανθηρή βιομηχανία κινηματογράφου με την αμερικάνικη. (Βollywood κατά το Hollywood).
Το 1959 αλλάζει το παγκόσμιο σινεμά με το γαλλικό κινηματογραφικό ρεύμα Νουβελ Βαγκ με κύριους εκφραστές τον Ζαν Λυκ Γκοντάρ, Φρανσουά Τρυφώ, Αλαίν Ρεναί, Κλώντ Σαμπρόλ, Ερίκ Ρομέρ, Λουί Μαλ κά.
Το 1961 βραβεύεται ο Αλαίν Ρεναί με την κορυφαία ταινία του ΄L'anne deniere a Marienbad' (Πέρσι στο Μάριενμπαντ). O Γκοντάρ θα βραβευθεί το 1983 με μία εκδοχή της Καρμεν “Prenom Carmen” εκφράζοντας η καλλιτεχνική επιτροπή το σεβασμό της για τον μεγαλύτερο αμφισβητία του ακαδημαικού σινεμά.
Το 1962 βραβεύεται ο ρώσος Αντρέι Ταρκόφσκι για την ταινία του “Ivanovo detstvo”.
Mετέπειτα αναγνωρίζεται ως ο μεγαλύτερος σύγχρονος ρώσος σκηνοθέτης. Το 1964 βραβεύεται ο ιταλός Μικαελάντζελο Αντονιόνι για την ταινία του “Desserto Rosso”
Κόκκινη Ερημος. Εχει ολοκληρώσει την περιβόητη τριλογία του Περiπέτεια, Νύχτα και Εκλειψη και κάνει την πρώτη του έγχρωμη ταινία. Το θέμα της είναι η αποξένωση ενός ζευγαριού και οι συνέπειες στη ζωή του σε φόντο ένα βιομηχανικό περιβάλλον βαρύτατα μολυσμένο. Ο Αντονιόνι μιλάει για την αποξένωση στις σχέσεις των αστών, κάτι τελείως πρωτοποριακό για το 1965 και που επηρρεάζεται από ένα απίστευτα μολυσμένο περιβάλλον. Οι οικολογικές ανησυχίες εκείνη την εποχή ήταν άγνωστες. Η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη στις ισχυρές χώρες δεν επέτρεπε καμία ένσταση σε οποιοδήποτε θέμα που θα την εμπόδιζε. Πέραν της θεματολογίας που στο σύνολο των ταινιών του Αντονιόνι ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του οι καινούριες φόρμες που εισήγαγε στον τρόπο κινηματογράφισης έγινε άξιον αναφοράς και σύγκρισης. Πολλοί μεγάλοι σκηνοθέτες επηρρεάστηκαν αλλά και θαύμαζαν τον Αντονιόνι, όπως ο Γερμανός Βιμ Βέντερς. Κάνοντας ταινίες μέχρι τα βαθειά του γεράματα ακόμα και όταν έπασχε από βαρειά αναπηρία μας άφησε ένα τεράστιο έργο και δικαιολογημένα θεωρείται από πολλούς ανθρώπους του κινηματογράφου ένας από τους κορυφαίους, αν όχι ο κορυφαίος σκηνοθέτης όλων των εποχών παγκοσμίως.
Το 1967 βραβεύεται ένας μοναδικός σκηνοθέτης, ο ισπανός Λουί Μπουνιουέλ με την ταινία του Belle de jour (H ωραία της ημέρας) με πρωταγωνίστρια την Κατρίν Ντενέβ. Ο Μπουνιουέλ ξεκίνησε από την εποχή του βωβού, δεκαετία του 20 και 30,σουρεαλιστής, μοναδικός σκηνοθέτης που προσπάθησε να μεταφέρει τις αρχές αυτού του καλλιτεχνικού κινύματος του μεσοπολέμου στον κινηματογράφο, φίλος του Σαλβαντόρ Νταλί, διωχθείς από τον δικτάτορα Φράνκο, πέρασε αυτοεξόριστος χρόνια στο Παρίσι και μετά στο Μεξικό και μετ'έπειτα στο Παρίσι. Αθεος, αντισυμβατικός, μόνιμος σαρκαστής των αστών και μικροαστών, ειρωνικός προς την καθολική εκκλησία, συνεπής με τα πιστεύω του μέχρι το θάνατό του.
Το 1981 επανέρχεται το φεστιβάλ Βενετίας μετά από μια διακοπή σε διαγωνιστική μορφή και βραβεύεται ο βετεράνος της Νουβέλ Βαγκ Λουί Μαλ με την ταινία “Αtlantic City” μαζί εξ'ημισίας με τον ελληνικής καταγωγής αμερικάνο σκηνοθέτη Τζων Κασαβέτις για την ταινία του “Γκλόρια” με την Τζίνα Ρόουλαντς, κορυφαία στιγμή της καριέρας του ένας σκηνοθέτης που συμβολίζει τον ανεξάρτητο αμερικάνικο κινηματογράφο. Το 1982 βραβεύεται ο μεγαλύτερος Γερμανός σκηνοθέτης Βιμ Βέντερς με την καλύτερή του ταινία μέχρι στιγμής “The state of Things” .
H ταινία αυτή την υποδέχτηκε το φεστιβάλ με ενθουσιασμό. Γυρισμένη σε ασπρόμαυρο φιλμ προσέδιδε μια νοσταλγία για έναν κινηματογράφο μιας άλλης εποχής. Βασικός ήρωας της ταινίας είναι ένας σκηνοθέτης που γυρίζει μια ταινία στην Πορτογαλία και αναγκάζεται να σταματήσει τα γυρίσματα επειδή ο αμερικάνος παραγωγός της ταινίας διακόπτει τη χρηματοδότηση. Ο σκηνοθέτης ταξιδεύει στην Αμερική για να τον συναντήσει. Μετά από απεγνωσμένες προσπάθειες τον συναντά σε ένα αυτοκινούμενο τροχόσπιτο που είναι ο τόπος κατοικίας του παραγωγού γιατί κρύβεται από αυτούς που τον κυνηγούν. Στην τελευταία χαρακτηριστική σκηνή, πιστολέρο πυροβολούν τον παραγωγό και μια αδέσποτη σφαίρα τραυματίζει θανάσιμα τον σκηνοθέτη. Καθώς σωριάζεται στο έδαφος συνεχίζει να κινηματογραφεί με μια ερασιτεχνική φιλμ κάμερα τί βλέπει. Ο θεατής βλέπει το υποκειμενικό του σκηνοθέτη. Κατά μία ανάγνωση η ταινία αυτή σηματοδοτεί το τέλος του κινηματογράφου του δημιουργού. Ο θάνατος του σκηνοθέτη έστω και τυχαία δείχνει ότι δεν έχει θέση στο μοντέλο παραγωγής ταινιών που έρχεται. Δε θα βρίσκει χρήματα για να κάνει ταινίες άρα δεν θα έχει λόγο ύπαρξης.
Στη δεκαετία του 80 όλοι οι μεγάλοι δημιουργοί του κινηματογράφου σιγα-σιγά είτε έχουν φύγει από τη ζωή ή εκλείπουν χρόνο με το χρόνο. Το αμερικάνικο μοντέλο ταινιών με γοργά βήματα εκτοπίζει κάθε τί που αντιστέκεται σε αυτό και επικρατεί σχεδόν ολοκληρωτικά. Ετσι και το φεστιβάλ Βενετίας βραβεύει τα δύο επόμενα χρόνια (83&84) τον "Πάπα" της nouvelle vague (νουβελ βαγκ: Νέο Κύμα), τον Γκοντάρ, και μαζί του τον Ερίκ Ρομέρ. Τα βραβεία αυτά μοιάζουν ίσως με ένα μνημόσυνο για το "σινεμά του δημιουργού" (cinema d'auteur/createur) που εκλείπει. Στη συνέχεια τα βραβεία πηγαίναν σε ταινίες από χώρες μικρές ή τρίτες. Εξαίρεση στο γενικότερο κανόνα ήταν οι βραβεύσεις του ρώσου Νικήτα Μιχάλκωφ (Urga 1991), του αμερικάνου Ρόμπερτ Αλτμαν (Short Cuts 1992) και του πολωνού Κριστόφ Κισλόφσκι (Treis coulours, Blue 1993).
Tελευταία πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι το άνοιγμα του Φεστιβάλ Βενετίας στο κινέζικο κινηματογράφο και η καθιέρωση του κινέζου σκηνοθέτη Ζαν Γιμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Ενα φεστιβάλ κινηματογράφου στηρίζει την αίγλη του στα ονόματα των σκηνοθετών που συμμετάσχουν και στις ταινίες τους. Μπορεί να μην υπάρχουν πια ονόματα όπως του Φελίνι, του Αντονιόνι, του Ροσελίνι, του Βισκόντι, του Μπουνιουέλ, του Ρεναί, του Ταρκόφσκι, του Κουροσάβα, του Ρενουάρ ή του Ντράγιερ όμως ακόμα το φεστιβάλ Βενετίας δεν έχει χάσει την αίγλη του ούτε τη θέση του στο παγκόσμιο κινηματογραφικό γίγνεσθαι. Η επιμονή στις βασικές αρχές επιλογής των ταινιών που συμμετάσχουν (βραβεύσεις σε μεγάλους σκηνοθέτες, ανάδειξη νέων και μικρών κινηματογραφιών, ταινίες με καλλιτεχνικές αξιώσεις και με μυνήματα) καθιστούν το φεστιβάλ Βενετίας το σημαντικότερο βήμα για να παρουσιάσει ένας κινηματογραφιστής το έργο του στη διεθνή κοινότητα του κινηματογράφου και στη συνέχεια να αποκτήσει πρόσβαση στο διεθνές κοινό.
Το φεστιβάλ Βενετίας γίνεται στο νησάκι Lido στο Palazzo del Cinema στο Lungomare Marconi και σε άλλες αίθουσες που βρίσκονται κοντά.
Δράκος (1956) Νίκος Κούνδουρος
Μεγαλέξαντρος (1980) Θεόδωρος Αγγελόπουλος
Delivery (2004) Nίκος Παναγιωτόπουλος
Αttenberg (2010) Aθηνά-Ραχήλ Τσαγγάρη
Αλπεις (2011) Γιώργος Λάνθιμος
ΠΗΓΕΣ Sites www.labiennale.org (επίσιμο site του Φεστιβάλ Βενετίας) wikipedia.org/venice film festival Για οποιαδήποτε ταινία ή σκηνοθέτη που βραβεύθηκε ή συμμετείχε στο φεστιβάλ Βενετίας είναι απολύτως σύγουρο ότι μπορούμε να ανατρέξουμε σε πλήθος λημμάτων μέσω internet και να ενημερωθούμε πολύ καλύτερα. Η παραπάνω παρουσίαση όπως καταλαβαίνουν όλοι ήταν πολύ περιληπτική αλλά έχει σαν σχόχο να ενδιαφερθούν τα παιδιά, αλλά και τα μεγαλύτερα “παιδιά” να δουν ταινίες με αναγνωρισμένη ποιότητα, άλλες που έγραψαν ιστορία, να τις αναζητήσουν καθώς και να γνωρίσουν το έργο σκηνοθετών που κατέχουν περίοπτη θέση στον παγκόσμιο κινηματογράφο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου