Δευτέρα 10 Ιουλίου 2017

Η ΟΠΕΡΑ "LA FENICE"

ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΝΕΤΙΑ του Νίκου Ξένιου (από το "Ποντίκι" https://issuu.com/topontikigr/docs/art316/10)
Bαπορέτο. Σιταποθήκες των Stucchi. Lido. Lucchino Visconti. Φωνές μοναχών εκείνου του τάγματος. Πασχίζουν να σπρώξουν δυο αναγεννησιακές γαλέρες και να φράξουν το στόμιο του μοναστηριού τους, όταν ακουν τον βρυχηθμό του κύματος.
Κλεισμένη στα νησάκια της, η Βενετία δεν έρχεται σε επαφή με τη δασώδη κεντρική Ευρώπη. Στα υπόγειά της απλώς περιδιαβάζουν οι αρουραίοι. Την ίδια ώρα, στις σιταποθήκες της Ευρώπης, οι αρουραίοι εξολοθρεύουν τη σοδειά.
Γαληνοτάτη. Καζανόβας.Shylock. Vilain.Canaletto. Vivaldi. Γόνδολες-φέρετρα κυλούν ανεπαίσθητα ανάμεσα στα μισοβυθισμένα σπίτια. Λοιμοκαθαρτήριο. Στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου ένας νεαρός Έλληνας τραγουδά το "Cosi va chi ha ventura" του Λεονταρίτη.
Η Βενετία δεν έχει ανάγκη. Λικνίζεται μεγαλοπρεπής στην υδάτινη κούνια της. Κρύβεται πίσω από περίτεχνες μάσκες. Χορεύει. Ερωτοτροπεί σε βαρκάδες. Σε σκοτεινά νερά με αναμμένους πυρσούς, που φωτίζουν αχνά το δαιδαλώδες, λαβυρινθώδες εσωτερικό της.
Nicolas Roeg. Daphne du Maurier. Donald Sutherland. Julie Christie. Ένα κοριτσάκι με κόκκινη κουκούλα πνιγμένο στα νερά της Βενετίας. Η Γαληνοτάτη κόβει κομμάτια από τις σάρκες των ανθρώπων και τα ρίχνει στο ζύγι. Περιμένει την πτώση της Βασιλεύουσας για να θέσει όρους.
Venice is hated by the British Empire. Γιατί από μόνη της είναι αυτοκράτειρα της Μεσογείου. Και σαν αυτοκράτειρα ξεπεσμένη σε δέχεται στα κανάλια της, λίγο πριν βουλιάξει οριστικά. Δεν έχεις παρά να υποκλιθείς...
Η ΙΤΑΛΙΚΗ ΣΚΗΝΗ ΤΟΥ ΜΕΛΟΔΡΑΜΑΤΟΣ
ΤΖΙΟΥΖΕΠΕ ΒΕΡΝΤΙ
Η Λυρική Σκηνή της Βενετίας «Λα Φενίτσε» παράγγειλε μία όπερα στον Βέρντι το 1850, όταν αυτός ήταν ήδη πολύ γνωστός και με ελευθερία να επιλέγει ο ίδιος τα έργα που προτιμούσε να μελοποιήσει. Ο Βέρντι ζήτησε τότε από τον Πιάβε (με τον οποίο είχε ήδη δημιουργήσει τις όπερες Ερνάνη, Μάκβεθ, κ.ά.) να μελετήσει το θεατρικό έργο Kean του Αλέξανδρου Δουμά, αλλά ένοιωσε ότι χρειαζόταν ένα πιο ζωηρό θέμα για να δουλέψει. Σύντομα βρήκε το "Ο βασιλιάς διασκεδάζει του Ουγκώ". Αργότερα εξήγησε ότι το κείμενο του Ουγκώ «Περιέχει εξαιρετικά δυνατές θέσεις... ...Το θέμα είναι μεγαλειώδες και διαθέτει ένα χαρακτήρα που αποτελεί μία από τις σημαντικότερες δημιουργίες του παγκόσμιου θεάτρου όλων των εποχών.» Ωστόσο το θέμα ήταν ιδιαίτερα αμφιλεγόμενο και ο Ουγκώ είχε ήδη αντιμετωπίσει προβλήματα με τη λογοκρισία στη Γαλλία, με ανεβάσματα του έργου να έχουν απαγορευθεί μετά την πρώτη παράσταση σχεδόν 20 χρόνια νωρίτερα (και θα συνέχιζαν να απαγορεύονται για άλλα τριάντα χρόνια). Καθώς η Αυστρία εκείνη την εποχή κατείχε μεγάλο μέρος της βόρειας Ιταλίας, η όπερα θα έπρεπε να περάσει από το Αυστριακό Σώμα Λογοκριτών. Το έργο του Ουγκώ εμφάνιζε ένα βασιλιά (τον Φραγκίσκο Α΄ της Γαλλίας) ως έναν ανήθικο και κυνικό «γυναικά», κάτι που δεν ήταν αποδεκτό στην Ευρώπη εκείνης της εποχής.
Από την αρχή ο Βέρντι γνώριζε τους κινδύνους, όπως και ο Πιάβε. Σε μια επιστολή του πρώτου προς τον δεύτερο, αναφέρεται: «τρέξε σε όλη την πόλη και βρες μου ένα πρόσωπο με επιρροή που να μπορεί να μας εξασφαλίσει την άδεια για να κάνουμε το "Le Roi s'amuse"...» Ακολούθησε μια αλληλογραφία ανάμεσα σε έναν προσεκτικό Πιάβε και σε έναν ήδη αποφασισμένο Βέρντι. Αμφότεροι υποτιμούσαν τη δύναμη και τις προθέσεις των Αυστριακών. Ακόμα και ο φιλικός γραμματέας του Φενίτσε Γκουλιέλμο Μπρέννα, που τους είχε υποσχεθεί ότι δεν θα είχαν προβλήματα με τη λογοκρισία, έκανε λάθος. Στις αρχές του καλοκαιριού του 1850, άρχισαν να ακούγονται φήμες πως η αυστριακή λογοκρισία θα απαγόρευε την παραγωγή. Τον Αύγουστο οι Βέρντι και Πιάβε αποσύρθηκαν στο Μπουσσέτο, τη γενέτειρα του Βέρντι, για να συνεχίσουν το γράψιμο και να προετοιμάσουν μία υπερασπιστική γραμμή. Διαβεβαίωσαν με επιστολή τους το θέατρο ότι οι αμφιβολίες των λογοκριτών ως προς την ηθική του έργου δεν δικαιολογούνταν, αλλά επειδή ο χρόνος τελείωνε, έγραφαν, λίγα μπορούσαν να γίνουν. Οι Βέρντι και Πιάβε αποκαλούσαν μυστικά το έργο «Η κατάρα», και αυτός ο ανεπίσημος τίτλος χρησιμοποιήθηκε από τον Αυστριακό λογοκριτή De Gorzkowski (που προφανώς τον είχε μάθει από κατασκόπους) για να θέσει σε ισχύ, αν χρειαζόταν, τη διαταγή με την οποία αρνιόταν ξεκάθαρα τη συγκατάθεσή του στο ανέβασμά του. Προκειμένου να μη σπαταλήσουν τον κόπο τους, ο Πιάβε αναθεώρησε το λιμπρέτο και το μετέτρεψε σε μία νέα όπερα, τον "Δούκα του Βεντόμ" (Il Duca di Vendome), όπου ο βασιλιάς είχε αντικατασταθεί από ένα δούκα και τόσο ο καμπούρης όσο και η κατάρα του είχαν εξαφανισθεί. Ο Βέρντι ήταν εντελώς αντίθετος με αυτή τη λύση και προέκρινε αντί αυτής απευθείας διαπραγματεύσεις με τους λογοκριτές, επιχειρηματολογώντας πάνω σε κάθε σημείο του έργου.
Mε αυτήν την κατάσταση των πραγμάτων, ο γραμματέας του "Φενίτσε" Μπρέννα έδειξε στους Αυστριακούς κάποια γράμματα και άρθρα που μιλούσαν για τον χαρακτήρα, αλλά και τη μεγάλη αξία του καλλιτέχνη, βοηθώντας έτσι στη γεφύρωση των διαφορών. Στο τέλος τα δύο μέρη συμφώνησαν στο ότι η δράση της όπερας θα έπρεπε να λαμβάνει χώρα όχι στη βασιλική αυλή της Γαλλίας, αλλά σε ένα δουκάτο της Γαλλίας ή της Ιταλίας, και τα πρόσωπα του έργου έπρεπε να αλλάξουν όνομα. Ο βασιλιάς έγινε δούκας της Μάντοβα, ο οποίος ανήκει στον Οίκο των Γκοντσάγκα (Gonzaga): ο οίκος αυτός είχε εκλείψει πολύ πριν τα μέσα του 19ου αιώνα και το Δουκάτο της Μάντοβας δεν υπήρχε πια, έτσι κανένας δεν θα ήταν δυνατό να προσβληθεί. Η σκήνη στην οποία ο άρχοντας αποσύρεται στην κρεβατοκάμαρα της Τζίλντας θα αφαιρείτο και η επίσκεψη του δούκα στο πανδοχείο δεν θα ήταν πια σκόπιμη, αλλά αποτέλεσμα παραπλανήσεως. Το όνομα του καμπούρη από Τριμπουλέ (Triboulet) άλλαξε σε Ριγκολέττο (από τη γαλλική λέξη rigolo = αστείος), που έγινε και ο νέος τίτλος για την όπερα.
Για την πρεμιέρα ο Βέρντι εξασφάλισε τους Φελίτσε Βαρέζι στον ρόλο του Ριγκολέττο, τον νεαρό τενόρο Ραφαέλε Μιράτε στον ρόλο του δούκα και την Τερεζίνα Μπραμπίλλα στον ρόλο της Τζίλντας (αν και θα προτιμούσε την Τερέζα ντε Τζούλι Μπόρσι). Η Μπραμπίλλα ήταν μια γνωστή υψίφωνος, γόνος οικογένειας αοιδών και μουσικών: μία από τις ανεψιές της ήταν η σύζυγος του Αμιλκάρε Πονκιέλλι. Η πρεμιέρα ήταν ένας αδιαμφισβήτητος θρίαμβος και η κυνική άρια του Δούκα της Μάντοβας "La donna è mobile" (το πολύ γνωστό με την ελληνική απόδοση: «Φτερό στον άνεμο, γυναίκας μοιάζει...») τραγουδιόταν σε όλη τη Βενετία το επόμενο πρωί. Εξαιτίας μάλιστα του μεγάλου κινδύνου για αντιγραφές, ο Βέρντι είχε απαιτήσει τη μέγιστη μυστικότητα από όλους τους τραγουδιστές και μουσικούς του. Ο Μιράτε πρωτοείδε τη μουσική του ρόλου του λίγες μόνο βραδιές πριν από την πρεμιέρα και υποχρεώθηκε να ορκιστεί πως δεν θα τραγουδούσε, ούτε καν θα σφύριζε τον σκοπό του «Φτερό στον άνεμο». Πολλά χρόνια αργότερα η Τζούλια Κόρι, θυγατέρα του Φελίτσε Βαρέζι, περιέγραφε την περιπέτεια του πατέρα της στην πρεμιέρα: ως ο πρώτος που θα έπαιζε ποτέ τον ρόλο του Ριγκολέττο, δεν αισθανόταν καθόλου άνετα με την ψεύτικη καμπούρα που θα έπρεπε να φορά, και παρότι ήταν ένας αρκετά έμπειρος λυρικός τραγουδιστής, καταλήφθηκε από πανικό όταν ήρθε η σειρά του να μπει στη σκηνή. Ο Βέρντι κατάλαβε αμέσως ότι είχε παραλύσει και τον έσπρωξε βίαια πάνω στη σκηνή, έτσι ώστε εμφανίστηκε με ένα αδέξιο τρέκλισμα. Αλλά επειδή έπαιζε ένα γελωτοποιό, το κοινό νόμισε ότι ήταν μέρος του ρόλου και τον καλοδέχτηκε. Στον εικοστό αιώνα η όπερα αυτή έγινε αναπόσπαστο τμήμα του οπερατικού ρεπερτορίου και εμφανίζεται στη δέκατη θέση του καταλόγου των πιο πολυπαιγμένων έργων όπερας σε όλο τον κόσμο
Στα τέλη του 18ου αιώνα η Βενετία, βασίλισσα του λυρικού θεάτρου, με μια μακρά, ιστορική και καλλιτεχνική παράδοση, διέθετε ένα σημαντικό για την εποχή αριθμό θεάτρων σε πλήρη λειτουργία. Τα γνωστότερα από αυτά ήταν το S. Salvador, που αργότερα μετονομάστηκε σε “Apollo”, το S. Luca (το σημερινό Goldoni), το S. Cassiano, το S. Angelo και το S. Moise. Τα τρία θέατρα που ανήκαν στην οικογένεια Grimani ήταν το S. Giovanni Grisostomo (μετονομασμένο σήμερα σε Malibran), το S. Samuele και το S. Benedetto, επονομαζόμενο σήμερα Rossini. Το πιο κομψό και οργανωτικά άρτιο ήταν το S. Benedetto, το οποίο το 1733 καταστράφηκε από πυρκαγιά. Η ανακατασκευή του σηματοδότησε μια έριδα ανάμεσα στην εταιρεία – ιδιοκτήτρια του νέου θεάτρου και την Βενετσιάνικη οικογένεια Grimani. Μια σειρά από διενέξεις ανάμεσα στα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα και μια δικαστική απόφαση υπέρ της Βενετσιάνικης οικογένειας ώθησε την εταιρεία να πουλήσει το θέατρο, αποφασίζοντας να χτίσει ένα άλλο, μεγαλύτερο, ομορφότερο και πολυτελέστερο από αυτό που έχασε στη νομική μάχη.
“La Fenice” (o Φοίνικας) ήταν το όνομα του καινούργιου θεάτρου που συμβόλιζε την αναγέννηση της εταιρείας από τις δυστυχίες της. Παρουσιάστηκαν τα αρχιτεκτονικά σχέδια, και με 72 ψήφους υπέρ και 28 κατά, η σύνοδος των μελών αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το σχέδιο του Giannantonio Selva (1753-1816). Τα έργα κατεδάφισης των γύρω παλαιών κτιρίων άρχισαν τον Ιούνιο του 1790. Τον Απρίλιο του 1792 ολοκληρώθηκε η κατασκευή του θεάτρου La Fenice και στις 16 Μαϊου έγιναν τα εγκαίνιά του με την όπερα “I giochi di Agrigento”, σύνθεση του Giovanni Paisiello με λιμπρέτο του Alessandro Pepoli. Από τότε το Fenice υπήρξε το πιο φημισμένο θέατρο της Ιταλίας μα και όλης της Ευρώπης, παρουσιάζοντας διαδοχικά πολλά αριστουργήματα του λυρικού θεάτρου και συντελώντας κατά πολύ στη διαμόρφωση της όπερας. Ο Gioacchino Rossini πέρασε το κατώφλι του Fenice στις 6 Φεβρουαρίου του 1813 με το έργο “Tancredi”, το πρώτο του σοβαρό αριστούργημα. Επρόκειτο να συνθέσει δύο ακόμη όπερες και μία από αυτές ήταν η Semiramide, την οποία παρουσίασε στις 3 Φεβρουαρίου του 1823. Δύο όπερες του Vincenzo Bellini γράφτηκαν για το Fenice: “I Capuleti e I Montecchi” (Μάρτιος του 1830) και “Beatrice di Tenda” (Μάρτιος του 1833). Ο Gaetano Donizetti παρουσίασε το 1830 την “Anna Bolena”, μία από τις μεγαλύτερες δραματικές όπερες. Η τελευταία όπερα πριν από την πυρκαγιά της 12ης προς 13η Δεκεμβρίου του 1836 ήταν η όπερα “Belisario”. Η εταιρεία αποφάσισε να προχωρήσει στην ανοικοδόμηση του θεάτρου αμέσως. Αυτό το λεπτό έργο ανελήφθη από τους αδελφούς Giovanni Battista και Tomaso Meduna, επιφανείς αρχιτέκτονες, η όλη δε διακόσμηση του θεάτρου ανετέθη στον καθηγητή Tranguillo Orsi. Tο αποτέλεσμα ήταν ένα ακόμη πιο φιλόξενο και κομψό θέατρο, αληθινό στολίδι.
Τη βραδιά της 26ης Δεκεμβρίου του 1837, σαν τον μυθικό Φοίνικα, το Fenice ξανακέρδισε την παλιά του αίγλη και ανανέωσε τη δύναμή του. Το 1842 το Fenice καλωσόρισε τον Verdi, τον μεγαλύτερο από τους συνθέτες όπερας του 19ου αιώνα, με το ανέβασμα της όπερας “Nabucco”. Το 1844 ο Verdi συνέθεσε την “Ernani” και ακολούθησαν ο “Attila” (1846), ο “Rigoletto” (1851), η “Traviata” (1844) και η “Simon Boccanegra” (1857), έργα τα οποία το πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα το Fenice μοιραζόταν με τη Σκάλα του Μιλάνου. Στη δεκαετία που ακολούθησε τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, το Fenice έγραψε μια χαρούμενη περίοδο εντατικής δουλειάς και ανανεωμένου γοήτρου. Οι μεγαλύτεροι τραγουδιστές, οι πιο σπουδαίοι μαέστροι, ονόματα που έμειναν στην ιστορία παρουσιάστηκαν στο θέατρο La Fenice, έχοντας προκαλέσει την έκσταση του κοινού. Εντωμεταξύ, με πρωτοβουλία της Bienalle της Τέχνης, το πρώτο σύγχρονο Φεστιβάλ Μουσικής έλαβε μέρος στο Fenice το 1830 και έτσι γεννήθηκε ένας θεσμός που θα έπαιζε σπουδαίο ρόλο στη διατήρηση και ανάπτυξη του γοήτρου του θεάτρου. Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, το Fenice διακρίθηκε για τα προγράμματά του και τους εξέχοντες ερμηνευτές που φιλοξενούσε. Έργα μοναδικά των Igor Stravinsky, Benjamin Britten, Luigi Nono προσέλκυσαν την προσοχή ολόκληρου του μουσικού κόσμου. Στις 9 Ιανουαρίου του 1996 η θρυλική όπερα της Βενετίας, La Fenice, έμελλε για πολλοστή φορά να παραδοθεί στις φλόγες. Πολλά τα ερωτηματικά τα οποία απασχόλησαν την αστυνομία και, παρά την αρχική εκτίμηση που έκλινε προς το ενδεχόμενο του ατυχήματος, εργαστηριακές έρευνες και πανοραμικές λήψεις των τριών εστιών της φωτιάς δικαιώνουν όσους μίλησαν για εμπρησμό – πιθανότατα έργο της Μαφίας. Έτσι έρχεται στην επιφάνεια μια νοσηρή προτίμηση ενός βενετσιάνικου παρακλαδιού της Μάλα Ντελ Μπρέντα να πλήττει στόχους που έχουν σχέση με τον πολιτισμό (είχε προηγηθεί ο εμπρησμός της όπερας Petrucelli του Μπάρι). Μία εκδοχή είναι η επίδειξη δύναμης, ενώ μια άλλη κατευθύνεται προς τις εργοληπτικές εταιρείες που επιδιώκουν την ανακατασκευή του έργου, επενδύοντας σε αυτό μεγάλα χρηματικά ποσά. Λίγους μήνες αργότερα, η σύλληψη ενός ανθρώπου της Μαφίας, αποκαλύπτει τη συνεργασία της Μαφίας του Μπάρι με αυτή της Βενετίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου