Δευτέρα 10 Ιουλίου 2017

Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΜΑΣ ΣΤΗ ΡΑΒΕΝΑ

Η Ραβέννα (Ravenna) είναι πόλη και δήμος της Ιταλίας, βρίσκεται στην περιοχή της Εμίλια-Ρομάνια και είναι η έδρα της ομώνυμης επαρχίας. Yπήρξε πρωτεύουσα της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από το 402 μέχρι την κατάρρευσή της το 476. Στη συνέχεια έγινε πρωτεύουσα του Βασιλείου των Οστρογότθων μέχρι την κατάληψή του από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Υστερα η πόλη έγινε πρωτεύουσα του Βυζαντινού Εξαρχάτου της Ραβέννας μέχρι την εισβολή των Φράγκων το 751, μετά την οποία έγινε έδρα του Βασιλείου των Λομβαρδών. Αν και μεσόγεια πόλη, η Ραβέννα συνδέεται με την Αδριατική Θάλασσα με τη Διώρυγα Καντιάνο. Τα παλαιοχριστιανικά της μνημεία αποτελούν Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.
Η προέλευση της ονομασίας "Ravenna" είναι ασαφής, αν και πιστεύεται ότι πρόκειται για Ετρουσκική ονομασία.[1] Κάποιοι έχουν υποθέσει ότι το "ravenna" σχετίζεται με το "Rasenna" (μεταγενέστερα "Rasna"), τη λέξη που χρησιμοποιούσαν οι Ετρούσκοι για τους ίδιους, αλλά δεν υπάρχει συμφωνία πάνω σ'αυτό.[εκκρεμεί παραπομπή] Αρχαία χρόνια Η πρώτη εγκατάσταση στην περιοχή αποδίδεται είτε στους Θεσσαλούς, είτε στους Ετρούσκους και τους Ούμπρι. Στη συνέχεια η περιοχή της κατοικήθηκε και από τους Σήνωνες, ιδιαίτερα η νότια ύπαιθρος της πόλης (που δεν ήταν τμήμα της λιμνοθάλασσας), η Ager Decimanus. Η Ραβέννα αποτελείτο από σπίτια χτισμένα πάνω σε πασσάλους σε μια βαλτώδη λιμνοθάλασσα - όπως και η Βενετίας μερικούς αιώνες αργότερα. Οι Ρωμαίοι την αγνόησαν κατά την κατάκτηση του Δέλτα του Ποταμού Πάδου, αλλά αργότερα την ενέταξαν στη Ρωμαϊκή Δημοκρατία, ως ομόσπονδη πόλη το 89 π.Χ. Το 49 π.Χ. ήταν ο τόπος, όπου ο Ιούλιος Καίσαρας συγκέντρωσε τις δυνάμεις του πριν περάσει το Ρουβίκωνα. Αργότερα, μετά τη νίκη του επί του Μάρκου Αντώνιου ο Αυτοκράτορας Αύγουστος ίδρυσε το στρατιωτικό λιμάνι του Κλάσε. Το λιμάνι αυτό, προστατευόμενο αρχικά από τα δικά του τείχη, ήταν σημαντικός σταθμός του Ρωμαϊκού Αυτοκρατορικού Στόλου. Σήμερα η πόλη είναι μεσόγεια, αλλά η Ραβέννα παρέμεινε σημαντικό λιμάνι στην Αδριατική μέχρι τις αρχές του Μεσαίωνα. Κατά τις γερμανικές εκστρατείες η Τουσνέλντα, χήρα του Αρμίνιου, και ο Μάρμποντ, Βασιλιάς των Μαρκομάνων, φυλακίστηκαν στη Ραβέννα.
Ρωμαϊκή αυτοκρατορία
Η Ραβέννα ευημέρησε πολύ κατά τη Ρωμαϊκή εποχή. Ο Αυτοκράτορας Τραϊανός έχτισε ένα υδραγωγείο μήκους 70 χλμ. στις αρχές του 2ου αιώνα. Το 402 μ.Χ. ο Αυτοκράτορας Ονώριος μετέφερε την πρωτεύουσα της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από το Μιλάνο στη Ραβέννα. Η μεταφορά έγινε εν μέρει για αμυντικούς σκοπούς: η Ραβέννα περιβαλλόταν από έλη και βάλτους και θεωρήθηκε εύκολα υπερασπίσιμη ( αν και η πόλη αλώθηκε από αντίπαλες δυνάμεις πολλές φορές στην ιστορία της ) : είναι επίσης πιθανό ότι η μετακίνηση στη Ραβέννα οφειλόταν στο λιμάνι και τις καλές θαλάσσιες συνδέσεις της πόλης με την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Εντούτοις το 409 ο Βασιλιάς Αλάριχος Α΄ των Βησιγότθων, απλώς παρέκαμψε τη Ραβέννα και πήγε να λεηλατήσει τη Ρώμη το 410 και συνέλαβε όμηρο την Γkάλα Πλακιδία, κόρη του Αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α΄. Μετά από πολλές περιπέτειες η Γkάλα Πλακιδία επέστρεψε στη Ραβέννα με το γιο της, Αυτοκράτορα Βαλεντινιανό Γ΄ και τη βοήθεια του ανιψιού της Θεοδοσίου Β.
Η Ραβέννα έζησε μια περίοδο ειρήνης, κατά την οποία η Χριστιανική θρησκεία είχε την εύνοια της αυτοκρατορικής αυλής και η πόλη απέκτησε μερικά από τα γνωστότερα μνημεία της, όπως το Ορθόδοξο Βαπτιστήριο, το ονομαζόμενο Μαυσωλείο της Γάλα Πλακιδία (ποτέ στην πραγματικότητα δεν θάφτηκε εκεί) και τον Άγιο Ιωάννη τον Ευαγγελιστή. Η τελευταία περίοδος του 5ου αιώνα είδε τη διάλυση της Ρωμαϊκής εξουσίας στη δύση και ο τελευταίος αυτοκράτορας της Δύσης εκθρονίστηκε από το στρατηγό Οδόακρο το 476.
Οι Οστρογότθοι
Ο Οδόακρος κυβέρνησε σαν Βασιλιάς της Ιταλίας για 13 χρόνια, αλλά το 489 ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Ζήνων έστειλε τον Οστρογότθο Βασιλιά Θευδέριχο το Μέγα να ανακαταλάβει την Ιταλική χερσόνησο. Αφού έχασε τη Μάχη της Βερόνας ο Οδόακρος αποσύρθηκε στη Ραβέννα, όπου άντεξε μια τρίχρονη πολιορκία από το Θευδέριχο, μέχρι που η κατάληψη του Ρίμινι στέρησε τη Ραβέννα από τον ανεφοδιασμό της. Ο Θευδέριχος πήρε τη Ραβέννα το 493, πιθανόν να σκότωσε τον Οδόακρο με τα ίδια του τα χέρια και η Ραβέννα έγινε πρωτεύουσα του Οστρογοτθικού Βασιλείου της Ιταλίας. Ο Θευδέριχος, ακολουθώντας τους προκατόχους του, έχτισε επίσης λαμπρά κτίρια μέσα και γύρω από τη Ραβέννα, όπως την ανακτορική εκκλησία Σαντ Απολινάρε Νουόβο, έναν Αρειανικό καθεδρικό (σήμερα Σάντο Σπίριτο) και Βαπτιστήριο και το δικό του Μαυσωλείο λίγο έξω από τα τείχη. Ο Θεοδώριχος και οι οπαδοί του ήταν Αρειανοί Χριστιανοί αλλά συνυπήρχαν ειρηνικά με τους Λατίνους, που ήταν κυρίως Ορθόδοξοι. Οι Ορθόδοξοι επίσκοποι της Ραβέννας πραγματοποίησαν σημαντικά κτιριακά προγράμματα, από τα οποία το μόνο που επιβιώνει είναι η Καπέλα Αρτσιβεσκόβιλε. Ο Θευδέριχος επέτρεψε στους Ρωμαίους πολίτες του βασιλείου να υπόκεινται στο Ρωμαϊκό δίκαιο και στο Ρωμαϊκό δικαστικό σύστημα. Οι Γότθοι, εν τω μεταξύ, ζούσαν με τους δικούς τους νόμους και έθιμα. Το 519, όταν ο όχλος είχε κατακάψει τις συναγωγές της Ραβέννας, ο Θευδέριχος διέταξε την πόλη να τις ξαναχτίσει με δικά της έξοδα. Ο Θευδέριχος πέθανε το 526 και τον διαδέχτηκε ο νεαρός εγγονός του Αταλάριχος, υπό την εποπτεία της κόρης του Αμαλασούντα, αλλά το 535 πέθαναν και οι δύο και η γραμμή του Θευδέριχου αντιπροσωπευόταν μόνο από την κόρη της Αμαλασούντα Ματασούντα. Διάφοροι Οστρογότθοι στρατιωτικοί ηγέτες ανέλαβαν το βασίλειο της Ιταλίας αλλά κανείς τους δεν ήταν πετυχημένος όπως ο Θευδέριχος.
Το βαπτιστήριο της Βασιλικής του Αγίου Βιταλίου, 547
Στο μεταξύ ο ορθόδοξος Χριστιανός Βυζαντινός Αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α΄ ήταν αντίθετος τόσο με τους Οστρογότθους όσο και με την Αρειανή αίρεση του Χριστιανισμού. Το 535 ο στρατηγός του Βελισάριος εισέβαλε στην Ιταλία και το 540 κατέλαβε τη Ραβέννα. Μετά την κατάκτηση της Ιταλίας το 554 η Ραβέννα έγινε η έδρα της Βυζαντινής κυβέρνησης στην Ιταλία. Από το 540 ως το 600 οι επίσκοποι της Ραβέννας ξεκίνησαν ένα σημαντικό πρόγραμμα ανέγερσης εκκλησιών στη Ραβέννα και μέσα και γύρω από την πόλη-λιμάνι Κλάσε. Μνημεία που σώζονται είναι η Βασιλική του Αγίου Βιταλίου και η Βασιλική του Σαντ Απολινάρε ιν Κλάσε καθώς και ο μερικά σωζώμενος Σαν Μικέλε ιν Αφριτσίσκο. Μετά τις κατακτήσεις του Βελισάριου για τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α΄ τον 6ο αιώνα, η Ραβέννα έγινε η έδρα του Βυζαντινού κυβερνήτη της Ιταλίας, του Έξαρχου και έγινε γνωστή ως Εξαρχάτο της Ραβέννας. Υπό τη Βυζαντινή εξουσία στον αρχιεπίσκοπο της Ραβέννας παραχωρήθηκε προσωρινά από τον αυτοκράτορα αυτοκεφαλία από τη Ρωμαϊκή Εκκλησία το 666, αλλά αυτή γρήγορα ανακλήθηκε. Εντούτοις ο αρχιεπίσκοπος της Ραβέννας είχε τη δεύτερη θέση στην Ιταλία μετά τον πάπα και έπαιζε σημαντικό ρόλο σε πολλές θεολογικές διαμάχες αυτή την περίοδο.
Οι Λομβαρδοί υπό τον βασιλιά Λιουτπράνδο κατέλαβαν τη Ραβέννα το 712, αλλά αναγκάστηκαν να την επιστρέψουν στους Βυζαντινούς. Όμως το 751 ο Λομβαρδός βασιλιάς Αϊστούλφος κατέλαβε εκ νέου τη Ραβέννα τερματίζοντας έτσι τη Βυζαντινή κυριαρχία στη βόρεια Ιταλία. O Βασιλιάς Πιπίνος της Γαλλίας επιτέθηκε στους Λομβαρδούς κατ'εντολή του Πάπα Στέφανου Β΄. Τότε η Ραβέννα πέρασε βαθμιαία υπό την άμεση εξουσία των παπών, αν και αυτή αμφισβητήθηκε από τους αρχιεπισκόπους διαφόρων εποχών. Ο Πάπας Αδριανός Α΄ εξουσιοδότησε τον Καρλομάγνο να πάρει από τη Ραβέννα ότι του άρεσε και άγνωστη ποσότητα Ρωμαϊκών κιόνων, ψηφιδωτών, αγαλμάτων και άλλων φορητών αντικειμένων μεταφέρθηκαν βόρεια για να εμπλουτίσουν την πρωτεύουσά του Άαχεν. Το 1198, η Ραβέννα ηγήθηκε μιας συμμαχίας πόλεων της Ρομάνια κατά του Αυτοκράτορα και ο Πάπας κατόρθωσε να την υποτάξει. Μετά τον πόλεμο του 1218 η οικογένεια Τραβερσάρι κατόρθωσε να επιβάλει στην πόλη την εξουσία της που κράτησε μέχρι το 1240. Μετά μια σύντομη περίοδο υπό έναν Αυτοκρατορικό κληρικό η Ραβέρνα επιστράφηκε στα Παπικά Κράτη το 1248 και πάλι στους Τραβερσάρι μέχρι που, το 1275, οι Ντα Πολέντα εγκαθίδρυσαν τη μακρόχρονη επικυριαρχία τους. Ένας από τους επιφανέστερους κατοίκους της Ραβέννας αυτή την εποχή ήταν ο εξόριστος ποιητής Δάντης. Ο τελευταίος των Ντα Πολέντα, Οστάσιο Γ΄, εκδιώχθηκε από τη Δημοκρατία της Βενετίας το 1440 και η πόλη προσαρτήθηκε στα Βενετικά εδάφη. Η Ραβέννα κυβερνήθηκε από τη Βενετία μέχρι το 1509, οπότε η περιοχή δέχθηκε εισβολές κατά τους Ιταλικούς πολέμους. Το 1512, κατά τον πόλεμο της Ιερής Συμμαχίας η Ραβέννα λεηλατήθηκε από τους Γάλλους. Μετά την απόσυρση των Βενετών η Ραβέννα κυβερνήθηκε πάλι από αντιπροσώπους του Πάπα ως τμήμα των Παπικών Κρατών. Η πόλη καταστράφηκε από μία τρομακτική πλημμύρα το Μάιο του 1636. Τα επόμενα 300 χρόνια ένα δίκτυο διωρύγων εξέτρεψε γειτονικά ποτάμια και αποστράγγισε γειτονικά έλη, μειώνοντας έτσι την πιθανότητα πλημμυρών και δημιουργώντας μια μεγάλη ζώνη γεωργικής γης γύρω από την πόλη. Εκτός από άλλη μια σύντομη κατοχή από τη Βενετία ( 1527 – 1529 ) η Ραβέννα ήταν τμήμα των Παπικών Κρατών μέχρι το 1796, όταν προσαρτήθηκε στο Γαλλικό προτεκτοράτο της Εντεύθεν των Αλπεων Δημοκρατίας ( Ιταλική Δημοκρατία από το 1802 και Βασίλειο της Ιταλίας από το 1805 ). Επιστράφηκε στα Παπικά Κράτη το 1814. Αφού καταλήφθηκε από στρατεύματα του Πεδεμοντίου το 1859, η Ραβέννα και η γύρω της Ρομάνια αποτέλεσαν τμήμα του νεοενοποιημένου Βασίλειου της Ιταλία το 1861.
Ο ΚΑΛΟΣ ΠΟΙΜΗΝ , του Μάστορα της Galla Placidia, στη Ραβέννα
Στη Ραβέννα επισκεφθήκαμε και τον μνημειακό τάφο του Ντάντε Αλιγκιέρι «Η Θεία Κωμωδία του Δάντη (1265-1313), γραμμένη στο διάστημα 1304-1309 είναι ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Στο μεταίχμιο δύο εποχών (μεσαίωνας – αναγέννηση), η Θεία Κωμωδία συνιστά μια τοιχογραφία της εποχής που τελειώνει, φωτισμένη από τις ακτίνες της επερχόμενης εποχής. Εδώ βρίσκεται ολόκληρο το μεσαιωνικό σύμπαν, στον πλούτο και στην ποικιλία του, στο μεγαλείο του και στις ρωγμές του, ιστορημένο με αυστηρή αρχιτεκτονική οργάνωση και με αντίστοιχα πλούσια και πολυεπίπεδη ποιητική γλώσσα, η οποία κατορθώνει να εκφράσει τα πάντα με συγκλονιστική απλότητα. Η μνημειώδης αυτή ποιητική σύνθεση αφηγείται, όπως είναι γνωστό, το ταξίδι του ποιητή Δάντη στα βασίλεια της Κόλασης, του Καθαρτηρίου και του Παραδείσου. Το ταξίδι ξεκινά στις 8 Απριλίου του 1300 (βράδυ Μεγάλης Παρασκευής), διαρκεί περίπου μια εβδομάδα και επιτρέπει στον ποιητή να κατανοήσει τη δομή του σύμπαντος, να γνωρίσει τις συνθήκες ύπαρξης των ψυχών μετά το θάνατο, και να αντικρίσει τον ίδιο το Θεό. Είναι ένα ταξίδι γνώσης και “άσκησης”, που οδηγεί στην αλήθεια και τη σωτηρία. (με τα κριτήρια της χριστιανικής ηθικής). Όχι μόνον τον ίδιο τον ποιητή, που το “βίωσε”. Μέσα από την πρωτοπρόσωπη αναδιήγηση, το ταξίδι αυτό προσφέρεται, σύμφωνα με τους κανόνες της ηθικοπλαστικής ποίησης του μεσαίωνα στην οποία το έργο εντάσσεται, ως η υποδειγματική εικόνα της ανθρώπινης εμπειρίας. Με αυτή την έννοια, η Θεία Κωμωδία είναι έργο διδακτικό, που περιέχει θρησκευτικές, ηθικές και φιλοσοφικές αλήθειες, αλήθειες που ανάγονται στον κόσμο του μεσαίωνα. Ωστόσο, θα ήταν άδικο να το θεωρήσουμε ως μια απλή αποτύπωση του μεσαιωνικού θεολογικού-φιλοσοφικού συστήματος. Η ιδιαιτερότητά του και το μεγαλείο του έγκειται στη σύνδεση του συστήματος αυτού με τα ζωντανά πρόσωπα -τα πολυάριθμα και πλέον διαφορετικά- που εμφανίζονται κατά τη διάρκειά του· στη σύνδεση των αληθινών και ιστορικά προσδιορισμένων προσώπων της πραγματικότητας του κόσμου τούτου με τη σημασία που αποκτούν στον άλλο, τον μεταφυσικό. Ο Δάντης αναπαριστά ακριβώς τη διαδρομή που ξεκινά από την κοσμική πραγματικότητα και οδηγεί στην αιώνια ζωή, τη διαδρομή από τον κοσμικό, γήινο χρόνο στον απόλυτο χρόνο της αιωνιότητας. Μέσα από τη διαδρομή αυτή περιγράφει και καυτηριάζει με ρεαλισμό και τόλμη την πολιτική και κοινωνική κρίση της εποχής και αντιτάσσει την αναγκαιότητα της αλήθειας και της δικαιοσύνης».
Η «Θεία Κωμωδία» έχει εμπνεύσει διαχρονικά ποιητές, σεναριογράφους, συνθέτες λειτουργώντας ως ένα από τα πιο ισχυρά και διαχρονικά διακείμενα της παγκόσμιας τέχνης. Ακούμε τη Lorena McKennitt να αφηγείται μελωδικά μια πορεία ζωής εμπνεόμενη από την ανάλογη πορεία αυτογνωσίας του ποιητή της Κωμωδίας. O Dante Alighieri (1265-1321) γεννήθηκε στη Φλωρεντία και πέθανε στη Ραβέννα, σε ηλικία 56 ετών. Σπούδασε φιλοσοφία, θεολογία και νομικά. Αποφασιστικό ρόλο στη ζωή του και την όλη του ποιητική δημιουργία έπαιξε ο μεγάλος έρωτάς του προς την κατά ένα μόνο χρόνο νεώτερη του Βεατρίκη Πορτινάρι, την οποία και για πρώτη του φορά συνάντησε σε ηλικία μόλις εννιά ετών. Μετά από άλλα εννιά χρόνια, την ξανασυνάντησε και την αγάπησε περιπαθέστατα, αλλά και τελείως αγνά (πλατωνικά). Την έβλεπε σαν «άγγελο σε σχήμα γυναίκας» ή τέλος σαν «πηγή βαθύτατης και υψηλότατης συγκίνησης» γι’ αυτόν. Η Βεατρίκη, που είχε στο μεταξύ συζευχθεί με άλλον, πέθανε λίγο αργότερα, σε ηλικία μόνο 25 ετών. Αρχικά ο Δάντης είχε περιγράψει τον πυριφλεγή μεγάλο του έρωτα στο βιβλίο του “Vita nuova” στη συνέχεια όμως έφθασε να τον αποθεώσει κυριολεκτικά, στο ασύγκριτο του αριστούργημα την περίφημη “Divina comedia”, τη “Θεία κωμωδία”, δηλαδή τo διαιρεμένο ως γνωστόν, σε τρία ξεχωριστά βιβλία: την “Κόλαση”, το “Καθαρτήριο” και τον “Παράδεισο”. Ο μεγάλος Φλωρεντίνος βάρδος, μαζί με τον σχεδόν σύγχρονό του Πετράρχη, θεωρούνται κι σαν οι δύο αναμορφωτές της ιταλικής γλώσσας. Με τη μέγιστη επίδραση των έργων τους πέτυχαν έκτοτε να καθιερώσουν την καθομιλουμένη ζωντανή γλώσσα, του λαού ως γλώσσα της λογοτεχνίας, η οποία κατ’ ολίγο, εξελίχθηκε και σε επίσημη γλώσσα ολόκληρου του Ιταλικού εθνικού συνόλου. Τόσο στο “Συμπόσιό” του, όσο και, προ πάντως, στην “Θεία κωμωδία” του, ο Δάντης χρησιμοποιεί την καλλιεργημένη διάλεκτο της Τοσκάνας και της Φλωρεντίας, που έγινε κατόπιν πρότυπο για όλους τους υπόλοιπους Ιταλούς ποιητές και συγγραφείς. Καθώς δε τόνιζε κι ο ίδιος: “Χυδαία δεν είναι η γλώσσα του λαού, που εγώ μεταχειρίζομαι. Χυδαίοι είναι μόνο οι καταφρονητές της ζωντανής αυτής γλώσσας, την οποία μιλούν οι άνθρωποι του μόχθου και της προκοπής στη χώρα αυτήν”.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου