Δευτέρα 10 Ιουλίου 2017
Ο SHAKESPEARE ΤΩΝ ΣΟΝΕΤΩΝ, του Νίκου Ξένιου
O Σαίξπηρ των Σονέτων
(για τα Σονέτα του William Shakespeare σε μετάφραση της Λένιας Ζαφειροπούλου από τις εκδόσεις Gutenberg).
Του Νίκου Ξένιου
Με τις ευχές του στον κύριο W.H. «να κερδίσει την ευτυχία και την αιωνιότητα», δηλαδή την υστεροφημία που του εξασφαλίζει η Ποίηση, ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ προλογίζει τα 154 σονέτα του. Στους κύκλους των φιλολόγων κερδίζει έδαφος η άποψη πως ο μυστηριώδης κύριος W. H. είναι το ίδιο πρόσωπο με τον νεαρό άνδρα προς τον οποίον απευθύνονται τα σονέτα 1-126, ενώ παραμένει μυστηριώδης η μορφή της «μαύρης κυρίας», δηλαδή της μελαχροινής γυναίκας προς την οποίαν απευθύνονται τα σονέτα 127-154. Η δίγλωσση έκδοση του corpus των σαιξπηρικών «Σονέτων» από τον Gutenberg σε δεκαπεντασύλλαβη ιαμβική μετάφραση Λένιας Ζαφειροπούλου είναι ένας εκδοτικός άθλος, που γίνεται ακόμη πιο περίτεχνος από τον λυρικό, ιδιαίτερα κατατοπιστικό πρόλογο της μεταφράστριας.
Τον Σαίξπηρ κατατρύχει το επελαύνον γήρας, που ωστόσο μετατρέπεται σε προμαχώνα από τον οποίο εξαπολύει πικρή κριτική στο αντικείμενο του πόθου του: «όταν θα σκάβουν αυλακιές του κάλλους σου το αμπέλι (…) τότε πού βρίσκετ’ η ομορφιά σου αν ερωτηθείς (…) μες στα σβησμένα μάτια σου πως βρίσκεται μην πεις».
Όπως ο Κύριος της χριστιανικής παραβολής των ταλάντων, έτσι και η Φύση χαρίζει δώρα, λέει ο μεγάλος ποιητής της Αναγέννησης, και ζητά λογαριασμό για την καλή ή κακή διαχείρισή τους στο τέλος της ζωής: υπό αυτό το πρίσμα θεωρούμενα, η ομορφιά και το νεανικό σφρίγος είναι «δώρα» των οποίων ο άγνωστος παραλήπτης των ποιημάτων δεν έκανε καλή χρήση (ή, τουλάχιστον, αυτό το συναίσθημα κατατρώγει τον ποιητή). Πρόκειται για το πορτραίτο ενός άπληστου νέου άνδρα που δεν αγαπά στην πραγματικότητα κανέναν, που η αλαζονεία του πληγώνει τους πάντες, που δεν τεκνοποιεί (όπως θα έπρεπε) ώστε να διαιωνίσει, μέσω μιας line of life, το θαύμα της ύπαρξής του. Ο ποιητής υπερβάλλει και με ακραίο αισθητισμό περιγράφει την ανθρώπινη ζωή σαν μια τεράστια σκηνή θεάτρου που την σχολιάζουν τα αστέρια από ψηλά. Ο αμφίφυλος αποδέκτης του σονέτου 20 («η Φύση σου ’χει ζωγραφίσει γυναίκας όψη, αφέντη εσύ του πάθους μου») φαίνεται να πήρε ανδρικό δέμας για να τυραννήσει τον ποιητή, σε μιαν εποχή που ο σοδομισμός στηλιτεύεται και επισύρει βαρύτατες ποινές και σε μιαν ηλικία που στερεί τον άνθρωπο από τα θέλγητρά του. Διπλή στέρηση λοιπόν: της ελευθερίας του πόθου και της νεότητας.
Το ατελέσφορον του σαρκικού πόθου οδηγεί τον Σαίξπηρ σε μετάθεση του βάρους σε πλατωνικό επίπεδο: «Απ’ της αγάπης την ισχύ μοιάζω να ξεψυχάω, συνθλίβομαι απ’ το κράτος της με βάρος τρομερό». Μια ψυχολογική ερμηνεία των σονέτων θα μπορούσε να οδηγήσει σε απλουστευτικά συμπεράσματα περί καταπιεσμένης ομοφυλοφιλίας και να εξαντλήσει εκεί την κατανόηση αυτών των ποιημάτων που, εις πείσμα της επιπολής ανάγνωσης, αντλούν την εκλεκτική ποιότητά τους από τη φιλοσοφική ενατένιση του ερωτικού πάθους. Επίμοχθη και βασανιστική είναι η κατάκτηση του βήματος απ’ όπου μπορεί ο ποιητής, αυτοϋπονομευόμενος και συντετριμμένος, να υμνήσει την πεμπτουσία του Κάλλους, που βρίσκεται πέρα από την παραπλανητική εικόνα που έχουν τα μάτια. Ο Έρως θεσπίζεται από τον γράφοντα και στον ναό του ο ίδιος λειτουργεί, ερήμην του ερώμενου προσώπου, με μια μοναδική ιερατικήν επισημότητα και με απόλυτη συναίσθηση του μάταιου του εγχειρήματος.
Τα ράκη ενός μη ανταποδιδόμενου, ηττημένου ερωτικού συναισθήματος ενδύεται ο ποιητής για να υμνήσει τον καταστροφέα του, εκούσια υποβάλλοντας τον εαυτό του σε αυτό το μαρτύριο: «Τέτοιος πλούτος του έρωτά σου η σκέψη είναι, που πλέον δεν θ’ άλλαζα τη μοίρα μου μ’ αυτή των βασιλέων». Το πρόσωπο του αγαπώμενου προσώπου συγκεντρώνει όλα τα «τρόπαια» των κομματιών της ύπαρξης του ποιητή που απήλαυσαν όλοι οι προηγούμενοι εραστές του. Διαφορά προθέσεων, διαφορά ηλικίας και εξωτερικής ομορφιάς, διαφορά κοινωνικής τάξης ανάμεσα στον ποιητή και τον αγαπημένο του, δημιουργούν ένα αγεφύρωτο χάσμα ενοχής και φόβου του στιγματισμού που γίνεται ασφυκτικό. Ο κουρελιασμένος έρωτάς του, στη διάσταση της αφοσίωσης και στη διάσταση της λαγνείας («θανάσιμο έχουν πόλεμο το μάτι κι η καρδιά μου και μάτια και καρδιά μαζί γλεντούν τον έρωτά μου») απειλείται από την αποσύνθεση και τη φθορά (decay).
Η ζωντανή καταγραφή της μνήμης λειτουργεί στα σαιξπηρικά σονέτα ως αλληγορία, διατρανώνοντας το απαράγραπτο δικαίωμα του βάρδου στην παραγωγή ποιητικών ψευδαισθήσεων, των οποίων μάλιστα δικαιούται την πλήρη κάρπωση. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει, έκπληκτος βέβαια, πως όλο αυτό το δράμα τεκταίνεται ερήμην του αγαπώμενου προσώπου. Είναι χαρακτηριστικό το σονέτο 79, όπου «της χάριτος ο χρόνος» μαραίνεται και η Μούσα του ποιητή είναι άρρωστη, τη στιγμή που ο αγαπημένος του «δίνεται» (τρόπον τινά) σε άλλον ποιητή. Ο «ιδεώδης φίλος» περιγράφεται ως ερμητικά κλειστός κήπος: μια παραδείσια σύλληψη που ανάγει την καταγωγή της στον Μεσαίωνα. Ο Σαίξπηρ δεν φροντίζει ιδιαίτερα τη μορφή του στίχου του ούτε επεξεργάζεται σχολαστικά τα σονέτα του, και αυτό επίσης είναι γνώρισμα της μεσαιωνικής παράδοσης (αντίληψης περί αρετής και αγνότητας) που ψυχομαχεί, για να παραχωρήσει πανηγυρικά τη θέση της στο κυρίαρχο ανθρωποκεντρικό κοσμοείδωλο της εποχής που επελαύνει.
Στο σονέτο 109 ένας χωρισμός τριών χρόνων φαίνεται να έχει επιφέρει μια αιτία ρήξης: το συναίσθημα του ποιητή έχει ψυχρανθεί κάπως και με ελαφρά απολογητική διάθεση, στο σονέτο 110, ο Σαίξπηρ παραδέχεται πως οι μικρές απιστίες του απλώς οφείλονταν στην αναζήτησή του της χαμένης νιότης: «τα άθλια πειράματά μου», λέει, και αυτήν την «ελαφρά» απολογία τη συνεχίζει στα σονέτα 111-120, χρησιμοποιώντας παρόμοιες εκφράσεις αυτό-στιγματισμού: "stain", "frailties" (109); "offences" (110); "harmful deeds", "infection" (111); "shames" (112); "diseased": είναι οι «οικτρές μου πράξεις», το «λεκιασμένο χέρι», το «σκάνδαλο», η «νόσος», η «αμέλεια» της τόσο λυρικής μετάφρασης της κυρίας Ζαφειροπούλου που όμως -καθώς η ίδια, με θαυμαστή ταπεινότητα, παραδέχεται- στερείται «του μυστηρίου της αρχαίας γλώσσας» και των πολλαπλών συνυποδηλώσεων του πρωτοτύπου.
Είναι αμφίβολο το κατά πόσον κάποια σονέτα της πρώτης ομάδας (1-126) πράγματι ανήκουν εκεί, γιατί εκ πρώτης όψεως απευθύνονται σε ένα γυναικείο (ή γυναικόμορφο) πρόσωπο (97, 98, 99). Βέβαια τα ήθη της εποχής επιτρέπουν την τρυφερότητα μεταξύ ανδρών, τόσο εκπεφρασμένη σε στίχους αφοσίωσης όσο και σε χειρονομίες, ωστόσο τα σονέτα 97, 98 και 99 παραείναι εξωστρεφή και αποκαλυπτικά για την εποχή εκείνη. Φυσικά εκκρεμεί και το ζήτημα της πρόθεσης δημοσίευσης κάποιων ποιημάτων και γενικότερα το τοπίο είναι μάλλον σκοτεινό για περαιτέρω βεβαιότητες. Όπως σοφά και με μεγάλη γλυκύτητα προλογίζει η μεταφράστρια: «ένας ανελέητος πόλεμος κατά της κοινοτοπίας, αντιπερισπασμός στα καλλιπάρθενα πρότυπα του αυλικού έρωτα είναι και η εμμονή του ποιητή για τη «μαύρη κυρία» του: ένα ισχυρό ράπισμα στο αναγεννησιακό κλισέ: fair = ξανθή = ωραία», στο μέτρο στο οποίο οι εκφράσεις «π-αιδοίο της ντροπής» και «τετρ-άδοιο» αποδίδουν τους πολυσήμαντους και άκρως υπαινικτικούς αγγλισμούς του.
Το έργο Shakespeare’s Sonnets δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στα 1609 από τον Thomas Thorpe στο Λονδίνο. Αυτή η πρώτη έκδοση, ονομαζόμενη Quarto, είναι ό,τι παλαιότερο έχουμε, καθώς χειρόγραφα δεν σώζονται. Δεν ξέρουμε τίποτε για τις λεπτομέρειες αυτής της έκδοσης, για το αν ο εκδότης είχε τη σύμφωνη γνώμη του ποιητή ή για το αν ο Σαίξπηρ επιμελήθηκε ο ίδιος την τελική μορφή του χειρογράφου, τη σειρά των ποιημάτων κ.λπ. Το βιβλίο αφιερώνεται από τον εκδότη σε κάποιον Mr. W.H., η ταυτότητα του οποίου είναι άγνωστη. Το έργο αποτελείται από 154 άτιτλα, αριθμημένα σονέτα με την ίδια πάντα δομή: τρία τετράστιχα με ομοιοκαταληξία πλεκτή και διαφορετική στην κάθε στροφή και ένα συμπερασματικό δίστιχο με ζευγαρωτή ρίμα. Εξαίρεση σ’ αυτή τη μορφή αποτελούν το δεκαπεντάστιχο σονέτο 99 και το δωδεκάστιχο 126, αποτελούμενο από 6 δίστιχα με ζευγαρωτή ρίμα. Τα σονέτα 1-126 απευθύνονται σε έναν νεαρό άνδρα. Τα σονέτα 127-154 απευθύνονται στη μαύρη κυρία, όπως την λέει η βιβλιογραφία, παρ’ όλο που οι λέξεις black lady δεν απαντώνται πουθενά στο έργο. Πρόκειται για μια μελαχροινή ερωμένη πλασμένη από τον Σαίξπηρ εις πείσμα όλων των ξανθών πετραρχικών και ελισαβετιανών προτύπων γυναικείου κάλλους και αρετής. Για να χρονολογηθούν τα ποιήματα, έχουν μελετηθεί μέσα τους οι σπάνιες πρώιμες και όψιμες λέξεις, λέξεις δηλαδή που εμφανίζονται το πολύ εννέα φορές μέσα στο σύνολο του σαιξπηρικού έργου, οι μεν πρώιμες σε έργα πριν το 1600, οι δε όψιμες σε έργα μετά το 1600. Σύμφωνα λοιπόν με τη μελέτη αυτή, τα σονέτα της μαύρης κυρίας, 127-154 είναι πρωιμότερα, γραμμένα από το 1591 ώς το 1598, ενώ τα ποιήματα 1-126 θεωρούνται μεταγενέστερα, γραμμένα από το 1598 ώς το 1604.
Η μεταφράστρια Λένια Ζαφειροπούλου λέει σε συνέντευξή της:
"Ελάχιστες αναφορές κάνουν τα σονέτα σε ιστορικά γεγονότα, θα έλεγα σχεδόν μόνον τις εξής δύο: Το σονέτο 73 παρομοιάζει τα γυμνά κλαδιά του χειμώνα με τα κατεστραμμένα ρωμαιοκαθολικά μοναστήρια της Αγγλίας. Τολμηρό για έναν υπήκοο της Ελισάβετ να δείχνει ότι πενθεί για τα παπικά ερείπια. Η δεύτερη αναφορά βρίσκεται στο σονέτο 107 κι είναι πολύ αινιγματική. Ο Σαίξπηρ μιλά για μια συμφορά που πέρασε κι αποδείχτηκε λιγότερο καταστροφική απ’ όσο αναμενόταν. Μπορεί να εννοεί την κραταιά ισπανική Αρμάδα που οι Άγγλοι κατατρόπωσαν το 1588. Μπορεί όμως να εννοεί και τον ίδιο το θάνατο της βασίλισσας Ελισάβετ το 1603. Το θάνατο αυτόν τον περίμεναν στην Αγγλία με τρομερή ανησυχία, καθώς η βασίλισσα ήταν άτεκνη και η χώρα φοβόταν αναταραχές, εμφύλιες διαμάχες, μέχρι και σφετερισμό του θρόνου από ξένες δυνάμεις μετά την εκδημία της. Τελικά, η γρήγορη και απρόσκοπτη στέψη του Ιακώβου Α’ διέψευσε τους κακούς μάντεις.
Κατά τα άλλα, στα σονέτα υπάρχουν πολλές και εμφανείς αναφορές στη Βίβλο. Η Βίβλος είναι φανερά πολύ παρούσα στους συνειρμούς του ποιητή, όπως βέβαια και στο μυαλό όλων των συγχρόνων του. Ύστερα, οι ασκήσεις του Σαίξπηρ πάνω στο θέμα έρωτας, ερωτική εξουσία και υποταγή, πίστη και απιστία, αλήθεια και πλάνη του ερωτικού αισθήματος, περνούν από όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής του 16ου αιώνα: είναι φορές που η ερωτική υπόθεση μοιάζει με δίκη κι έχει γλώσσα δικανική. Άλλη φορά μοιάζει με εμπόριο, με οικονομική συναλλαγή ή με τοκογλυφία κι έχει τη γλώσσα του χρήματος. Κάποιες φορές πρέπει ο έρωτας να διαλαληθεί σ’ όλη την ανθρωπότητα μέχρι τα τέλη των αιώνων. Αλλού πρέπει να κρυφτεί μακριά απ’ το ζηλόφθονο βλέμμα του κόσμου. Άλλες φορές σου φέρνει δόξα. Άλλες σε γελοιοποιεί. Αλλού ο Σαίξπηρ γράφει επειδή ο έρωτας αξίζει τα πάντα και αλλού επειδή ο έρωτας δεν αξίζει τίποτα. Σε σχέση με την ερωτική ποίηση που έχουμε συνηθίσει ως μεταρομαντικοί άνθρωποι, είναι εντυπωσιακό το ότι ο Σαίξπηρ περνά συνεχώς τον έρωτα μέσα από εκφάνσεις του δημόσιου βίου, μέσα απ’ το κοινωνικό κύρος, την εξουσία, το χρήμα και την κοινή γνώμη. Αυτό εκθέτει και τον ποιητή και τον εραστή του πολύ περισσότερο απ’ όσο η ιδιωτική ερωτική ποίηση και κάνει τον ερωτισμό του πολύ πιο επικίνδυνο, ταραγμένο και σκανδαλώδη".
" Παρά το γεγονός ότι ο Έρωτας κυριαρχεί ως θεματική, υφέρπει ο ύμνος στον εφήμερο χαρακτήρα της ζωής και του νεανικού κάλλους και καιροφυλακτεί η παγίδα του πόθου ως επικρεμάμενη απειλή. Η παροδικότητα και συντομία της νιότης κυριαρχεί στα σονέτα 1-17, στο 18 και στο 55 επιχειρείται η απαθανάτιση του νεαρού άντρα και στα τελευταία της πρώτης ενότητας (116, λόγου χάριν) αποτυπώνεται η πλατωνική διέξοδος ως αντίδοτο της θνητότητας. Το σημαντικό σε αυτήν την έκδοση είναι πως πληροί τις προδιαγραφές μιας σώφρονος, μετρημένης αναμέτρησης με το δύσβατο σημασιολογικό πεδίο που διανοίγουν τα σονέτα του μεγάλου ελισαβετιανού βάρδου, που, όσο κι αν συχνά αμφισβητείται η πατρότητα ή η γνησιότητα ή η συνοχή κάποιων απ’ αυτά, μας αποκαλύπτουν μιαν ανομολόγητη και από κάποιους μη αποδεκτή έκφανση της προσωπικότητας του Σαίξπηρ", συνεχίζει η Λένια Ζαφειροπούλου.
Σχεδόν σε όλα τα σονέτα το πρώτο ή έστω το δεύτερο θέμα είναι ο χρόνος. Ο Σαίξπηρ πολεμά μέσα τους το χρόνο με όλα τα κλασικά όπλα της ποίησης: με τον ερωτικό ύμνο, την εξιδανίκευση του αγαπημένου, την καύχηση για τη δύναμη των στίχων, τα αισιόδοξα αποφθέγματα, τους όρκους για αιώνια μνήμη και αιώνια αγάπη. Και όμως, ίσα ίσα με το ότι είναι τόσο πολλά και τόσο παράφορα αυτά τα σονέτα, είναι σαν ο ποιητής τους να υπερεκθέτει και να μαζεύει σ’ ένα σωρό τον ανθρώπινο ζήλο κατά της λήθης, για να κρυφογελάσει με τη ματαιότητά του. Ο Σαίξπηρ ξέρει πως «είμαστε απ’ το υλικό που φτιάχνονται τα όνειρα», όπως λέει στην Τρικυμία, και πως η ζωή μας ξεστήνεται όπως ξεστήνεται το σκηνικό του μετά την παράσταση. Όλα του τα έργα έχουν τεράστιο πόλεμο με το χρόνο. Αλλά ο Σαίξπηρ ζει την ύπαρξη με την ελαφρότητα και το ριψοκίνδυνο μειδίαμα της εποχής του. Ξέρει πως όσο υπέρτερη και αθάνατη τέχνη κι αν σερβίρει επί σκηνής, μόλις περάσει τα τείχη του Globe και στρίψει στη γωνία, εκεί τον περιμένει η πανούκλα, το στιλέτο μιας συμμορίας ή η αιφνίδια κρατική δυσμένεια. Έτσι γελά με τον εαυτό του, τον έρωτά του, τον νέο του και με ολόκληρη τη γήινη σφαίρα.
Η Ανθούλα Δανιήλ γράφει στην κριτική της: "Στην παράμετρο των ποιητών που επέδρασαν πάνω στον Σαίξπηρ επισημαίνεται, με κάποια επιφύλαξη, ο Πετράρχης που ωστόσο δεν ήταν γνωστός τόσο ως ερωτικός, αλλά ως στοχαστικός υμνητής της υστεροφημίας. Ο Μιχαήλ Άγγελος έχει γράψει κι εκείνος για αγαπημένο φίλο, ο Έρασμος έχει προτροπές για γάμο, όπως τα σονέτα 1-17 του Σαίξπηρ, και ο Οβίδιος στον επίλογο των Μεταμορφώσεών του «αυτοανακηρύσσεται νικητής του θανάτου διά της ποιήσεως». Διαφορά σημαντική ανάμεσα σε όλα αυτά και τον Σαίξπηρ είναι η δύναμη του θέματος και όχι η τέχνη του ποιητή, «η ίδια η αξία του νεαρού φίλου». Όμως, και εδώ επισημαίνεται μια σοβαρή ανατροπή, εφόσον ο Σαίξπηρ με τη μαύρη κυρία του φαίνεται να «βγάζει τη γλώσσα» σε όλες τις αγγελικές αναγεννησιακές φιγούρες και γενικά στον καθωσπρεπισμό. Από την άλλη πάλι, στη θεματολογία του, υπάρχει και η προτροπή για γάμο και για ποίηση, αφού με αυτούς τους τρόπους μπορεί κανείς να παραμείνει στη μνήμη των ανθρώπων. Άλλοτε, πάλι, αυτοαμφισβητείται, άλλοτε μιλά για την ασθένεια του έρωτα ή το μηδέν του έρωτα. Γενικώς, οι καταμετρημένες απόψεις, για το τι είναι ή δεν είναι ο έρωτας, και πολλές και ποικίλες είναι. Από την ενότητα, λοιπόν, «Περί έρωτος και άλλων δεινών», επιλέγουμε ερωτήματα: Ο έρωτας είναι η «ευλογημένη εξαίρεση στους νόμους της παγκόσμιας αδιαφορίας»; Είναι η «Ύβρις αδιαφορίας προς την υπόλοιπη κτίση»; Είναι «αρετή της απάρνησης ή η ύβρις της ειδωλολατρίας»; Μήπως «έξοδος από τα τείχη ή εγκλεισμός στο κάστρο», «ευλογία, αποκάλυψη της κρυφής αρμονίας του κόσμου»; Αυτά και πολλά άλλα, συχνά αντικρουόμενα και αλληλοαναιρούμενα, θα συναντήσει κανείς για να αποφανθεί τελικά ότι ο έρωτας είναι, και δεν είναι, όλα αυτά μαζί και κάμποσα ακόμα".
Παρά το γεγονός ότι ο Έρωτας κυριαρχεί ως θεματική, υφέρπει ο ύμνος στον εφήμερο χαρακτήρα της ζωής και του νεανικού κάλλους και καιροφυλακτεί η παγίδα του πόθου ως επικρεμάμενη απειλή. Η παροδικότητα και συντομία της νιότης κυριαρχεί στα σονέτα 1-17, στο 18 και στο 55 επιχειρείται η απαθανάτιση του νεαρού άντρα και στα τελευταία της πρώτης ενότητας (116, λόγου χάριν) αποτυπώνεται η πλατωνική διέξοδος ως αντίδοτο της θνητότητας. Το σημαντικό σε αυτήν την έκδοση είναι πως πληροί τις προδιαγραφές μιας σώφρονος, μετρημένης αναμέτρησης με το δύσβατο σημασιολογικό πεδίο που διανοίγουν τα σονέτα του μεγάλου ελισαβετιανού βάρδου, που, όσο κι αν συχνά αμφισβητείται η πατρότητα ή η γνησιότητα ή η συνοχή κάποιων απ’ αυτά, μας αποκαλύπτουν μιαν ανομολόγητη και από κάποιους μη αποδεκτή έκφανση της προσωπικότητας του Σαίξπηρ.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου